Η επιστροφή στην πατρίδα επέφερε μια αλλαγή στη θεματολογία των έργων της, η οποία αντλούσε στοιχεία από την ιστορία της αρχαίας ελληνικής τέχνης. Άρχισε να χρησιμοποιεί, μεταξύ άλλων, αντίγραφα κυκλαδικών ειδωλίων για να φτιάξει τρισδιάστατα έργα με αναφορές στο ελληνικό τοπίο, ενώ απομακρύνθηκε σε μεγάλο βαθμό από την απόλυτη αφαίρεση που χαρακτήριζε την πρώιμη δουλειά της.
Τα πρώτα αυτά χρόνια της δεκαετίας του '60, το ενδιαφέρον της Καναγκίνη στράφηκε και προς την τεχνική της ταπισερί και τις πλαστικές δυνατότητες που αυτή φέρει. Έτσι, οι πρώτες ατομικές της εκθέσεις –το 1962 στην γκαλερί La Feluca στη Ρώμη, το 1965 στην γκαλερί Μέρλιν στην Αθήνα και το 1969 στο ΚΤΕ- σε μεγάλο βαθμό ήταν αφιερωμένες στην τεχνική αυτή. Παράλληλα, από το 1963 έως το 1967 δίδαξε βασικό σχέδιο στο Ελεύθερο Σπουδαστήριο Καλών Τεχνών της Σχολής Βακαλό στην Αθήνα.
Στις αρχές της δεκαετίας του '70, επηρεασμένη από τις αρχές του Μπάουχαους δημιούργησε έργα πάνω στις έννοιες της γραφής και του οικιακού, με αναφορές στα αντικείμενα οικιακής χρήσης, στο γυναικείο κίνημα, αλλά και στην καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος. Τύπωσε τοπία σε 14 μονοτυπίες –ακολουθώντας μια σταδιακή προσθετική εκτυπωτική διαδικασία από την πρώτη έως την τελευταία εικόνα- και τις ανάρτησε από την οροφή της γκαλερί Ζουμπουλάκη το 1976, δημιουργώντας ένα αέρινο διάφανο περιβάλλον. Τα έργα κρέμονταν από μανταλάκια, παραπέμποντας σε μπουγάδα ρούχων. Η ιδέα της μπουγάδας την απασχόλησε εκ νέου, λίγο αργότερα, όταν αντικατέστησε τα τυπωμένα τοπία με ερμίνες, μια άλλη οικολογική αναφορά, και με αυτούσια αντικείμενα που λειτουργούν ως σύμβολα της γυναικείας ταυτότητας, όπως οι δαντέλες.
Η κ. Γεωργιάδου-Κούντουρα στο πλαίσιο συνέντευξης που παραχώρησε σε αυτήν η καλλιτέχνις, χαρακτήρισε τις προσεγγίσεις της «διαισθητικές», αφού, αν και το έργο της φέρει ευανάγνωστες αναφορές στη γυναικεία ταυτότητα, η ίδια ούτε υπήρξε ποτέ στρατευμένη φεμινίστρια, ούτε χρησιμοποίησε συστηματικά οποιοδήποτε θεωρητικό μοντέλο, όπως έκαναν άλλες γυναίκες καλλιτέχνιδες.
Το παράδειγμά της παρουσιάζει ενδιαφέρον, καθώς η καλλιτέχνις, σύμφωνα με την Ελ. Χαμαλίδη, βρέθηκε στις παρυφές των ιδεολογικών χώρων της ανανεωτικής Αριστεράς και του φεμινιστικού κινήματος, που ευαισθητοποίησαν τα μάτια της χωρίς, όμως, εκείνη να ενταχτεί ποτέ σε αυτούς. Συνδέθηκε με πνευματικές φιλίες με ανθρώπους, όπως ο Φίλιππος Ηλιού, ο Τίτος Πατρίκιος, ο Παύλος Ζάννας, ο Λεωνίδας Κύρκος, οι οποίοι, όμως, όπως η ίδια δήλωνε, τηρούσαν πάντοτε απόσταση από το έργο της.
Το 1973 πραγματοποίησε την πρώτη της ατομική στην Αίθουσα Τέχνης Δεσμός όπου εξέθεσε σχέδια και τρεις κατασκευές με τίτλο «Νεκρή φύση απ' το χώρο της εκκολαπτόμενης καταναλωτικής κοινωνίας», οι οποίες προορίζονταν να εκτεθούν στις βιτρίνες καταστήματος στην οδό Σταδίου στην Αθήνα τον προηγούμενο χρόνο. Η ιδέα για το εν λόγω εγχείρημα αποτελούσε το πρώτο μέρος μιας τριλογίας με περιβαλλοντικές εγκαταστάσεις που έλαβαν χώρα σε ένα συγκρότημα θερινών κατοικιών στο Πόρτο Ράφτη το '74 και στο εργοστάσιο ηλεκτρικών ειδών ΙΖΟΛΑ στη Θήβα το '75. Με την τρίτη αυτή εκδήλωση η Καναγκίνη τόνιζε τη σημασία του αναγνώστη-θεατή φέρνοντας έτσι στο προσκήνιο την ανάγκη της ενεργητικής συμμετοχής του κοινού, μια ιδέα που την απασχόλησε αρκετά και τα επόμενα χρόνια, ιδιαίτερα με τα «Χειρόγραφα και καρέκλες για πιθανούς θεατές ή αναγνώστες» που εξέθεσε στη δεκαετία του '80, αλλά και πιο πρόσφατα σε εγκαταστάσεις στο «Έδεσμα» που παρουσίασε στην έκθεση Επιπλέον στη Δημοτική Πινακοθήκη Ψυχικού το 2004.
Μετά την ατομική της στην γκαλερί 3 στην Αθήνα το 1988, η Καναγκίνη επικεντρώθηκε κυρίως σε περφόρμανς και εγκαταστάσεις, με πιο χαρακτηριστικές εκείνες που πραγματοποίησε στο πλαίσιο της Θερινής Ακαδημίας Εθνικού Θεάτρου Ελλάδος υπό την επιμέλεια της Ελένης Βαροπούλου. Το 1993 έλαβε χώρα μεγάλη έκθεση με τίτλο Γένους θηλυκού στο Σπίτι της Κύπρου στην Αθήνα με έργα της περιόδου 1975-93. Ενα κομματάκι δαντέλα από το νυφικό της μητέρας της, η οποία καταγόταν από το Ορτάκιοϊ της Βουλγαρίας έγινε το έναυσμα το 2006 για να γυριστεί το ντοκιμαντέρ «Δαντέλα Μνήμης» που ήταν αφιερωμένο στην πορεία της αλλά και την ιστορία της οικογένειάς της. Έφυγε από τη ζωή το 2008.
Από τις εμβληματικές εγκαταστάσεις-μπουγάδες της δεκαετίας του '70 («Εν Οίκω»), που έθεταν ζητήματα γυναικείας ταυτότητας κάνοντας παράλληλα νύξεις για την καταστροφή του περιβάλλοντος, ως τους τοίχους-μαυροπίνακες που δίπλα σε γνωστά συνθήματα του Μάη του '68 καλούσαν τους επισκέπτες να γράψουν τα δικά τους («Οι τοίχοι έχουν το λόγο»), το έργο της Νίκης Καναγκίνη συνομίλησε εύστοχα με την εποχή του γράφοντας ένα από τα πιο ουσιαστικά κεφάλαια στην ιστορία της ελληνικής τέχνης.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
- Τα χρόνια της αμφισβήτησης. Η τέχνη του '70 στην Ελλάδα, επιμ. Μπία Παπαδοπούλου, Κατάλογος έκθεσης, ΕΜΣΤ 15.12.2005-7.5.2006.
- Χαμαλίδη Ελ., Η τέχνη του 20ού αιώνα. Ιστορία, Θεωρία, Εμπειρία, Γ' Συνέδριο Ιστορίας της Τέχνης, Θεσσαλονίκη 2009.