Ο βαρύτατος χειμώνας του 1880 του ενέπνευσε μια σειρά έργων με θέμα το λιώσιμο του πάγου στον Σηκουάνα. Το 1883 εγκαταστάθηκε οριστικά στο Ζιβερνύ, αλλά πραγματοποίησε μερικά ταξίδια στην Ιταλία (1883), στην Κυανή Ακτή και στο Εστάκ, όπου συναντήθηκε με τον Σεζάν το 1884.
Γύρω στο 1889 άρχισε να δημιουργεί σειρές έργων με το ίδιο θέμα σε διάφορες ώρες της ημέρας, για να συλλάβει τις διαφορές του φωτός. Οι «Θημωνιές» το 1891, οι «Λεύκες στις όχθες του Επτ» το 1892 και κυρίως οι σαράντα περίπου πίνακες του «Καθεδρικού ναού της Ρουέν» ανήκουν σε αυτή την κατηγορία των ερευνών. Ο Μονέ είχε ήδη αποκτήσει μια σχετική φήμη και οικονομική άνεση. Ταξίδεψε επανειλημμένα στο Λονδίνο, ενδιαφερόμενος για τη ζωγραφική του Τέρνερ (1900), στη Νορβηγία (1895) και στη Βενετία (1908), και πλούτιζε συνεχώς τις αναζητήσεις του με νέα θέματα.
Μετά τον πόλεμο του 1914 αφιερώθηκε σχεδόν αποκλειστικά στον μεγάλο κύκλο του με τα «νούφαρα», που είχε προετοιμάσει με πολυάριθμες σπουδές από το 1898 και ένα μεγάλο μέρος αυτού του κύκλου δώρισε το 1923 στο γαλλικό κράτος. Ζωγράφιζε ξανά και ξανά τα ίδια υδροχαρή, τις κινήσεις τους στο νερό, τα αντικαθρεφτίσματά τους. Ο Μονέ δεν απεικονίζει πια θέματα, αλλά λυρικές παρουσίες, που αποκαλύπτονται σαν λάμψεις ενός ακτινοβόλου φωτός. Σε πολλούς πίνακές του, οι λεπτότατοι χρωματισμοί αλλοιώθηκαν με τον χρόνο.
Το 1892 και 1893, ο Μονέ πέρασε τον χειμώνα του στη Ρουέν. Με το πάθος που τον χαρακτήριζε, ζωγράφισε μια μεγάλη σειρά από πίνακες με θέμα τον καθεδρικό ναό, όπως τον έβλεπε από ένα παράθυρο της rue du Grand Pont, κατά τις διάφορες ώρες της ημέρας. Στον πίνακα «Ο Καθεδρικός ναός της Ρουέν», η πρόσοψη στο πρώτο πλάνο, πιάνει ολόκληρο τον πίνακα. Το φως παίζει πάνω στις επιβλητικές φόρμες, παραλλάζει και ανατρέπει τις σχέσεις των όγκων, αλλοιώνοντας, αδιάκοπα, τα χρώματα και τον βασικό τόνο. Ο Μονέ παραπονιόταν ότι δεν είχε πια τη νεανική ζωντάνια που θα του επέτρεπε να συλλάβει το φευγαλέο όραμα, τη στιγμιαία εντύπωση. Ωστόσο, η σειρά αυτή των απεικονίσεων του καθεδρικού ναού της Ρουέν παραμένει μια από τις πιο γοητευτικές εμπειρίες της νεώτερης ζωγραφικής.
Η γοητεία του Μονέ όταν μεταφέρει στο μουσαμά τις ατελείωτα μεταβαλλόμενες και λεπτές εντυπώσεις του φωτός και της ατμόσφαιρας κορυφώνετε στην περίφημη σειρά όπου απεικόνισε την πρόσοψη του καθεδρικού ναού της Ρουέν, «Ο Καθεδρικός ναός της Ρουέν – Τουρ Ντ' Αλμπάν, νωρίς το πρωί». Ο Μονέ είχε νοικιάσει ένα δωμάτιο πάνω από ένα μαγαζί στην πλατεία της Μητροπόλεως, αντίκρυ στην εκκλησία. Εκεί προς το τέλος του χειμώνα του 1892-1893, δούλεψε τους πίνακες πρώτο χέρι. Το περισσότερο διάστημα του επόμενου έτους το πέρασε τελειοποιώντας τους στο εργαστήριό του στο Ζιβερνύ. Σε πολλές διαφορετικές ώρες της ημέρας ο Μονέ γύμναζε τη ματιά του ώστε να βλέπει, όχι το αντικείμενο, αλλά μάλλον το φως που το έλουζε και την ατμόσφαιρα ανάμεσα στον ίδιο και στο αντικείμενο. Αυτές τις εντυπώσεις τις απέδιδε με ρευστή πινελιά και με μια λεπτή αίσθηση του χρώματος, οδηγημένος από ένα ενδόμυχο ποιητικό αίσθημα. Η σειρά της Ρουέν είναι μια ιδιαίτερα γοητευτική επίδειξη της αφοσιώσεως του Μονέ στις αρχές του εμπρεσιονισμού. Σε αυτό το γοτθικό μνημείο, εκείνο που το μάτι και το χέρι του Μονέ μεταμόρφωσαν σε μια παροδική φαντασία φωτός και χρώματος, είναι η στέρεη πραγματικότητα στην ακραία της έκφραση.
Καλεσμένος στη Βενετία από ένα φίλο, το 1908, ο Μονέ αποφάσισε να πραγματοποιήσει το ταξίδι με την ελπίδα ότι θα του πρόσφερε γόνιμες εμπειρίες. Ήταν τότε εβδομήντα χρονών. Ωστόσο θα ξαναγυρίσει και τον επόμενο χρόνο, για να ζωγραφίσει μια ολόκληρη σειρά από πίνακες που έχουν όλοι χρονολογία 1908. Αλλά μερικοί από αυτούς θα πρέπει να τοποθετηθούν έως το 1912, μια και είναι γνωστό ότι ο καλλιτέχνης θα επανέλθει έπειτα για να εργασθεί επί μερικά χρόνια στη Γαλλία, όπου θα τους αποτελειώσει από μνήμης, αφού δεν ήταν πια σε θέση να ζωγραφίζει εκ του φυσικού. Στον πίνακα «Το Παλάτσο Ντα Μούλα στη Βενετία», το 1908, φαίνεται η αδιαφορία του καλλιτέχνη για τη βενετική ατμόσφαιρα και τη σχετική ζωγραφική παράδοση. Δεν υπάρχει κανένα κενό που να εκφράζει τον αέρα ή τον ουρανό και το σύνολο βασίζεται σε μια διαδοχή από ανταύγειες και διαφάνειες του νερού και των τοίχων του κτιρίου. Το ίδιο το παλάτι δεν είναι παρά ένα παραπέτασμα, παράλληλο με το επίπεδο του νερού και τοποθετημένο σε μια διάσταση και σε μια απόσταση ακαθόριστη. Ο M. Seitz παρατήρησε ότι μολονότι, χωρίς όγκο και χωρίς βάρος, ο ρυθμός της αρχιτεκτονικής των προσόψεων αρθρώνεται με δύναμη, η επίπεδη και συνεχής φόρμα διαλύεται από το σκοτεινό σχέδιο στις εισόδους και στις γόνδολες και από την προσεκτική διάταξη των λεπτομερειών.
Βιβλιογραφία:
- E.H. Gombrich, 1998, «Το χρονικό της Τέχνης», Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης
- Εγκυκλοπαίδεια έγχρωμη «ΔΟΜΗ», Όλες οι γνώσεις για όλους, Τόμος 10ος, 1975, Εκδόσεις «ΔΟΜΗ» Αθήναι
- Εγκυκλοπαίδεια έγχρωμη «ΔΟΜΗ», Όλες οι γνώσεις για όλους, Πινακοθήκη, 1975, Εκδόσεις «ΔΟΜΗ» Αθήναι
- Τα Μεγάλα Μουσεία του Κόσμου, (Εθνική Πινακοθήκη-Ουάσιγκτων), (Λούβρο-Παρίσι), (Μουσείο Καλών Τεχνών-Βοστώνη), 1970, Εκδόσεις Φυτράκη-Αθήναι
- Ιστοσελίδα της Wikipedia