Για αυτό το 1848, αποφασισμένος να ακολουθήσει μάλλον στρατιωτική σταδιοδρομία, αναχώρησε με ένα εκπαιδευτικό πλοίο του ναυτικού. Την άνοιξη του επόμενου έτους, ύστερα από παραμονή μερικών εβδομάδων στο Ρίο ντε Τζανέιρο, επέστρεψε στη Γαλλία. Με την τελική συγκατάθεση του πατέρα του, άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα ζωγραφικής στο εργαστήριο του γνωστού ακαδημαϊκού ζωγράφου Τομά Κουτύρ. Εκεί συναντήθηκε με τον Αντονέν Προύστ, συμμαθητή του άλλοτε στο κολέγιο Ρολλέν και μέλλοντα βιογράφο του. Ταξίδεψε στην Ιταλία το 1853 και το 1856. Το 1856, εικοσιτεσσάρων ήδη χρονών, εγκατέλειψε οριστικά τον Κουτύρ.
Το 1858, ο Μανέ συνδέθηκε με τον Μπωντλαίρ. Η επίδραση του μεγάλου ποιητή είναι φανερή στον πίνακα «Άνθρωπος που πίνει αψέντι», όπου δεν έγινε δεκτός στο Σαλόν του 1859 και κυρίως στη «Μουσική στον Κεραμικό» το 1860, μια σκηνή της παρισινής ζωής, την οποία επανέλαβαν αργότερα πολύ συχνά οι εμπρεσιονιστές, ζωγραφισμένη με μια γρήγορη τεχνική με κηλίδες, όπου διακρίνεται η επίδραση της ισπανικής ζωγραφικής. Η σημαντικότερη καινοτομία του Μανέ στο έργο αυτό, εκτός από τη χωρίς προκατάληψη απεικόνιση της καθημερινής ζωής, είναι ότι δίνει αποφασιστικά το προβάδισμα στο χρώμα, εγκαταλείποντας το ακαδημαϊκό τελείωμα, το περίγραμμα και το πλάσιμο με φωτοσκιάσεις, και ότι υπερθέτει τόνους όσο το δυνατόν καθαρούς και φωτεινούς. Αυτή είναι η επίδραση της ισπανικής ζωγραφικής.
Το 1861 εμφανίζονται ο «Κιθαριστής», έργο που χάρισε στον καλλιτέχνη την πρώτη αναγνώριση στο Σαλόν και μια πολύ ευνοϊκή κριτική του Τεοφίλ Γκωτιέ και το 1862 οι πίνακες των Ισπανών «Χορευτών», εμπνευσμένοι από τον θίασο του ντον Μαριάνο Καμπρούμπι, στον οποίο ανήκε η περίφημη Λόλα ντε Βαλένθια. Η περίοδος αυτή κλείνει το 1865 με το δεκαήμερο ταξίδι του καλλιτέχνη στην Ισπανία.
Ήδη ο Μανέ είχε αποκτήσει αρκετή φήμη εξαιτίας δύο τεράστιων σκανδάλων που προκάλεσαν οι πίνακες του «Πρόγευμα στη χλόη» το 1863 και η «Ολυμπία» το1865. Ο πρώτος ήταν μια μεγάλη ελαιογραφία την οποία είχε απορρίψει η κριτική επιτροπή του Σαλόν. Σε αυτήν ο καλλιτέχνης είχε προσπαθήσει να επαναλάβει την «Αγροτική συναυλία» του Τζορτζιόνε, με μοντέρνα ενδύματα και με ατμοσφαιρική διαφάνεια. Όχι μόνο το θέμα του πίνακα θεωρήθηκε ανήθικο, αλλά και τα μορφολογικά χαρακτηριστικά του απογοήτευσαν το κοινό. Το σκάνδαλο επανελήφθη μέχρι παροξυσμού με την «Ολυμπία». Στο έργο αυτό, ένα από τα αριστουργήματα της μοντέρνας τέχνης, όπου ο Μανέ συνόψισε με εντελώς προσωπικό τρόπο και με εξαιρετικά φωτεινά και λεπτά χρώματα το σύνολο των πολιτιστικών του εμπειριών, της βενετσιάνικης ζωγραφικής, του Βελάσκεθ και των γιαπωνέζικων χρωμολιθογραφιών, που είχαν διαδοθεί την εποχή εκείνη στους καλλιτεχνικούς κύκλους.
«Η Τραγουδίστρια του δρόμου», το 1862. Μια τραγουδίστρια του δρόμου, που έτυχε να δει ο Μανέ στο Παρίσι, του έδωσε την έμπνευση για αυτόν τον πίνακα. Η πρωτοτυπία στη χρησιμοποίηση ενός τυχαίου θέματος και στην προσέγγισή του χαρακτηρίζουν τον Μανέ, καθώς και όλους τους εμπρεσιονιστές, με τους οποίους συνδεόταν ο Μανέ. Με την πίστη του ότι η τέχνη θα μπορούσε να δημιουργηθεί και από το πιο ταπεινό υλικό, καθώς και με την αντικειμενική του στάση, ο Μανέ επιβεβαίωσε λαμπρά την αντίθεσή του στις ισχυρές ακαδημαϊκές συμβατικότητες της εποχής και στο γούστο που επικρατούσε στα παρισινά Σαλόν. Το τελικό θέμα της «Τραγουδίστριας του δρόμου» είναι το καλλιτεχνικό ένστικτο του Μανέ στην πλήρη έκφρασή του.
«Ο τόνος της σάρκας είναι βρώμικος, η κατασκευή τιποτένια. Αυτή η μαύρη είναι ένα τέρας, με την ηλίθια φάτσα της, με ένα δέρμα που θυμίζει πτώμα». «Όλο αυτό το ανακάτωμα από διάσπαρτα χρώματα, από αδιανόητα σχήματα, είναι μια προκλητική βλακεία».
Με αυτές τις κρίσεις και με άλλες παρόμοιες, υποδέχθηκε ο γαλλικός τύπος, τον Μάιο του 1865, την «Ολυμπία», (1863) του Μανέ. Η πρώτη περικοπή ανήκει στον Θεόφιλο Γκωτιέ. Ο καλλιτέχνης πειράχτηκε βαθιά από τις κρίσεις αυτές, όπως τον πείραξαν και οι βίαιες αντιδράσεις των επισκεπτών της εκθέσεως, που ήθελαν να ξεσχίσουν τον πίνακα. Ο Ντεγκά με την πειραχτική του διάθεση των παρηγορεί. Σήμερα η «Ολυμπία» θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα της ζωγραφικής του 19ου αιώνα και μας είναι δύσκολο να καταλάβουμε για πιο λόγο ξεσήκωσε τόσο σκάνδαλο και προκάλεσε τέτοια αγανάκτηση. Η γυναίκα είναι ξαπλωμένη πάνω σε ένα ανατολίτικο σάλι. Ακουμπισμένη στον αγκώνα, ανασηκώνει το κεφάλι και προσηλώνει το βλέμμα στον θεατή, σαν να μην μπορεί να καταλάβει την ταραχή του. Το μοντέλο είναι λουσμένο στο φως και στα περιγράμματα που τονίζονται με γκρίζο, συγκεντρώνεται, ανάλαφρη η σκιά. Η διάφανη σάρκα βγαίνει από το σκοτεινό βάθος, από όπου ξεπροβάλλουν τα γκρι – ροζ της νέγρας με το μπουκέτο. Η «Ολυμπία» δείχνει, όπως λέει ο Μαρανγκόνι, την αποστροφή του Μανέ για τις εύκολες εντυπώσεις. Είναι μια πρόκληση προς το κακό γούστο και την ηθική ασχήμια της επίσημης και αστικής ζωγραφικής. Με απλά μέσα, ο Μανέ έδωσε συγκεκριμένη μορφή στο ιδανικό του, για ένα όραμα ειλικρινές τόσο που να φθάνει στη βαρβαρότητα.
Στη λιθογραφία του Μανέ «Ιπποδρομίες στο Λονσάν» το 1865, παρατηρούμε την απόδοση των μορφών σε κίνηση. Στην αρχή φαίνεται σαν να μια μπερδεμένη μουτζούρα. Ο Μανέ θέλει να επιτύχει την εντύπωση του φωτός, της ταχύτητας και της κίνησης, με μόνο μια υπόνοια των μορφών που διαφαίνονται μέσα από την σύγχηση. Τα άλογα τρέχουν προς την κατεύθυνσή μας, με μεγάλη ταχύτητα και οι κερκίδες είναι γεμάτες με νευρικό πλήθος. Κανένα από τα άλογά του δεν έχει τέσσερα πόδια. Απλά δεν μπορούμε να δούμε όλα τα πόδια του αλόγου με ένα στιγμιαίο κοίταγμα σε μια τέτοια σκηνή. Δεν μπορούμε επίσης να διακρίνουμε τις λεπτομέρειες στους θεατές. Ο Μανέ μας μεταφέρει για μια στιγμή στη βαβούρα και την κίνηση των ιπποδρομιών που παρακολούθησε, περιγράφοντας μόνο τόσα όσα θα μπορούσε να εγγυηθεί πως κάλυψε το βλέμμα του εκείνη τη στιγμή.
Στον πίνακα «Η εκτέλεση του αυτοκράτορα Μαξιμιλιανού», το 1867, η τραγική όσο και ανώφελη εκτέλεση του Μαξιμιλιανού, που υπήρξε θανάσιμο πλήγμα για τις πολιτικές φιλοδοξίες της Γαλλίας στο Μεξικό, φαίνεται πως είχε εντυπωσιάσει βαθιά τον Μανέ. Στο θέμα, την σύνθεση και τη ζωγραφική τεχνική, ο πίνακας αυτός δείχνει την επίδραση του περίφημου «Los tres de Mayo» («Η 3η Μαΐου») του Γκόγια. Ενώ η πλατιά πινελιά και η καυτή αμεσότητα της σκηνής θυμίζουν το πρότυπο του Γκόγια, οι επίπεδες φόρμες αντικαθρεπτίζουν ένα ανατολίτικο γραφικό στυλ. Οι δίχως πρόσωπα φιγούρες, δίνουν στο επεισόδιο έναν τραχύ ρεαλισμό.
Βιβλιογραφία:
- E.H. Gombrich, 1998, «Το χρονικό της Τέχνης», Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης
- Εγκυκλοπαίδεια έγχρωμη «ΔΟΜΗ», Όλες οι γνώσεις για όλους, Τόμος 10ος, 1975, Εκδόσεις «ΔΟΜΗ» Αθήναι
- Εγκυκλοπαίδεια έγχρωμη «ΔΟΜΗ», Όλες οι γνώσεις για όλους, Πινακοθήκη, 1975, Εκδόσεις «ΔΟΜΗ» Αθήναι
- Τα Μεγάλα Μουσεία του Κόσμου, (Εθνική Πινακοθήκη-Ουάσιγκτων), (Λούβρο-Παρίσι), (Μουσείο Καλών Τεχνών-Βοστώνη), 1970, Εκδόσεις Φυτράκη-Αθήναι
- Ιστοσελίδα της Wikipedia