Εκεί ο Μανέ εξέθεσε την περίφημη «Εκτέλεση του Μαξιμιλιανού», που ήταν μια συγκεκαλυμμένη πολεμική εναντίον του καθεστώτος του Ναπολέοντα Γ’. Αλλά μόνο το 1872 άρχισε να εκδηλώνεται η μεταβολή της κριτικής για τον καλλιτέχνη. Ο διάσημος έμπορος πινάκων Ντυράν Ρυέλ, αγόρασε από τον ζωγράφο έργα αξίας άνω των πενήντα χιλιάδων φράγκων και το 1873 «Το Μποκ» είχε μεγάλη επιτυχία στο Σαλόν.
Από καιρό, ήδη ο ζωγράφος παρακολουθούσε με ενδιαφέρον τις προόδους της ζωγραφικής στην ύπαιθρο, που με πρωταγωνιστή τον Μονέ, αποτέλεσε το μεγάλο γεγονός της εποχής. Αρνήθηκε να λάβει μέρος στην πρώτη έκθεση των εμπρεσιονιστών που οργάνωσαν τον Απρίλιο – Μάιο του 1874 στο φωτογραφείο του Ναντάρ οι φίλοι του Μονέ, Ντεγκά, Ρενουάρ, Πισσαρό, Μπερτ Μοριζό και άλλοι, αλλά το καλοκαίρι πήγε να ζωγραφίσει στο Αρζαντέιγ κοντά στον Μονέ και στον Ρενουάρ. Μετά τη σύντομη επιτυχία του 1873, άρχισαν και πάλι οι απορρίψεις και τα σκάνδαλα.
Το 1874 η κριτική επιτροπή δέχτηκε ένα μόνο πίνακα, από τους τρεις που είχε στείλει ο Μανέ στο Σαλόν, τον «Σιδηρόδρομο». Το 1875 το κοινό διαμαρτυρήθηκε για τον εμπρεσιονιστικό πίνακά του, Αρζαντέιγ και το 1876 για την «Πλύστρα». Το 1877 η κριτική επιτροπή απέρριψε ως ανήθικο τον πίνακά του, «Νανά», με τον οποίο άρχισε μία σειρά έργων εμπνευσμένων από τον νατουραλισμό και τον Ζολά, συγγενικών με τα σύγχρονα έργα του Ντεγκά. Στο διάστημα αυτό άρχισαν να εκδηλώνονται καθαρά τα συμπτώματα της ασθένειας που του είχε ίσως μεταδοθεί κατά τη νεότητά του στη Βραζιλία και τον οδήγησε σε πρόωρο θάνατο. Με πολύ μεγάλη δυσκολία μπορούσε πια να ζωγραφίζει, κυρίως με την ελαφρότερη τεχνική του παστέλ. Παρ’ όλα αυτά ζωγράφισε τότε μερικούς από τους ωραιότερους πίνακές του με άνθη, κήπους και ορισμένες εξαιρετικά δροσερές γυναικείες προσωπογραφίες.
«Η Άνοιξη» και το «Μπαρ στη Φολί Μπερζέρ», έργο εκτελεσμένο με μεγάλη επιμέλεια, ένα από τα αριστουργήματά του, στεφανώνουν την τελευταία περίοδο της δραστηριότητάς του. Ο ζωγράφος παρά την πολεμική, είχε επιβληθεί. Λίγο αργότερα, με πρωτοβουλία του Προύστ, που είχε γίνει υπουργός, ονομάστηκε ιππότης της Λεγεώνας της Τιμής. Αλλά στις 19 Απριλίου του 1883 υπέστη ακρωτηριασμό στο ένα πόδι και πέθανε από γάγγραινα στις 30 του ίδιου μηνός. Στην κηδεία του, ο Ντεγκά είπε περίφημα λόγια: «Δεν ξέραμε ότι ήταν τόσο μεγάλος».
Στον πίνακα «Το Μπαλκόνι» το 1868-1869, τρεις μορφές γέρνουν σε ένα μπαλκόνι και μια τέταρτη ξεχωρίζει στο μισοσκόταδο. Ο καλλιτέχνης διερευνά τις αντιθέσεις ανάμεσα στο φως του ήλιου και στο σκοτάδι που καταπίνει τις μορφές στο εσωτερικό. Τα κεφάλια μοιάζουν επίπεδα. Η γυναίκα στο φόντο δεν έχει σωστή μύτη. Η αριστερή φιγούρα, είναι ένα πορτραίτο της Βέρθας Μοριζό, φίλης του Μανέ. Η κοπέλα είχε τη γνώμη ότι ο ζωγράφος την είχε παραστήσει περισσότερο αλλόκοτη, παρά άσχημη. Στο ύπαιθρο, μέσα στο άπλετο φως της ημέρας, οι στρογγυλές μορφές καμιά φορά μοιάζουν με επίπεδες. Η γενική εντύπωση του πίνακα είναι η αίσθηση του βάθους. Ένας από τους παράγοντες που προκαλούν αυτό το εντυπωσιακό εφέ είναι το έντονο χρώμα του κάγκελου. Είναι βαμμένο με ζωηρό πράσινο, που κόβει οριζόντια τη σύνθεση αψηφώντας τους παραδοσιακούς κανόνες της χρωματικής αρμονίας. Έτσι το κάγκελο προβάλλεται αδρά στο πρώτο πλάνο και η εικόνα υποχωρεί προς το βάθος. Ο πίνακας αυτός δημιούργησε σκάνδαλο. Ο καλλιτέχνης δείχνει την ευστροφία και την τεχνική εμπειρία του, με μια γοργή εκτέλεση, όπου κάθε πινελιά έχει ένα ρόλο καθορισμένο και μια ιδιαίτερη κίνηση.
Το αριστούργημα «Ο Σταθμός Σαίν – Λαζάρ» το 1873, είχε εκτεθεί στο Σαλόν το 1874. Ο δημοσιογράφος Καστανιάρυ έκρινε τη ζωγραφική του πίνακα του Μανέ, γεμάτη φως και υψηλό τόνο. Η σκηνή κυριαρχείται από το βαρύ κιγκλίδωμα, που τη διατρέχει ολόκληρη, σε ελαφριά διαγώνιο. Το κιγκλίδωμα ξεκόβει πάνω στη λευκότητα των εφήμερων ατμών όπου κρύβεται ένα τρένο. Το ακολουθά, με το βλέμμα, ένα κορίτσι, με χοντρό γαλάζιο φιόγκο στο φόρεμα, στο πρώτο πλάνο και στο κέντρο του πίνακα. Η διάταξη είναι από τις πιο πρωτότυπες και τις πιο προσωπικές σε ολόκληρο το έργο του Μανέ. Το μάτι εντυπωσιάζεται πρώτα από τον έξοχο χρωματισμό της εικόνας στο σύνολό της, πριν σταματήσει στο αριστερό τμήμα, εκεί όπου η θαυμαστή μορφή, με τα δάχτυλα ανάμεσα στις σελίδες ενός βιβλίου, κοιτάζει εξεταστικά τον θεατή στη χαρακτηριστική στάση των γυναικών του Μανέ.
Ο Εντουάρ Μανέ, κρύβει κάτω από τη φαινομενικά εύκολη απόδοση της καθημερινής πραγματικότητας, μια μεγάλη μυστική προεργασία που τον συνδέει βαθιά με τη ζωγραφική παράδοση. Στη «Σερβιτόρα» το 1878, διακρίνεται ο νατουραλισμός του και οι ψυχολογικές και τονικές αναζητήσεις του, τη στιγμή που έφτασε σε απόλυτη κυριαρχία της τέχνης του. Το κύριο πρόσωπο προβάλλει επάνω από το ανώνυμο πλήθος του καφενείου. Το πρώτο επίπεδο καταλαμβάνει η μορφή ενός δυνατού καπνιστή πίπας με φαρδιές πλάτες, εκτελεσμένη με χρώματα γαλαζοπράσινο, άσπρο και γκρι. Το δέρμα του προσώπου της νέας είναι ανοιχτό και ζεστό, το στόμα και τα μάτια της λάμπουν από συγκρατημένο αισθησιασμό. Οι χρωματικές αντιθέσεις των ρούχων, η απόδοση του περιβάλλοντος με λίγες, ουσιαστικές πινελιές, τονίζουν την γυναικεία αυτή μορφή και την ανάγουν σε σύμβολο ενός κόσμου, ενός κοινωνικού κύκλου μιας εποχής.
Βιβλιογραφία:
- E.H. Gombrich, 1998, «Το χρονικό της Τέχνης», Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης
- Εγκυκλοπαίδεια έγχρωμη «ΔΟΜΗ», Όλες οι γνώσεις για όλους, Τόμος 10ος, 1975, Εκδόσεις «ΔΟΜΗ» Αθήναι
- Εγκυκλοπαίδεια έγχρωμη «ΔΟΜΗ», Όλες οι γνώσεις για όλους, Πινακοθήκη, 1975, Εκδόσεις «ΔΟΜΗ» Αθήναι
- Τα Μεγάλα Μουσεία του Κόσμου, (Εθνική Πινακοθήκη-Ουάσιγκτων), (Λούβρο-Παρίσι), (Μουσείο Καλών Τεχνών-Βοστώνη), 1970, Εκδόσεις Φυτράκη-Αθήναι
- Ιστοσελίδα της Wikipedia