Ο Χρυσοβαλάντης Στειακάκης είναι Ιστορικός Τέχνης - Δρ. στις «Σπουδές στην Ελληνικό Πολιτισμό» και μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Ιστορικών Τέχνης. Έχει συμμετάσχει σε ερευνητικά προγράμματα τεχνοκριτικής και έχει εργαστεί και εργάζεται ως εκπαιδευτής για το μάθημα της ιστορίας της τέχνης σε Δημόσια και Ιδιωτικά Ι.Ε.Κ. της Αθήνας και της Κρήτης, σε Σ.Δ.Ε. και Κ.Δ.Β.Μ. της Κρήτης, σε Κολλέγιο - Παράρτημα Αγγλικού Πανεπιστημίου στην Κρήτη, καθώς και στη Σχολή Ξεναγών της Αθήνας. Παράλληλα, έχει εργαστεί ως επιμορφωτής στα Εικαστικά Εργαστήρια του Εκπαιδευτικού Tομέα του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης Κρήτης, αλλά και ως αρχαιολόγος στην Κρήτη. Ταυτόχρονα, επιμελείται εικαστικές εκθέσεις και παραμένει ερευνητικά ενεργός, μετέχοντας σε διεθνή και εθνικά συνέδρια ιστορίας της τέχνης, εκδίδοντας μελέτες, αρθρογραφώντας και παραθέτοντας διαλέξεις - ομιλίες που άπτονται ζητημάτων αισθητικής.
Η γλυπτική είναι η αρχαιότερη και πιο καθολική τέχνη. Ο προορισμός της αρχικά ήταν θρησκευτικός και αργότερα μνημειακός και διακοσμητικός, ενώ από τις απαρχές της συνδέεται στενά με την ανθρώπινη μορφή. Από τα τέλη του 19ου αιώνα η ιστορία της γλυπτικής σηματοδοτείται από μια διαδοχή ρήξεων, που έχουν δύο σημαντικές συνέπειες: μια δύσκολη πρόσληψη από το κοινό και μια εξαιρετική ανανέωση καθ' όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα.
Το βιβλίο αποτελεί ένα αντικείμενο της καθημερινής ζωής, τμήμα του υλικού πολιτισμού, και ως εκ τούτου δεν πρέπει να αποκόπτεται από το ευρύτερο ιστορικό, πολιτικό, κοινωνικό, πολιτισμικό περιβάλλον του γιατί τότε υπάρχει κίνδυνος να μην γίνουν διακριτοί οι λόγοι που επέβαλλαν τη δημιουργία του, οι αισθητικές προτιμήσεις του σύγχρονου του κοινού και η εξέλιξή του μέσα στο χρόνο, κάτι που ισχύει, άλλωστε και για όλα τα έργα τέχνης.
Mε το πέρασμα του χρόνου, οι ανάγκες του ανθρώπου αυξάνονται και σταδιακά αρχίζει να διαμορφώνεται το αίτημα για γραφή που, αποτελώντας χαρακτηριστικό της αστικής ζωής, παρακολουθεί την εξέλιξη των κοινωνιών. Όταν κάνει κανείς λόγο για γραφή εννοεί την μεταφορά του προφορικού λόγου σε μια μόνιμη συμβατική μορφή.
To Μανιφέστο του Σουρεαλισμού που κυκλοφόρησε το 1924, υπήρξε ένα από τα πλέον πρωτοποριακά και αμφιλεγόμενα κείμενα της εποχής του και όχι μόνο, που έμελλε να γίνει συνώνυμο του κινήματος του Σουρεαλισμού. Στην προγραμματική αυτή διακήρυξη του κινήματος, γραμμένη από τον ίδιο του τον «ηγέτη», παρουσιάζονται οι απόψεις του André Breton για θέματα, όπως η γλώσσα και η ποίηση, ο αυτοματισμός, η λατρεία της εικόνας, η φαντασία, η ελευθερία, η τρέλα, το όνειρο, η παιδικότητα και ο θάνατος, δίνοντας σε γενικές γραμμές τους στόχους και τις αρχές του σουρεαλιστικού κινήματος.
Το θέμα της «Σαλώμης» και η εικαστική απόδοσής της ανέκαθεν απασχόλησε τους καλλιτέχνες στην πορεία της παραγωγής των εικόνων. Ωστόσο, μελετώντας κανείς την τέχνη του Συμβολισμού, παρατηρεί ότι η απεικόνιση της Σαλώμης γίνεται δημοφιλέστερη την περίοδο από τα μέσα του 19ου αιώνα έως το 1920, κυριαρχώντας σε όλους τους τομείς της τέχνης. (Αριστερή εικόνα: Gustave Moreau, Το Όραμα (L'Apparition), 1874-1876 και 1897, λάδι σε μουσαμά, 142x103 εκ., Παρίσι, Musee Gustave Moreau (Cat.222).
Στην ιστορία και την θεωρία της τέχνης, ένα έργο, ένας καλλιτέχνης, ένα στυλ γενικότερα, αναλύεται, προσεγγίζεται, αποτιμάται και τεκμηριώνεται σύμφωνα με τις βασικές αρχές που έχουν τεθεί από τις καθιερωμένες μεθόδους-σχολές, όπως είναι η μορφολογική, η εικονολογική-εικονογραφική, η αναλυτική-ψυχολογική, η κοινωνικο-ιστορική και η φεμινιστική. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν οι δύο εκ διαμέτρου αντίθετες προσεγγίσεις: η ψυχολογική και η κοινωνικο-ιστορική.
Από την εποχή της καθιέρωσης της ιστορίας της τέχνης ως επιστημονικό κλάδο μελέτης των προϊόντων εικαστικής παραγωγής, ο ρόλος του ιστορικού της τέχνης διαμορφώνεται προσαρμοζόμενος στις απαιτήσεις της εκάστοτε κοινωνικής πραγματικότητας.