Ο Χρυσοβαλάντης Στειακάκης είναι Ιστορικός Τέχνης - Δρ. στις «Σπουδές στην Ελληνικό Πολιτισμό» και μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Ιστορικών Τέχνης. Έχει συμμετάσχει σε ερευνητικά προγράμματα τεχνοκριτικής και έχει εργαστεί και εργάζεται ως εκπαιδευτής για το μάθημα της ιστορίας της τέχνης σε Δημόσια και Ιδιωτικά Ι.Ε.Κ. της Αθήνας και της Κρήτης, σε Σ.Δ.Ε. και Κ.Δ.Β.Μ. της Κρήτης, σε Κολλέγιο - Παράρτημα Αγγλικού Πανεπιστημίου στην Κρήτη, καθώς και στη Σχολή Ξεναγών της Αθήνας. Παράλληλα, έχει εργαστεί ως επιμορφωτής στα Εικαστικά Εργαστήρια του Εκπαιδευτικού Tομέα του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης Κρήτης, αλλά και ως αρχαιολόγος στην Κρήτη. Ταυτόχρονα, επιμελείται εικαστικές εκθέσεις και παραμένει ερευνητικά ενεργός, μετέχοντας σε διεθνή και εθνικά συνέδρια ιστορίας της τέχνης, εκδίδοντας μελέτες, αρθρογραφώντας και παραθέτοντας διαλέξεις - ομιλίες που άπτονται ζητημάτων αισθητικής.
Κήπος της Αιγύπτου ονομάζονταν από παλιά το Φαγιούμ, η περιοχή με την πλούσια βλάστηση και την άφθονη παραγωγή σε ελιές και κρασί. Η αρχαία ονομασία του Φαγιούμ ήταν Σε-ρεσί, που σημαίνει θάλασσα, γιατί ο Νείλος πλημμύριζε κάθε καλοκαίρι και μετέτρεπε το μεγαλύτερο μέρος της περιοχής σε λίμνη. Στους χρόνους των Φαραώ, το Φαγιούμ ονομαζόταν Περ-Σεμπέκ ή Περ Σομπέκ, που σημαίνει «Κατοικία του Σεμπέκ». Εκεί λατρευόταν ο ιερός κροκόδειλος, ο θεός Σεμπέκ, που είχε τη μορφή κροκόδειλου. Οι Έλληνες ονόμασαν τη μητρόπολη, Κροκοδείλων Πόλη, ενώ αργότερα στους χρόνους των Πτολεμαίων ήταν γνωστή ως Αρσινόη, από το όνομα της γυναίκας και αδελφής του Πτολεμαίου Β΄ του Φιλάδελφου.
Με τον όρο ρωμαϊκή εποχή, εννοούμε την περίοδο από τον 1ο αιώνα π.Χ. και πιο συγκεκριμένα από το 86 π.Χ. που γίνεται η κατάληψη της Αθήνας από τον Σίλα και το 31 π.Χ. που γίνεται η κατάληψη της Αιγύπτου από τον Οκταβιανό έως και τον 2ο αιώνα μ.Χ. με την αρχή της εμφάνισης του χριστιανισμού σε πρώιμο και όχι επίσημο στάδιο.
Κινούμενος σε απόλυτα αφαιρετικές διαδρομές, ο Μιχάλης Βουζουνεράκης στη σειρά «Reflections», η οποία φιλοξενείται στο Ostria Resort & Spa (Ιεράπετρα, Καθαράδες, Κρήτη, Ελλάδα) από τις 08/07/2016 έως τις 30/09/2016, παρουσιάζει 18 μοντερνιστικά, βιολογικών διαστάσεων, γλυπτά εν είδει στοχασμού που καταγράφει την έως τώρα πλαστική του πορεία.
Στα χρόνια που μεσολάβησαν από τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου το 323 π.Χ. έως το 31 π.Χ., η τέχνη είναι άμεσα εξαρτημένη από τις εξελίξεις σε κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό επίπεδο.
Κατά τους πρώιμους κλασικούς χρόνους (475-450 π.Χ.) οι αρχαϊκές συμβατικότητες εγκαταλείπονται, παραχωρώντας σταδιακά τη θέση τους σε μια πιο ελεύθερη απόδοση των μορφών και των συνθέσεων που διακρίνει κανείς στο τοπίο της κεραμεικής.
Κατά τους χρόνους της ώριμης κλασικής εποχής (450-390 π.Χ.), η προώθηση των δημοκρατικών θεσμών στην πόλη της Αθήνας με τις μεταρρυθμίσεις του Θεμιστοκλή, του Εφιάλτη και του Περικλή έφτασε στο απόγειό της.
Με την άνοδο της τάξης των ναυτικών, εμπόρων και βιοτεχνών, την πτώση της τυραννίδας των Πεισιστρατιδών και τις μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη (508/7 π.Χ.), ωριμάζουν στην Αττική οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες για έναν πιο υπεύθυνο και δημιουργικό ρόλο του πολίτη μέσα στα πλαίσια της πόλης - κράτους, που αποτελεί τον πυρήνα του πολιτικού βίου των Αθηναίων.
Από το τελευταίο τέταρτο του 7ου αιώνα π.Χ. στην αττική αγγειογραφία επικρατεί ο μελανόμορφος ρυθμός τον οποίο είχαν εφεύρει οι αγγειογράφοι της πρωτοκορινθιακής κεραμεικής. Η διακόσμηση των αγγείων γινόταν με μαύρο γάνωμα πάνω στην ανοιχτόχρωμη επιφάνεια των αγγείων. Οι λεπτομέρειες των μορφών και της διακόσμησης χαράσσονταν πριν το ψήσιμο έχοντας δεχτεί πιθανώς επιδράσεις από τη μεταλλοτεχνία. Με τη χρήση του λευκού και του πορφυρού χρώματος διακρίνονταν οι γυναίκες από τους άνδρες.
Στη διάρκεια της αρχαϊκής περιόδου -7ος – 6ος αιώνας π.Χ.- δύο είναι οι βασικοί αρχιτεκτονικοί ρυθμοί που αναδύονται επηρεάζοντας τις εξελίξεις στο πεδίο της αρχιτεκτονικής των επόμενων χρόνων.
Η αρχαϊκή περίοδος -7ος και 6ος αιώνας π.Χ.- είναι μια εποχή μεγάλων κοινωνικών και πολιτικών αλλαγών, όπου η οικονομία εξακολουθεί να είναι κυρίως αγροτική, αν και η ναυτιλία, το εμπόριο και η βιοτεχνία παρουσιάζουν μια σταθερά προοδευτική ανάπτυξη. Οι ανακατατάξεις στο κοινωνικό, πολιτικό, οικονομικό πεδίο συμβάλουν στη ραγδαία ανάπτυξη των τεχνών, και δη της γλυπτικής αυτών των χρόνων.