Ο όρος «Επτανησιακή Σχολή» για την περιοχή της ζωγραφικής πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον Γ.Μαυρογιάννη το 1894 και έτσι υιοθετήθηκε από όλους σχεδόν τους μετέπειτα μελετητές. Παρά το γεγονός ότι η ζωγραφική των Επτανήσων μελετάται ως ενιαίο σύνολο, είναι σημαντικό να διευκρινιστεί πως κάθε περιοχή εξελίχθηκε με διαφορετικό ρυθμό. Έτσι, στην Κέρκυρα, που αποτέλεσε το διοικητικό κέντρο της ευρύτερης περιοχής, έδρασε ο Παναγιώτης Δοξαράς (1662-1729), ο οποίος σηματοδότησε την αρχή της «Επτανησιακής Σχολής»1. Ασχολήθηκε κυρίως με την προσωπογραφία, «εφαρμόζοντας τις βενετοκρητικές τεχνικές του συνδυασμού φωτός και χρωμάτων»2, ενώ εικονογράφησε μνημειακά έργα, όπως την Ουρανία (οροφή) του Αγίου Σπυρίδωνα, «κατά το σύστημα των δυτικών εκκλησιών του μπαρόκ, αλλά και με αναφορές στη θριαμβική σύνθεση του Veronese από το δουκικό παλάτι της Βενετίας»3. Στο ίδιο νησί, ο Παύλος Προσαλέντης (1784-1837), που υπήρξε μαθητής του Antonio Canova στη Ρώμη, ίδρυσε το 1805 την πρώτη σχολή Γλυπτικής και Ζωγραφικής, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις μιας καλλιτεχνικής παιδείας δυτικού χαρακτήρα, «αναλαμβάνοντας από απλές διακοσμητικές συνθέσεις μέχρι μεγάλα έργα»4.
Αξιόλογη καλλιτεχνική παραγωγή στην Κέρκυρα είχαν, επίσης, οι Γεώργιος Χρυσολωράς και Σπυρίδων Σπεράντζας, με τον πρώτο να «ισορροπεί μεταξύ της βυζαντινής παράδοσης και της ιταλικής τεχνοτροπίας» και τον δεύτερο «να έχει αποβάλει κάθε ενδοιασμό στη χρήση νέων προτύπων»5.
Το έργο όλων των παραπάνω καλλιτεχνών παρουσιάζει τις κατευθύνσεις της κερκυραϊκής κοσμικής ζωγραφικής μέσα στο γενικότερο πλαίσιο της επτανησιακής, με σαφή την προτίμηση στις ρεαλιστικές διατυπώσεις. Ωστόσο, λόγω του ότι οι σημαντικότεροι κερκυραίοι καλλιτέχνες έμειναν για μικρό διάστημα στο νησί, η επτανησιακή ζωγραφική αντιπροσωπεύεται χαρακτηριστικότερα από το νησί της Ζακύνθου, το οποίο συγκεντρώνει τα περισσότερα και πιο σημαντικά έργα της περιόδου αυτής.
Εκεί εργάστηκαν ο Ιερώνυμος Πλακωτός (1670-1728) και ο Στέφανος Παζηγέτης, των οποίων ελάχιστα έργα σώζονται. Ο πρώτος επαινείται συχνά από τους ιστορικούς, κυρίως για την ικανότητά του στη σύνθεση έργων κατά τον τύπο της φλαμανδικής τέχνης του 17ου αιώνα, με έντονη εκφραστικότητα και διάθεση επίδειξης των συναισθημάτων. Τα ίδια χαρακτηριστικά φέρουν τα λίγα έργα του γιου του Παναγιώτη Δοξαρά, Νικόλαου (1700-1775). Ειδικά η εικονογράφηση της Ουρανίας της Παναγίας της Φανερωμένης εξυμνείται από κριτικούς, όπως ο Ζ. Παπαντωνίου και ο Α. Προκοπίου. Μαθητής του Νικολάου Δοξαρά ήταν ο Σπυρίδων Βεντούρας (1761-1835), που ζωγράφισε κυρίως αγιογραφίες, γυμνά και πορτρέτα, ενώ ο Ιωάννης Κοράης εισήγαγε το θέμα της λιτανείας, όπου παρουσιάζεται η κοινωνική διαστρωμάτωση της εποχής. Τέλος, ιδιαίτερα σημαντικός είναι ο Νικόλαος Κουτούζης (1741-1813), ο οποίος μαθήτευσε στο εργαστήριο του Giovanni Battista Tiepolo στη Βενετία. Στη Ζάκυνθο, παρήγαγε μεγάλο αριθμό έργων θρησκευτικού περιεχομένου, καθώς και σημαντικές προσωπογραφίες, που θυμίζουν τη γενιά των καλλιτεχνών της ύστερης Αναγέννησης. Χρησιμοποιούσε έντονες αντιθέσεις φωτός και σκιάς, «ενώ τα θρησκευτικά θέματα ήταν για τον ίδιο μια πρόκληση για να αναπαραστήσει την καθημερινή ζωή»6.
Ο Νικόλαος Καντούνης (1767-1834), ήταν μαθητής του Ιωάννη Κοράη και παρουσίασε σημαντικό έργο, με πολλούς μελετητές να τον περιγράφουν ως συνεχιστή του Κουτούζη7. Υπήρξε μέλος της Φιλικής Εταιρείας, εργάστηκε για την προετοιμασία της Επανάστασης του 1821, ενώ φυλακίστηκε από τους Άγγλους στο μοναστήρι «της Κυράς», νοτιοδυτικά της Κεφαλονιάς. Εκεί ολοκλήρωσε σημαντικά έργα, ενώ μαθητές του υπήρξαν οι Γεράσιμος Πιτζαμάνος, Διονύσιος Καλλιβωκάς, Αντώνιος Ρήφιος και Διονύσιος Τσόκος, η ζωγραφική των οποίων έτεινε προς τον κλασικισμό και από πολλούς θεωρήθηκε μετρίου επιπέδου8.
Οι κρίσεις των μελετητών για τον Καντούνη δεν συμφωνούν. Έτσι, ενώ ο Ν. Καλογερόπουλος θεωρεί ότι είναι ο «υπεροχώτερος των Ζακυνθίων καλλιτεχνών», ο Α. Προκοπίου παρατηρεί ότι ο Καντούνης ξεπέρασε τον Κουτούζη ως προς τον «μηχανικό βενετσιάνικο φορμαλισμό του». Ο Α.Χαραλαμπίδης ερμηνεύει τις απόψεις αυτές, εξηγώντας ότι οι μελετητές προσπάθησαν να αξιολογήσουν τη θέση του καλλιτέχνη στην εξελικτική πορεία της επτανησιακής ζωγραφικής, με τον πρώτο να τοποθετεί τον Καντούνη στην ακμή της και τον δεύτερο στην αρχή του τέλους της9.
Η καλλιτεχνική παραγωγή των Επτανήσων ήταν αναμφίβολα αξιόλογη. Παρ' όλα αυτά, οι μελετητές εντόπισαν το πρόβλημα της «κλειστότητας» του φαινομένου της10. Η τέχνη αυτή δεν βρήκε απήχηση στην υπόλοιπη τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, καθώς εκεί κυριαρχούσε μια μεταβυζαντινή νοοτροπία, που συχνά συναντούσε τη λαϊκή τέχνη. Επιπλέον, δεν θα πρέπει να παραλειφθεί, αυτό που ο Σ. Λυδάκης επισημαίνει, ότι «ο συντηρητικός της χαρακτήρας προερχόταν και από την ανάγκη να διασωθούν οι πάτριες παραδόσεις, που θα βοηθούσαν την Ελλάδα να ανταπεξέλθει στο στενό κλοιό του Ισλαμισμού»11. Έτσι, η επτανησιακή τέχνη αποκτά, κατά τον Α. Χαραλαμπίδη, το χαρακτήρα τοπικού φαινομένου.
Παρά το γεγονός πως σχεδόν όλοι οι αξιόλογοι ζωγράφοι στα Επτάνησα παρέμεναν και αγιογράφοι, η σπουδαιότητα της τέχνης της περιοχής έγκειται στην έμφαση στην υλική υπόσταση των πραγμάτων, καθώς και στην προσπάθεια αποτύπωσης των ανθρώπινων συναισθημάτων, που οδήγησαν στην κοσμική ζωγραφική, με κυριότερη έκφανσή της την προσωπογραφία. Ο Χ. Χρήστου επισημαίνει πως «κοινά χαρακτηριστικά των ζωγράφων της επτανησιακής τέχνης είναι η μελέτη και η αντιγραφή έργων μεγάλων καλλιτεχνών της Αναγέννησης, η απασχόληση με την προσωπογραφία και η αδυναμία τους να ξεπεράσουν μια κάποια ακαδημαϊκή ωραιοπάθεια».
Για τους περισσότερους μελετητές, η άνθισή της συνδέθηκε με τις πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες της περιοχής, ενώ τα ρεαλιστικά της χαρακτηριστικά έγιναν εντονότερα με το πέρασμα του χρόνου, καθ' όλη τη διάρκεια του ενάμιση σχεδόν αιώνα παρουσίας της.
Υποσημειώσεις:
1 Ο όρος «Επτανησιακή Σχολή» για την περιοχή της ζωγραφικής χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1894 από τον Γ. Μαυρογιάννη και υιοθετήθηκε από τους μετέπειτα μελετητές.
2 Μ.Παπανικολάου, Η ελληνική τέχνη του 18ου και 19ου αιώνα, Εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 2005.
3 Αλ.Χαραλαμπίδης, Συμβολή στη μελέτη της επτανησιώτικης ζωγραφικής του 18ου και 19ου αιώνα, Εκδόσεις ΙΜΙΑΧ, Ιωάννινα, 1978.
4 Αθ.Χρήστου, Η γλυπτική στα Ιόνια νησιά, Κέρκυρα, 1995.
5 Μ.Παπανικολάου, ό.π., σ.28.
6 Μ.Παπανικολάου, ό.π., σ.32.
7 Αλ.Χαραλαμπίδης, ό.π., σ.55.
8 Αλ.Χαραλαμπίδης, ό.π., σ.15.
9 Αλ.Χαραλαμπίδης, ό.π., σ.55.
10 Στ.Λυδάκης, Η ιστορία της νεοελληνικής ζωγραφικής, τ.3, Εκδόσεις Μέλισσα, Αθήνα, 1976, σ.35.
11 Στ.Λυδάκης, ό.π., σ.35.
Προτεινόμενη Βιβλιογραφία:
- Κωτίδης Αντ., Ελληνική τέχνη, ζωγραφική 19ου αιώνα, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1995.
- Λυδάκης Στ., Η ιστορία της νεοελληνικής ζωγραφικής, τόμος 3, Εκδόσεις Μέλισσα, Αθήνα, 1976.
- Μισιρλή Ν., Ελληνική ζωγραφική 18ος-19ος αιώνας, Εκδόσεις Αδάμ, Αθήνα, 1993.
- Παπανικολάου Μ., Η ελληνική τέχνη του 18ου και 19ου αιώνα, Εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 2005.
- Χαραλαμπίδης Άλ., Συμβολή στη μελέτη της επτανησιώτικης ζωγραφικής του 18ου και 19ου αιώνα, Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών, Ίδρυμα Μελετών Ιονίου και Αδριατικού Χώρου, Ιωάννινα, 1978.
- Χρήστου Αθ., Η γλυπτική στα Ιόνια νησιά, διδ.διατριβή, Κέρκυρα, 1995.
- Χρήστου Χρ., Η ελληνική ζωγραφική 1832-1922, Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα, 1981.