Δεν είναι λίγοι όσοι ισχυρίζονται ότι η ζωγραφική τέχνη πηγάζει από τον ψυχικό κόσμο του καλλιτέχνη και απευθύνεται αποκλειστικά στον ψυχικό κόσμο του αποδέκτη της, στην ανακίνηση των συναισθημάτων και την κινητοποίηση του ασυνείδητου του παρατηρητή της. Η παραδοχή αυτή ενισχύεται από έργα μοντέρνας και μεταμοντέρνας τέχνης, τα οποία στην πλειονότητά τους χαρακτηρίζονται ως ανεικονικά.
Προς αμφισβήτηση των παραπάνω, ότι δηλαδή η ζωγραφική δεν στοχεύει στη νόηση του φιλότεχνου κοινού, θα παραθέσω ορισμένα ενδεικτικά αποσπάσματα που άντλησα από το βιβλίο του Ενρί Μισώ
(εκδόσεις Άγρα, 2008).
Ο συγγραφέας του εν λόγω βιβλίου διατυπώνει ως ακολούθως την απόφασή του να επικεντρωθεί στο ζωγραφικό έργο του μεγάλου υπερρεαλιστή ζωγράφου:
«Οι πίνακες του Ρενέ Μαγκρίτ, που χρησίμεψαν εδώ κατά κάποιο τρόπο σαν "ερεθίσματα για διαλογισμό", γενικά προσφέρονται για ονειροπολήσεις? και αμηχανία [?]. Ήθελα κυρίως να μάθω πού θα με οδηγούσαν αυτοί οι πίνακες, πώς θα με κουβαλούσαν, πώς θα μου αντιστέκονταν, ποιες επιθυμίες θα ξυπνούσαν μέσα μου, ποιες σκέψεις, ποιες θα ήταν οι απαντήσεις μου στις σφίγγες και ποιες οι συναντήσεις, ποιες οι αρνήσεις μου να συναντηθώ».
Ο Μισώ, παρατηρώντας τον τρόπο με τον οποίο αποδίδεται ο φυσικός κόσμος και τα στοιχεία που τον συνθέτουν σε πίνακες του Μαγκρίτ, συλλογίζεται:
«Η φύση είναι ένας πίνακας που μονάχα ο ζωγράφος μπορεί με ευκολία να στήσει ανάποδα και να της αφαιρέσει έτσι το βασίλειό της, το βασίλειο της απαρασάλευτης «θέσης» της, κάνοντάς την να υποχωρήσει, φέρνοντάς την τα πάνω κάτω, αλλοιώνοντάς την ως την αιωνιότητα (αυτήν τουλάχιστον του πίνακά του)».
Ας θυμηθούμε αντιπροσωπευτικά έργα του Μαγκρίτ: «Το δηλητήριο» (1939), «Ωραίες πραγματικότητες» (1964), «Οι αναμνήσεις ενός αγίου» (1960), «Το εσωτερικό βλέμμα» (1942), «Το ξυπνητήρι» (1957). Η επιθυμία του ζωγράφου να ανατρέψει την ισορροπία του φυσικού κόσμου και να ανασυστήσει μια νέα τάξη πραγμάτων είναι κατάδηλη. Ο καλλιτέχνης προτείνει μια αναδιαμορφωμένη πραγματικότητα, που υπαγορεύεται από τη δική του οπτική σκοπιά. Μια πραγματικότητα που λειτουργεί υπονομευτικά και σαφώς αντιστικτικά προς την υπάρχουσα. Και εάν η υπάρχουσα υφίσταται με την πάροδο του χρόνου διαρκείς μεταβολές και αλλοιώσεις, η πραγματικότητα του Μαγκρίτ κερδίζει -θα έλεγε κανείς- το αναλλοίωτο του χαρακτήρα της μέσα από την τέχνη.
Για εκείνον που θα μπορέσει να αντιληφθεί, πέρα από τις σχέσεις συμφωνίας και τις σχέσεις ασυμφωνίας που αναπτύσσονται μεταξύ των οικείων αντικειμένων που μας περιβάλλουν, «η κλειστή πόλη ανοίγεται, αυτή η ίδια που τον κράταγε φυλακισμένο».
Όμως ο άνθρωπος έχει φύσει ανάγκη από τη φυλακή, ίσως γιατί νιώθει στο βάθος του εξαιρετικά ανασφαλής. Ο Μισώ υπογραμμίζει: «Δεν θα μπορεί να κάνει χωρίς την φυλακή. Η συνήθεια, η εξασφαλισμένη ηδονή να μπορεί περιοδικά να την καταστρέφει, να την εξαφανίζει, να τη χαλάει και να τη γελοιοποιεί, τον κρατά δέσμιο προς το παρόν. Φυλακισμένος; Όχι φυλακισμένος; Αλλιώτικα φυλακισμένος».
Και όσο και αν η φυλακή σε μια νέα πραγματικότητα που μας προτείνεται είναι προτιμητέα έναντι αυτής που η ζωή και οι καθημερινές συμβάσεις μας επιβάλλουν, ο συγγραφέας που εμπνεύστηκε από το υπερρεαλιστικό έργο του Μαγκρίτ δεν μπορεί παρά να ομολογήσει την παντοδυναμία των υπαρχόντων βιωμάτων και των συνηθειών, συντασσόμενος εν τέλει με όσα καταγράφει ο μεγάλος Αλεξανδρινός ποιητής στο ποίημά του «Η πόλις»:
«Ξανάρχεται η καθημερινότητα, κουβαλώντας το βάρος από χιλιάδες αλλοτινές συναντήσεις. Ξανάρχεται, κρατώντας επάνω της απομεινάρια και τον ίλιγγο της αιωνιότητας. Υποδεχτείτε το κοινότοπο. Αυτό προπάντων έχει το χρέος να επιστρέψει. Τίποτα δεν μπορεί να στηρίξει το ανοίκειο όσο το κοινότοπο. Η απρόσμενη συνθήκη δεν το συντρίβει, αλλά βυθίζεται μέσα του και η ίδια. Μετά από έναν στιγμιαίο κλονισμό επανέρχεται, ήσυχο, δεμένο στη συνήθεια, όπως το βήμα στο πλακόστρωτο. Το ασυνήθιστο, το αλλόκοτο συνταίριασμα, δεν κατόρθωσε να νικήσει το συνηθισμένο, δεν το διέλυσε».
Υ.Γ. Σε πείσμα όσων προαναφέρθηκαν, η γράφουσα, ελπίζοντας «για τα αλλού», αναζητά ακόμα «καινούριους τόπους» και «άλλες θάλασσες» στις οδούς της καλλιτεχνικής έκφρασης. Και ο Μαγκρίτ είναι αναμφίβολα ένας από τους καλλιτέχνες που αναλαμβάνει πολύ συχνά το πηδάλιο της περιδιάβασής της σε νέες πόλεις?. Η διαδρομή είναι μαγευτική. Εμπιστευθείτε τον?