Είναι αξιομνημόνευτη η τάση των δημιουργών, να αντικρίζουν με δυσπιστία, έχοντας πλέον διαγράψει μια πολυετή διαδρομή στο χώρο της τέχνης, τα πρώτα δείγματα της καλλιτεχνικής τους έκφρασης. Πολλοί είναι οι εικαστικοί καλλιτέχνες, οι μουσικοί, οι συγγραφείς, οι οποίοι δε διστάζουν ακόμη και να αποκηρύξουν δημοσίως τα πρωτόλεια έργα τους, επικαλούμενοι ότι είναι ατελή και ως εκ τούτου, δεν αντιπροσωπεύουν σε καμία περίπτωση το προσωπικό τους καλλιτεχνικό στίγμα.
Στον αντίποδα μιας τέτοιας στάσης, συναντούμε τον νομπελίστα ποιητή μας,
Οδυσσέα Ελύτη, ο οποίος στα
«Ανοιχτά Χαρτιά» καταθέτει μια ενδιαφέρουσα, κατά την εκτίμησή μου, οπτική αναφορικά με τα πρώτα του γραπτά κείμενα. Ο ποιητής, αφού έχει δηλώσει με σαφήνεια ότι η διαφάνεια αποτελούσε ανέκαθεν το ιδανικό της ποιητικής τέχνης του, παραδέχεται ότι πέτυχε σχετικά νωρίς να εκφράσει την καθαρότητα του ψυχισμού, η οποία όμως δεν αποκάλυπτε ταυτοχρόνως και τη διαφάνεια των νοημάτων.
Παραθέτω ακολούθως το σχετικό απόσπασμα:
«Η διαφάνεια των νοημάτων ήταν κάτι διαφορετικό? κι ώσπου να βρω κάποιον τρόπο ν? ανταποκριθώ σ? αυτήν, γνώρισα περιπλανήσεις κι έφτασα σε υπερβολές, που άφησαν βαθιά τα σημάδια τους πάνω στα πρώτα μου κείμενα. Καθώς τα ξαναδιαβάζω σήμερα, μαζί με τη γοητεία, που είναι φυσικό να φέρνει το ξαναζωντάνεμα μιας ?ηρωικής εποχής?, αισθάνομαι, την ίδια στιγμή, και μια έντονη απώθηση. Ενθουσιασμοί αδικαιολόγητοι, κάποτε, μπορώ να πω, και αντιπαθητικοί, φράσεις με απίθανο αλλά όχι, δυστυχώς, πάντοτε και αβίαστο μήκος, λυρικές εξάρσεις χωρίς αντίκρισμα, γλωσσικοί ακροβατισμοί και φραστικά πυροτεχνήματα, γενικά μια περίσσεια λόγου που, κοντά στ? άλλα, δε μ? άφησε ποτέ να μιλήσω με τρόπο ευθύγραμμο γι? αυτά που αποτελέσανε, πιστεύω, τα κίνητρα και τη δικαίωση της ζωής μου».
Ως εδώ, μας ξαφνιάζει η εντιμότητα με την οποία ο Ελύτης αναγνωρίζει από τη μία τη γοητεία της πρώτης λογοτεχνικής - ηρωικής περιόδου, και την ίδια στιγμή την εμφανή ελλειμματικότητα που χαρακτηρίζει τις πρώτες συγγραφικές του απόπειρες. Οι περισσότεροι από εμάς, διαβάζοντας τα παραπάνω, θα εστιάζαμε στα συγγραφικά ολισθήματα που ο ίδιος ο Ελύτης με παρρησία μάς αποκαλύπτει. Ο ποιητής μιλάει χωρίς επιείκεια για την εφηβική τάση του να εντυπωσιάσει, συνθέτοντας έναν επιτηδευμένο ποιητικό λόγο. Κι ενώ θα έλεγε κανείς πως έπειτα από μια αυστηρότατη αυτοκριτική, ο Ελύτης θα έφτανε στο σημείο να απορρίψει τα πρώτα του ποιήματα, απεναντίας ο ίδιος, αναφέρει -προς έκπληξη όλων- τα ακόλουθα:
«Δεν πειράζει? μήτε τ? απαρνιέμαι αυτά τα κείμενα μήτε δοκιμάζω, στη βασική τους δομή τουλάχιστον, να τα διορθώσω. Αντιπροσωπεύουν στα μάτια μου την εποχή που, για έναν έφηβο, το γράψιμο δεν μπορούσε να? ναι παρά μια συνειδητή, αδιάλλαχτη και αδιάκοπη άσκηση ανορθοδοξίας. Όταν έπιανα την πένα, θυμάμαι, ήθελα να αισθάνομαι πριν απ? όλα ελεύθερος?.Ήθελα στο βάθος, να τραγουδήσω αλλιώς απ? ό, τι τραγουδάνε οι άλλοι ? κι ας ήτανε φάλτσα. Θέλω να πω πως το βάρος της γοητείας έπεφτε στην παράβαση? που σιγά ? σιγά με τα χρόνια, είδα ότι ήταν πολύ περισσότερο μια πρόγευση της βαθύτερης αλήθειας, που κουβαλά μέσα της η νεότητα χωρίς να το γνωρίζει, παρά μια σκέτη αυθαιρεσία, ώστε να την κρίνεις με συγκατάβαση και να την προσπεράσεις. Και πως, στο κάτω ? κάτω, αν με είχε οδηγήσει στ? αμαρτήματα που απαρίθμησα, έφταιγε η απειρία μου η προσωπική και όχι, καθόλου, η ίδια η αρχή, που μ? έβαζε να δυσπιστώ σε κάθε τι παραδεγμένο και συστηματικά να το αντιστρατεύομαι».
Ο νομπελίστας ποιητής αρνείται να απαρνηθεί τα πρώτα του ποιητικά κείμενα, έστω κι αν έχει προηγουμένως επισημάνει τα μελανά τους σημεία, έστω κι αν αναγνωρίζει την ποιητική αυθάδεια που του υπαγόρευε το νεαρό της ηλικίας του. Ο Ελύτης δε δέχεται να απαρνηθεί τα πρώτα του ποιήματα, επειδή ακριβώς σε αυτά συναντά την αυθεντική ιδεαλιστική διάθεση ενός εφήβου, ο οποίος αισθάνεται την ανάγκη να αμφισβητήσει κάθε συμβατικότητα και οποιαδήποτε επιταγή του ποιητικού κατεστημένου της εποχής του. Ο ποιητής αποδέχεται τα πρώτα δείγματα της ποιητικής του γραφής, επειδή εκφράζουν τον πόθο του να αντισταθεί, μέσω αυτών, στην τυποποίηση, τη συρρίκνωση και τον αποστειρωμένο τρόπο έκφρασης που αποτελούσε το ζητούμενο στο χώρο της ποίησης και εν γένει της τέχνης των συγχρόνων του. Η βαθύτερη εσωτερική αλήθεια ενός ελεύθερου ανθρώπου που ένιωθε ότι ήθελε να εκφραστεί με τρόπο διαφορετικό, αρκούσε για να καταστήσει αποδεκτά στον αναγνωρισμένο πια ποιητή, τα πρωτόλεια ποιήματά του.
Έπειτα από τα παραπάνω, προκύπτουν δύο ζητήματα προς διερεύνηση: Πρώτον, θα άξιζε να διερωτηθούμε πόσοι είναι εκείνοι οι δημιουργοί που έχουν τη δυνατότητα να εντοπίσουν ότι η εσωτερική αλήθεια των νοημάτων που οφείλει να εμπεριέχεται στην πρώιμη καλλιτεχνική δημιουργία αποτελεί το πρωταρχικό ζητούμενο, το οποίο μάλιστα δύναται να υπερφαλαγγίσει τις όποιες αδυναμίες στην έκφραση; Κι ακόμα: Πόσοι δημιουργοί από εκείνους που, έχοντας διαγράψει μια πορεία στα καλλιτεχνικά δρώμενα κι έχουν προαποφασίσει ότι δεν επιθυμούν να αποποιηθούν το πρώιμο έργο τους, έχουν το θάρρος να αποκαλύψουν προηγουμένως μία προς μία τις όποιες αδυναμίες του;