«Στο έσχατο βάθος η αισθητική και η ηθική συμπίπτουν». Η φράση αυτή του Wittgenstein ανακάλεσε στη μνήμη μου την πεποίθηση που διατρέχει τη σκέψη του Πλάτωνα, αλλά και του Περικλή, ηγέτη της Αρχαίας Αθήνας των κλασικών χρόνων, ότι το καλόν (δηλαδή το ωραίο) ηθικοποιεί τον θεατή του και καθιστά αγαθούς (δηλαδή ηθικά ενάρετους) τους πολίτες. Με αφορμή αυτά, αποφάσισα να ανατρέξω σε σχετική βιβλιογραφία, προκειμένου να αντλήσω πληροφορίες που τεκμηριώνουν θεωρητικά την παραπάνω ενδιαφέρουσα παραδοχή.
Η αναζήτησή μου με οδήγησε στο βιβλίο του Ιάσονα Ευαγγέλου με τίτλο «Αισθητική και Τέχνη» (εκδόσεις Σαββάλας). Στις σελίδες του διάβασα ένα εξαιρετικά ευαίσθητο συσχετισμό μεταξύ της αισθητικής και της ηθικής αξίας.
Σας παραθέτω αυτούσια τη σκέψη του συγγραφέα: «Η διάκριση ανάμεσα σε μια ηθική αξία και μια αισθητική μπορεί να επισημανθεί με την αντίθεση που υπάρχει ανάμεσα στην εργασία και το παιχνίδι. Η εργασία είναι ένα καθήκον δεσμευτικό και υποχρεωτικό, ενώ το παιχνίδι είναι μια δραστηριότητα ελεύθερη και προαιρετική. Η ηθική αποβλέπει στην αποφυγή του κακού και την επιδίωξη του καλού, ενώ η αισθητική αποσκοπεί μόνο στην απόλαυση (θεωρούμενη ως φυσικό και πνευματικό καλό). Όλα αυτά όμως δεν σημαίνουν ότι η εργασία π.χ. είναι χρήσιμη και το παιχνίδι άχρηστο, ή ότι δεν υπάρχει κανένας συσχετισμός και αλληλεπίδραση ανάμεσα στις δύο αυτές δραστηριότητες, δεδομένου μάλιστα ότι η καλλιτεχνική δημιουργία πολύ απέχει από το παιχνίδι.
Μέσα στο Ωραίο ενυπάρχει κάποιο ήθος (όπως μέσα στην αλήθεια υπάρχει κάποια ομορφιά). Η καθαρή και ακριβής έκφραση, η αρχιτεκτονική της μορφής και της ουσίας, η αρμονία και ο ρυθμός, η ισορροπία των μερών, η αναλογία των σχέσεων, η συμμετρία, η τάξη των σχημάτων και η ελευθερία των αναζητήσεων, η ευρηματικότητα του σπάνιου και του εκλεκτού, η αποκάλυψη της ανθρώπινης ευαισθησίας, η αισθητική κάθαρση και εσωτερική τέρψη, η πνευματική ευφορία και άνωση, καθώς και τόσα άλλα γνωρίσματα του Ωραίου, επηρεάζουν ηθικά την ψυχή, και δημιουργούν ήθος, την εξαγνίζουν, το λυτρώνουν».
Ο συγγραφέας προβαίνει στο συσχετισμό της ηθικής αξίας με την εργασία, ως μίας δέσμευσης που στοχεύει στην αναζήτηση του καλού και, αντιστοίχως, της αισθητικής αξίας με το παιχνίδι, ως μιας δραστηριότητας που στοχεύει στην απόλαυση του σώματος και του πνεύματος. Ο συσχετισμός αυτός, βεβαίως, σε καμία περίπτωση δεν καθιστά την ηθική αξία πολύτιμη σε μια κοινωνία και μη χρήσιμη την αισθητική. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, στην ομορφιά υπάρχει ήθος, το οποίο στοιχειοθετείται με ακρίβεια στην απόδοση ενός καλλιτεχνικού έργου, κι έτσι μεταδίδεται, επηρεάζει και μορφώνει τη σκέψη των αποδεκτών του.
Αναφορικά με τη δύναμη της τέχνης να διαμορφώσει το ήθος (λέξη που κατά τον Αριστοτέλη, συγγενεύει ετυμολογικά με το έθος, δηλαδή τη συνήθεια των ανθρώπων), αξίζει να θυμηθούμε τον Άγγλο ποιητή Shelley, ο οποίος ισχυριζόταν πως οι ποιητές είναι «οι παραγνωρισμένοι νομοθέτες του κόσμου», την περίοδο ακριβώς κατά την οποίο ο Γερμανός φιλόσοφος Schopenhauer παραδεχόταν πως η μουσική είναι «ο κόσμος άλλη μια φορά». Η καλλιτεχνική δημιουργία προσφέρει αναμφισβήτητα στον άνθρωπο πρότυπα ζωής, μοντέλα αντίληψης του κόσμου σύμφωνα με την οπτική και τη βούληση του εκάστοτε δημιουργού. Η προσωπική πραγματικότητα ή εμπειρία του καλλιτέχνη μεταφέρεται στο κοινό και με τον τρόπο αυτό, η εξατομικευμένη αισθητική εμπειρία του δημιουργού μετατρέπεται σε κοινωνικό βίωμα, κοινοποιούμενη σε μεγάλη μερίδα της κοινής γνώμης.
Βεβαίως, σ? ένα καλλιτεχνικό έργο δεν ανακλάται πάντοτε η πραγματικότητα ως έχει. Όπως προείπαμε, ενυπάρχει σε αυτό η προσωπική ματιά του δημιουργού επί της πραγματικότητας που βιώνει. Πολύ περισσότερο οι καλλιτέχνες σήμερα προσφέρουν στην κοινή γνώμη μοντέλα ανασύστασης της υπάρχουσας πραγματικότητας, σε μία προσπάθεια να ανασυντάξουν τον κόσμο και να διορθώσουν, δια του έργου τους, τυχόν προβλήματα της κοινωνίας μέσα στην οποία ζουν.
Έστω λοιπόν ότι δεχόμαστε πως οι καλλιτέχνες επιχειρούν με το έργο τους να παράσχουν νέα πρότυπα ζωής στον άνθρωπο. Το ερώτημα που ανακύπτει από τα παραπάνω είναι το εξής: Κατά πόσον οι ίδιοι οι καλλιτέχνες επηρεάζουν το σύνολο της κοινωνίας, παρωθώντας τους ανθρώπους στην υιοθέτηση των αξιών ζωής και των τρόπων συμπεριφοράς που οι ίδιοι προκρίνουν; Μήπως τελικά οι ηθικές αξίες που η αισθητική τους ενστερνίζεται καταφέρνουν να απευθύνονται και να επηρεάζουν τη μειοψηφία όσων διαθέτουν την απαιτούμενη κουλτούρα ώστε να τις αναγνωρίσουν στα έργα τέχνης, γι? αυτό κι έχουν την προδιάθεση να τις αποδεχτούν, ως μια εναλλακτική πρόταση που πηγάζει από την ευαίσθητη ματιά των δημιουργών;
Επειδή τέτοιες ώρες εισβάλλουν στη σκέψη μου οι στίχοι του νομπελίστα ποιητή μας, ο οποίος στη συλλογή «Το Μονόγραμμα» γράφει: «Επειδή το αδοκίμαστο και το απ? αλλού φερμένο/ Δεν τ? αντέχουν οι άνθρωποι?».