Έχει πολλάκις απασχολήσει τους θεωρητικούς των επιστημών και της τέχνης η σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στην τέχνη και την επιστήμη. Πολλοί διατυπώνουν την άποψη ότι η επιστήμη είναι προτιμητέα έναντι της τέχνης, καθώς τα πορίσματά της βασίζονται αποκλειστικά στην ορθή λογική. Άλλοι πάλι δέχονται ότι η τέχνη πλεονεκτεί στην αντιπαραβολή της με την επιστήμη, καθώς έχει τη δύναμη να απευθύνεται σε όλους, κινητοποιώντας όχι μόνο τις πνευματικές, αλλά και τις ψυχικές μας δυνάμεις.
Παρά τη διχογνωμία που μόλις περιέγραψα, ένα είναι κοινώς αποδεκτό. Ότι τόσο η επιστήμη, όσο και η τέχνη αντλούν υλικό από την πραγματικότητα που μας περιβάλλει. Η διαφορετικότητά τους έγκειται στα μέσα που χρησιμοποιούν για να αντικρίσουν αυτή την πραγματικότητα.
Για να στοιχειοθετηθεί επαρκέστερα ο παραπάνω προβληματισμός, παραθέτω ενδεικτικά ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το βιβλίο του Τσαούση Δ. Γ. «Η κοινωνία του ανθρώπου» (Gutenberg, 1999), στο οποίο ο συγγραφέας πραγματεύεται τη σχέση της τέχνης (και δη του λόγου) με αυτή της επιστήμης (και εν προκειμένω της κοινωνιολογίας):
«Ο επιστήμονας και ο καλλιτέχνης διεισδύουν στην πραγματικότητα, διαπερνούν το εξωτερικό της κέλυφος, για να δουν τα πράγματα τέτοια που "είναι", όχι μόνο τέτοια που φαίνονται σε πρώτη όψη. Όμως το κάνουν αυτό με διαφορετικό ο καθένας τρόπο και διαφορετικά μέσα?Ο επιστημονικός λόγος είναι άμεσος και μονοδιάστατος. Προσεγγίζει την πραγματικότητα αναλυτικά. Όταν προσπαθεί να ανασυνθέσει την πραγματικότητα στην πολλαπλότητά της, αυτό το κάνει με ?συστοιχίες? λόγων, με παράλληλες, επάλληλες ή συγκλίνουσες, αλλά πάντοτε με πολλαπλές ευθύγραμμες αναφορές. Ο λόγος της τέχνης είναι όμως έμμεσος και πολυσήμαντος. Είναι λόγος συνθετικός. Όχι με την έννοια ότι συνθέτει τα πολλά σε ένα, αλλά με την έννοια ότι αποκαλύπτει τα πράγματα στην καθολικότητά τους, στη μη ? αναλυμένη μορφή τους.
Την αποκάλυψη όμως των πραγμάτων η τέχνη δεν την κάνει με άμεση αναφορά σ? αυτά, αλλά έμμεσα, με την επίκληση και την ανάκληση του βιώματος και του αισθήματος. Ο άνθρωπος με την τέχνη δεν ?βλέπει? απλώς την πραγματικότητα. Τη ?γνωρίζει?. Αυτή η έμμεση, εξωλογική και α-λογική, αυτή η ?αποκαλυπτική? γνώση της πραγματικότητας, αποτελεί διπλή προσφορά της τέχνης προς τον επιστήμονα. Με την τέχνη ο επιστήμονας βλέπει όψεις της πραγματικότητας που δεν είχε ο ίδιος πριν συνειδητοποιήσει. Οδηγείται όμως και σε νέες συλλήψεις, σε νέους τρόπους να δει την πραγματικότητα που μελετάει. Η τέχνη τον βοηθάει να αναπτύξει τη φαντασία του. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε πως αυτό που ξεχωρίζει τον επιστήμονα από τον τεχνίτη, το δημιουργό από τον εκτελεστή, είναι η ανήσυχη ματιά και η φαντασία».
Εκτός από την αλληλεπίδραση της επιστήμης ή της τέχνης με την πραγματικότητα, η οποία αναφέρεται εξαρχής στο παραπάνω παράθεμα, ο συγγραφέας επικεντρώνεται στη μεθοδολογία που χρησιμοποιεί ο επιστήμονας ή ο καλλιτέχνης για να διεισδύσει στην ίδια την πραγματικότητα. Ειδικότερα επισημαίνεται ο αναλυτικός τρόπος με τον οποίο η επιστήμη προσεγγίζει την πραγματικότητα, εν αντιθέσει προς την τέχνη, η οποία αντικρίζει την πραγματικότητα συνθετικά. Ο έμμεσος τρόπος θέασης της πραγματικότητας από τον εκάστοτε καλλιτέχνη αποκαλύπτει την καθολική διάσταση των πραγμάτων και όχι τις πολυσύνθετες και πολυεπίπεδες σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ αυτών. Τα μέσα που μεταχειρίζεται ο καλλιτέχνης για να επιτύχει αυτού του τύπου την προσέγγιση είναι η συνδρομή του βιώματος και των αισθημάτων και όχι η ορθή λογική που βλέπει μόνο ευθύγραμμους συσχετισμούς και αναλυτικές αναφορές.
Το ενδιαφέρον στοιχείο που εντοπίσαμε στο παραπάνω κείμενο είναι ότι η τέχνη συμβάλλει στο επιστημονικό έργο, ιδίως στο έργο της κοινωνιολογίας, καθώς υποδεικνύει στον επιστήμονα όψεις της πραγματικότητας, πιθανότατα μη ορατές σε εκείνον. Το γεγονός αυτό αναπτύσσει τη φαντασία του επιστήμονα, καθιστώντας το πνεύμα του διαρκώς ανήσυχο. Η θεματολογία του εικαστικού έργου, καθώς και ο τρόπος με τον οποίο ο καλλιτέχνης προσεγγίζει το θέμα του παρέχουν εναύσματα στο θεωρητικό επιστήμονα που ερευνά τις κοινωνικές συνθήκες και τα δίκτυα, ώστε να οξύνει τη ματιά του και να προβληματιστεί ή να επιχειρήσει να διερμηνεύσει ζητήματα με τα οποία δεν είχε καταπιαστεί στο παρελθόν.
Ο προβληματισμός που προκύπτει από τις απόψεις του κ. Τσαούση είναι κατά πόσον οι θεωρητικοί επιστήμονες αποδέχονται τη συνδρομή της τέχνης στον επιστημονικό χώρο. Είναι άραγε διατεθειμένοι οι επιστήμονες να επιχειρήσουν να συλλάβουν τον τρόπο με τον οποίο οι καλλιτέχνες προσεγγίζουν την πραγματικότητα και εν συνεχεία να αντικρίσουν αυτήν με τα μάτια των καλλιτεχνών; Και ακόμη περισσότερο: Πόσοι από όλους εμάς εμπιστευόμαστε την οπτική των καλλιτεχνών και πόσοι των επιστημόνων έναντι της πραγματικότητας; Μήπως αρεσκόμαστε στην υιοθέτηση μιας αδιάφορης στάσης έναντι των έργων τέχνης, επικαλούμενοι ότι η τέχνη δεν είναι καταληπτή, σε αντίθεση με την επιστήμη, που στηρίζεται στον ορθό λόγο, τον οποίο- παραδόξως- κατανοούμε, ως νοήμονα όντα, όλοι μας;