Ο Μπέρντσλέϋ Μ., στο έργο του «Ιστορία των αισθητικών θεωριών» (εκδόσεις Νεφέλη, 1989, σελ. 287) φιλοξενεί το παρακάτω κείμενο που συμπυκνώνει τις απόψεις του Κοντ αναφορικά με την αποστολή της τέχνης:
«Για τον Κοντ η καλλιέργεια της τέχνης ως αυτοσκοπού και ο διαχωρισμός της από την υπόλοιπη ζωή είναι μια τάση προς την αυτοκαταστροφή. Αντανακλά το γεγονός ότι ?η λογική έμεινε για μεγάλο διάστημα διαζευγμένη από το συναίσθημα και τη φαντασία? ? στόχος του θετικιστικού πολιτικού συστήματος είναι να άρει αυτή τη διάσταση? Η πλήρης άνθιση της τέχνης θα υπάρξει σε έναν κόσμο από τον οποίο, χάρη στην ανάπτυξη της επιστήμης και τη διάδοση της καλής θέλησης, ο πόλεμος, η καταπίεση και η οικονομική υποτέλεια θα έχουν εξαφανιστεί».
Στο ίδιο βιβλίο, λίγο παρακάτω ο Μπέρντσλέϋ Μ. αναφέρει για τον Σαιν Σιμόν τα ακόλουθα:
«Στην απαλλαγμένη από το φεουδαλισμό και την εκκλησιοκρατία κοινωνική τάξη πραγμάτων που οραματίστηκε ο κόμης Σαιν Σιμόν και οι οπαδοί του, ο καλλιτέχνης θα έπαιρνε τη θέση του, μαζί με τον τεχνίτη και το θεωρητικό ή φυσικό επιστήμονα, ως συντελεστής προόδου και γενικής ευημερίας ? η αληθινή αξία των έργων τους θα εκτιμάται από όλους τους εργαζόμενους».
Για τους παραπάνω φιλοσόφους που αποτελούν εκπροσώπους της κοινωνικής ερμηνείας της τέχνης, η τέχνη αξίζει, υπό την προϋπόθεση ότι συνδυάζει την ομορφιά με τη χρησιμότητα. Ο καλλιτέχνης λοιπόν οφείλει πρωτίστως να αποκαλύπτει στον άνθρωπο που έχει απολέσει το γούστο του, καθώς σε μεγάλο βαθμό η φυσική ομορφιά γύρω του έχει εξαφανιστεί, μια υψηλή αισθητική αντίληψη, δια του έργου του. Παράλληλα όμως οφείλει να του υποδεικνύει τους τρόπους με τους οποίους θα είναι εφικτό σε εκείνον να δημιουργήσει συνθήκες ευνοϊκότερες για τη ζωή του και για τις σχέσεις που οικοδομεί με τους συνανθρώπους του.
Εξετάζοντας προσεκτικά τις θεωρητικές αρχές της κοινωνικής φιλοσοφίας που σχετίζονται με την κοινωνική διάσταση της τέχνης, θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε τα ακόλουθα:
Σαφέστατα είναι θεμιτό ένα έργο τέχνης να μεταφέρει μηνύματα στην κοινή γνώμη, τα οποία όχι μόνο θα παρέχουν αφορμές προβληματισμού στους θεατές αυτών, αλλά θα τους υποκινούν στη μεταμόρφωση των συνθηκών ζωής όλων προς το καλύτερο. Δεν υφίσταται όμως σε κανέναν από τους δύο απολογητές της κοινωνικής προσέγγισης της τέχνης ιδιαίτερη αναφορά στην αισθητική αρτιότητα των έργων τέχνης. Θα μπορούσε λοιπόν να ισχυριστεί κανείς ότι ένα έργο τέχνης νομιμοποιεί την ύπαρξή του, με κριτήριο και μόνο την εμφανή (υποθέτουμε από θεματολογικής άποψης) συνεισφορά του στο κοινό όφελος, ανεξαρτήτως της καλλιτεχνικής του ποιότητας;
Και έπειτα, μίλησε κανένας από τους δύο φιλοσόφους για έσωθεν υπαγορευόμενη ανάγκη του καλλιτέχνη να προσφέρει στην κοινωνία; Με άλλα λόγια, αν οποιοσδήποτε αυτοαποκαλούμενος καλλιτέχνης συνθέτει έργα με μοναδικό κίνητρο την κοινωνική συνεισφορά και όχι την προσωπική ανάγκη του για έκφραση (χωρίς αυτό να αποκλείει το ότι η ανάγκη για καλλιτεχνική έκφραση μπορεί να υπαγορεύεται από την ανάγκη για κοινωνική προσφορά), θα πρέπει να γίνεται αποδεκτός από το κοινωνικό σύνολο που θα εκτιμήσει τις ?αγνές? του προθέσεις; Και πόσο σίγουροι είμαστε για την αγνότητα των προθέσεων εκείνου του καλλιτέχνη που επιδιώκει να φέρεται ότι προσφέρει στο κοινωνικό σύνολο; Αναρωτήθηκε κανείς μήπως αυτό που πραγματικά επιθυμεί ο καλλιτέχνης αυτός είναι η κοινωνική αποδοχή και η διασφάλιση της φήμης του;