«Στην Τέχνη ή λιμοκτονείς ως αγέλαστος και αυτιστικός πρωτοπόρος ή θεωρείς τον εαυτό σου κέντρο του σύμπαντος και πλουτίζεις, μετακομίζοντας απ? τα κατσάβραχα στην προαστιακή αποστείρωση. Η κατάθεση της ψυχούλας σου προβάλλεται από κάτι αρσακειάδες της δημοσιογραφίας. Τη φήμη σου την αναλαμβάνουν άσχετοι μυαλοπώληδες, που σπούδασαν μάρκετινγκ, επικεφαλής καναλιών και παλιοί χωροφύλακες σε φτιαξιά και νοοτροπία, τώρα διευθυντές ιδρυμάτων με πανελλαδική εμβέλεια. Η συμπεριφορά τους μονοκόμματη, το εγώ τους υπερτροφικό και η εκδικητική τους μανία για ανθρώπους που τους εγκαταλείπουν απαυδισμένοι ισοπεδωτική. Άραγε είχαν δυστυχισμένα παιδικά χρόνια, δεν τους έδινε κανείς σημασία και τώρα, ενήλικοι πια και σε πόστα εξουσίας, παίρνουν το αίμα τους πίσω;».
Ο διάσημος ηθοποιός και ραδιοφωνικός παραγωγός επισημαίνει δύο ειδών πορείες στη ζωή όσων ασχολούνται με την καλλιτεχνική δημιουργία: η πρώτη είναι εκείνη όσων, πιστεύοντας ότι θα φέρουν την επανάσταση στην τέχνη, απογοητεύονται, αφού κανείς δεν αναγνωρίζει την αξία τους, χάνουν το χαμόγελό τους και φθάνουν στα όρια της λιμοκτονίας. Πόσοι άραγε καλλιτέχνες εντός και εκτός των συνόρων της χώρας μας, στη σύγχρονη, αλλά και σε προγενέστερες χρονικά περιόδους, δεν έχουν βιώσει την κοινωνική και καλλιτεχνική απόρριψη και πόσοι από αυτούς δεν έχουν παλέψει σκληρά ενάντια στην πείνα και την εξαθλίωση?
Η δεύτερη καλλιτεχνική διαδρομή δείχνει να αφορά στους επονομαζόμενους «καλλιτέχνες» εντός των ελληνικών συνόρων. Εκείνοι, ως επηρμένοι πρωτοπόροι της τέχνης, αποκτούν πλούτο και αποσύρονται στα προάστια των μεγαλουπόλεων, μιας και την καριέρα τους αναλαμβάνουν οι «ειδικοί», τουτέστιν οι καταξιωμένοι δημοσιογράφοι, οι υπεύθυνοι μάρκετινγκ που εργάζονται σε μαζικά μέσα ενημέρωσης με πανελλαδική ακτινοβολία και εμβέλεια. Οι άνθρωποι αυτοί αναλαμβάνουν την προώθηση του έργου των αποστασιοποιημένων από την κοινωνική τριβή «καλλιτεχνών», φυσικά με το αζημίωτο? Μάλιστα, οι ίδιοι εκδηλώνουν, σύμφωνα με τον Τζούμα, μια εξαιρετικά εκδικητική συμπεριφορά έναντι όσων καλλιτεχνών διέκοψαν τη συνεργασία μαζί τους, λόγω πιθανόν της ανάγκης που τους παρέχει η εκδίκηση να διασφαλίσουν την υψηλή κοινωνική και επαγγελματική τους θέση, καταπολεμώντας παράλληλα στερητικά σύνδρομα του παρελθόντος.
Ο προβληματισμός που προκύπτει από τα παραπάνω είναι ο εξής: Οι μάνατζερ των καλλιτεχνών επιλέγονται να αναλάβουν το ρόλο της προώθησης ενός καλλιτεχνικού έργου και με κριτήριο τη γνώση τους γύρω από τα καλλιτεχνικά δρώμενα; Μήπως οι ίδιοι αντιμετωπίζουν το καλλιτεχνικό προϊόν, ως οποιοδήποτε εμπορικό προϊόν, το οποίο καλούνται να λανσάρουν στην αγορά με αποκλειστικό σκοπό το κέρδος; Και μήπως τελικά η προώθηση του καλλιτεχνικού προϊόντος βασίζεται σε μια εξαιρετικά επιμελημένη προσπάθεια από μέρους των φερόμενων ως ειδικών να αποσιωπηθούν οι αδυναμίες του καλλιτεχνικού έργου, με αποτέλεσμα το τελευταίο να γίνει ευρέως αποδεκτό από το κοινό ως κάτι εξόχως σημαντικό, το οποίο μάλιστα στερείται όποιων μελανών σημείων; Και κάτι ακόμα: Με ποιο τρόπο θα καταστεί εφικτό να αρχίσει επιτέλους μια συζήτηση στα μέσα, η οποία θα αφορά στην ποιότητα της καλλιτεχνικής δημιουργίας;
Λόγω της απαισιόδοξης, ομολογουμένως, προσέγγισης του ζητήματος της καλλιτεχνικής πορείας στη χώρα μας, θα επιλέξω, αντί επιλόγου, να παραθέσω ένα άλλο απόσπασμα του βιβλίου «Πανωλεθρίαμβος», στο οποίο ο Τζούμας αναλύει τη σημασία της τέχνης στη δική του ζωή. Στη σελίδα 468 ο καλλιτέχνης γράφει:
«Παρά τις στενόχωρες διαπιστώσεις μου για τη συντηρητικότητα του σιναφιού ? δεν κρατάνε τίποτα απ? το θάρρος και τη γενναιοδωρία των ηρώων που υποδύονται-, αλλά και για την ανεπάρκεια της τέχνης σήμερα, μ? όλο το μετεωρισμό της, τον αυτισμό της και τα αδιέξοδά της, σκέφτομαι όμως ότι αυτή η τέχνη μου είναι το μόνο κέντρο που έχω και στο οποίο πάντα επιστρέφω ύστερα από πλαγιοδρομήσεις, κραιπάλες και τα συναφή, και είναι αυτό που με συγκρατεί και μου βάζει φρένο πριν τη βουτιά στο κενό. Είμαι επιβιώσας επειδή έχω την τέχνη μου, και είναι η πρώτη φορά που της το αναγνωρίζω»?