Οι περισσότεροι άνθρωποι, μεταξύ των οποίων και ένα μεγάλο μέρος των εκδοτών και των κριτικών της λογοτεχνίας, μεταφράζουν την επιτυχία ενός σύγχρονου νέου ποιητή με βάση την ανταπόκριση που έχει ο ποιητικός λόγος του στο ευρύ κοινό της εποχής μέσα στην οποία ο ίδιος ζει.
Ο
στο βιβλίο του «Επτά δοκίμια για την ποίηση» (εκδ. Γράμματα, μτφρ. Λαϊνά Μαρία, 1982, σελ. 15), έρχεται να αντικρούσει την παραπάνω τακτική, καταθέτοντας τις απόψεις του ως ακολούθως:
«Δεν είναι και τόσο σημαντικό αν ένας ποιητής είχε στον καιρό του πλατύ κοινό. Αυτό πού? χει σημασία είναι πως θά? πρεπε νά ?χει πάντα, σε κάθε γενιά, ένα μικρό κοινό?Θα προχωρούσα περισσότερο λέγοντας πως είναι μάλλον ύποπτο αν ένας ποιητής αποχτήσει πολύ γρήγορα ένα πλατύ κοινό: γιατί μας κάνει να φοβηθούμε πως δε φτιάχνει τίποτα καινούργιο πραγματικά, πως δίνει στον κόσμο μόνο αυτό που κιόλας έχει συνηθίσει, κι επομένως αυτό που τού? χαν δώσει οι ποιητές της προηγούμενης γενιάς.
Αλλά πώς πρέπει νά? χει ένας ποιητής το σωστό, μικρό κοινό στον καιρό του, αυτό είναι σημαντικό. Πάντα πρέπει να υπάρχει μια μικρή πρωτοπορία ανθρώπων, που να εκτιμάει την ποίηση, νά ?ναι ανεξάρτητη και, κατά κάποιο τρόπο, να προπορεύεται στον καιρό της ή νά? ναι πρόθυμη ν? αφομοιώσει το καινούργιο πιο γρήγορα. Η ανάπτυξη της κουλτούρας δεν σημαίνει να τους φέρεις όλους στην πρώτη γραμμή, καταλήγοντας έτσι να τους κάνεις όλους να συμβαδίζουν: σημαίνει να διατηρήσεις μια τέτοια ελίτ, ενώ το κύριο, και πιο παθητικό μέρος των αναγνωστών, δε θα μείνει πίσω περισσότερο από περίπου μια γενιά».
Για τον Έλιοτ, το στοίχημα που πρέπει να κερδίσει ένας νέος ποιητής δεν είναι άλλο από το να καταφέρει να διατηρεί σε κάθε γενιά ένα μικρό κοινό αναγνωστών του έργου του. Ο αμερικανός ποιητής, θεατρικός συγγραφέας και κριτικός της λογοτεχνίας θεωρεί ύποπτη τη γρήγορη αποδοχή του έργου ενός νέου ποιητή από το ευρύ κοινό της εποχής του. Δικαιολογώντας την πεποίθηση αυτή, ο Έλιοτ επισημαίνει ότι η γρήγορη ανταπόκριση στο έργο ενός ποιητή από μέρους του κοινού σημαίνει ότι ο ίδιος ο ποιητής προσφέρει στους σύγχρονους αναγνώστες ένα κείμενο που προσιδιάζει με τα αναγνώσματα της εποχής, τα οποία εκείνοι έχουν συνηθίσει να διαβάζουν. Συνεπώς, το γεγονός ότι ένας ποιητής αποκτά γρήγορα ένα πλατύ κοινό, θα πρέπει να μας υποψιάζει, σύμφωνα με τον Έλιοτ, για το ότι το έργο του είναι πιθανότατα ελλειμματικό σε ό, τι αφορά την πρωτοτυπία της γραφής του.
Στο σημείο αυτό, έχει ενδιαφέρον - πιστεύω - να σκεφτούμε πόσοι από τους σύγχρονους συγγραφείς της γενιάς μας τολμούν να διαφοροποιήσουν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό τη γραφή τους, τη χρήση της γλώσσας, το ύφος του λόγου τους. Πόσοι άραγε είναι εκείνοι που τολμούν να εισαγάγουν μια πρωτότυπη γραφή, η οποία, ως νεόφερτη στο χώρο της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, θα ξενίσει ένα μεγάλο μέρος των αναγνωστών; Μήπως είναι περισσότεροι οι συγγραφείς που ακολουθούν τη διαμορφωμένη λογοτεχνική νόρμα της εποχής, η οποία έχει αποδειχθεί βάσει των πωλήσεων των βιβλίων, ότι μπορεί να εξασφαλίσει εμπορική επιτυχία κι ένα νέο, περισσότερο επωφελές για τον εκάστοτε συγγραφέα, συμβόλαιο με κάποιο μεγάλο εκδοτικό οίκο;
Ο Έλιοτ, συνεχίζοντας το συλλογισμό του, αναφέρεται στην ανάγκη να υπάρχει πάντοτε μια μικρή πρωτοπορία ανθρώπων που μελετάει την ποίηση, γι? αυτό και είναι πνευματικά ανεξάρτητη και διαθέτει την ετοιμότητα να αφομοιώνει ο,τιδήποτε καινούργιο. Ο Έλιοτ μας καλεί να εμπιστευτούμε τη μειονότητα αυτή των αναγνωστών της ποίησης, ακριβώς επειδή είναι η μόνη που έχει τη γνώση και το σθένος να κρίνει ανεπηρέαστα, χωρίς να υποκύπτει στα συμφέροντα όσων αποτιμούν την ποιότητα των έργων με αποκλειστικό κριτήριο τις πωλήσεις, τα κείμενα των νέων ποιητών?
Για το τέλος, ο διάσημος συγγραφέας και κριτικός ορίζει την ανάπτυξη της κουλτούρας δια της εις άτοπον απαγωγής. Πιο συγκεκριμένα, ο Έλιοτ υπερασπίζεται ότι η κουλτούρα δεν αναπτύσσεται όταν όλοι οι άνθρωποι έλθουν στην πρώτη γραμμή, αντιλαμβανόμενοι στο σύνολό τους τα μηνύματα που έρχονται από το μέλλον? Κάτι τέτοιο μάλλον ανέφικτο μοιάζει να είναι, αν σκεφτούμε την διαφορετική πνευματική αφετηρία των ανθρώπων, οι οποίοι θα κληθούν (με ποικίλους τρόπους που θα επιβληθούν έξωθεν σε αυτούς) να διανύσουν μία μεγάλη διαδρομή, προκειμένου να οικοδομήσουν μια κουλτούρα που θα τούς επιτρέψει να κρίνουν τα λογοτεχνικά και όχι μόνο κείμενα. Για τον Έλιοτ η ανάπτυξη της κουλτούρας επιτυγχάνεται όταν διατηρείται για μεγάλο χρονικό διάστημα μια μικρή πνευματική ελίτ αναγνωστών της λογοτεχνίας, η δυναμική της οποίας δεν μπορεί παρά να συμπαρασύρει, σε λιγότερο από μία γενιά, τους παθητικούς αναγνώστες των λογοτεχνικών κειμένων?
Με βάση την παραπάνω προσέγγιση του Έλιοτ, ο προβληματισμός που γεννάται είναι αν στη σύγχρονη εποχή υπάρχει αυτή η πνευματική ελίτ όσων μελετούν - ανεπηρέαστοι από λογής συμφέροντα - την ποίηση και τη λογοτεχνία και, ως εκ τούτου, είναι σε θέση να εκτιμήσουν την πρωτοποριακή γραφή ορισμένων από τους νέους ποιητές που έχουν κάτι καινούργιο να κομίσουν εντός και εκτός των συνόρων. Και κάτι ακόμα: σε μια εποχή όπου τα μέσα επικοινωνίας έχουν αναπτυχθεί σε σχεδόν θαυμαστό βαθμό, γιατί η φωνή αυτής της μειοψηφίας αδυνατεί να φθάσει στα αυτιά μας;