«Δεν ήταν απ? τα παιδιά που μπορούν να προσαρμοστούν και να σηκώσουν το βάρος μιας σωστής καλής εκπαίδευσης. Υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι, ξέρεις. Έχουν την ευλογία του ταλέντου, αλλά δεν αντέχουν την προσπάθεια που χρειάζεται για να τι καλλιεργήσουν και καταλήγουν να το κάνουν κομμάτια, να το σκορπίσουν και να το σπαταλήσουν. Έχω δει τέτοιους ανθρώπους. Στην αρχή σε γοητεύουν. Διαβάζουν με την πρώτη ένα τρομερά δύσκολο κομμάτι και το παίζουν πρίμα βίστα, χωρίς προβλήματα. Τους κοιτάζεις και μένεις με το στόμα ανοιχτό. ?Εγώ δεν θα μπορούσα να το κάνω αυτό ούτε σ? ένα εκατομμύριο χρόνια!? λες από μέσα σου».
Διαβάζοντας τις παραπάνω αράδες, μπορούμε -πιστεύω- όλοι μας να φέρουμε στο νου μας αντίστοιχες εμπειρίες που βιώσαμε στο παρελθόν από τη συνάντηση που είχαμε με ανθρώπους εμφανώς ταλαντούχους. Με ανθρώπους που η φύση τούς προίκισε με το χάρισμα να γοητεύουν τάχιστα τους γύρω τους, επιδεικνύοντας μια μοναδική ικανότητα στη μουσική ή και στις εικαστικές τέχνες. Πόσοι άραγε δεν νιώσαμε αμήχανα αντικρίζοντας τέτοιους αξιοθαύμαστους ανθρώπους;
Ο Χαρούκι Μουρακάμι στο μυθιστόρημά του ισχυρίζεται ότι παρά το εξαιρετικό τους ταλέντο, οι άνθρωποι που μόλις περιέγραψα είναι συνήθως καταδικασμένοι να μείνουν στάσιμοι. Πιο συγκεκριμένα αναφέρεται στο κείμενο:
«Όμως έως εκεί φτάνουν. Δεν προχωρούν ούτε πόντο παραπέρα και γιατί; Γιατί βαριούνται την προσπάθεια. Δεν έχουν τη δύναμη να πειθαρχήσουν. Είναι κακομαθημένοι. Έχουν τόσο ταλέντο που θα μπορούσαν εξαρχής να παίζουν καλά οτιδήποτε, χωρίς προσπάθεια, κι όλοι από τα μικρά τους χρόνια πόσο σπουδαίοι ήταν και πόσο ωραία τα κατάφερναν. Την προσπάθεια, τη σκληρή δουλειά, τη μελέτη, οι άνθρωποι αυτοί τη θεωρούν χαζομάρα. Παίρνουν ένα κομμάτι, που για τ? άλλα παιδιά σημαίνει τρεις βδομάδες σκληρή άσκηση κι επιμονή, και το ξετινάζουν στο μισό χρόνο. Ο δάσκαλος πιστεύει ότι το δούλεψαν όσο έπρεπε και προχωράει στο επόμενο. Το τελειώνουν κι αυτό στον μισό χρόνο και προχωρούν ξανά στο επόμενο. Δεν ξέρουν τι θα πει να σε μαλώνει ο δάσκαλος. Έτσι δεν αποκτούν ποτέ αυτή την εμπειρία, κάτι τρομερά σημαντικό για τη διάπλαση του χαρακτήρα. Είναι τραγικό».
Οι ταλαντούχοι εκ φύσεως άνθρωποι, κατά τον συγγραφέα, αδυνατούν να προχωρήσουν περαιτέρω στην τέχνη που αρέσκονται να ασκούν από την παιδική τους ηλικία, καθώς βαριούνται να προσπαθήσουν περισσότερο. Άλλωστε, βλέπουν ότι τα υπόλοιπα παιδιά που ασκούν την ίδια τέχνη καταβάλλουν μεγάλη προσπάθεια για να φθάσουν στο επίπεδο που οι ίδιοι προσέγγισαν μεμιάς, χωρίς καμιά δυσκολία. Από την άλλη, ο δάσκαλός τους όχι μόνο δεν τους κάνει παρατηρήσεις, αντιθέτως τους επιβραβεύει διαρκώς για το αποτέλεσμα που επιτυγχάνουν, καθώς δε συνειδητοποιεί ότι η όποια επιτυχία τους στερείται οποιασδήποτε προσπάθειας. Συνηθισμένοι λοιπόν να απολαμβάνουν τις δάφνες της επιτυχίας τόσο από τον περίγυρο, όσο κι από τους δασκάλους τους, θεωρούν χάσιμο χρόνου την οποιαδήποτε ενασχόλησή τους με τη μελέτη.
Ο Χαρούκι Μουρακάμι χαρακτηρίζει τους ανθρώπους που υπάγονται στην παραπάνω κατηγορία ως κακομαθημένους, καθώς δεν έχουν μάθει να υφίστανται την αρνητική κριτική του δασκάλου τους. Το γεγονός αυτό, όπως χαρακτηριστικά τονίζει ο συγγραφέας, ασκεί αρνητική επίδραση στη διάπλαση του χαρακτήρα των ιδίων, οι οποίοι θεωρούν εαυτούς αυθεντίες και, ως τέτοιες, δεν χρειάζονται καμία καθοδήγηση.
Συνοψίζοντας, θα λέγαμε ότι η επιμονή αποτελεί ίδιον των επιτυχημένων ανθρώπων. Όχι απαραίτητα όμως και όσων από τα πρώτα χρόνια της ζωής τους επιδεικνύουν ιδιαίτερη έφεση σε κάποια καλλιτεχνική δραστηριότητα. Οι τελευταίοι, μαθημένοι στην διαρκή επιβράβευση, απαξιούν να ασχοληθούν περισσότερο με την τέχνη που ασκούν, γεγονός που τους στερεί το δικαίωμα να φθάσουν σε υψηλά επίπεδα επιτυχίας και καταξίωσης κατά τη διάρκεια της ζωής τους.
Αναλογιζόμενη τα παραπάνω, διερωτώμαι μήπως το λάθος τελικά διαπράττεται από τους δασκάλους των φερόμενων ως ταλαντούχων παιδιών. Εκείνοι είναι που αδυνατούν να διαχειριστούν την ιδιαίτερη φυσική έφεση ενός παιδιού στην τέχνη. Αρκούνται στο θαυμασμό και την επιβράβευση, γεγονός που ενισχύει και την αποδοχή του ταλαντούχου παιδιού από τον περίγυρο. Άραγε, δεν συνειδητοποιούν ότι το κίνητρο για μάθηση, ως πρωταρχικός παράγοντας εξέλιξης ενός παιδιού, είναι απαραίτητο να μην εκλείπει ποτέ από την εκπαίδευση οποιουδήποτε παιδιού, απ? όποια αφετηρία κι αν αυτό έχει εκκινήσει;