Ο Rudolf Arnheim στο εν λόγω βιβλίο του κατέθετε μεταξύ άλλων τα παρακάτω:
Ο Arnheim ασφαλώς και δεν εξοβελίζει τη διδασκαλία των επιστημονικών πεδίων από το εκπαιδευτικό σύστημα. Αυτό που προτείνει είναι η διαθεματική συνύπαρξη και συνεργασία των επιστημονικών γνωστικών αντικειμένων με αυτό της τέχνης, επικρίνοντας την τάση των εκπαιδευτικών να υπερεκτιμούν μονόπλευρα τη διάνοια, η οποία, κατά την εκτίμησή τους, δεν μπορεί να καλλιεργηθεί μέσα από τη διδασκαλία της τέχνης. Εξάλλου η τέχνη, όπως χαρακτηριστικά υπογραμμίζει, αποτελεί κομμάτι του πολιτισμού μας, και ως τέτοιο οφείλει να αντιμετωπίζεται ισότιμα από το εκάστοτε εκπαιδευτικό σύστημα.
Σύμφωνα με τον Arnheim, μέσω της τέχνης παρέχονται στους εκπαιδευόμενους εικόνες που έχουν τη δύναμη να μορφοποιήσουν οπτικές ιδέες. Συνεπώς ο εκπαιδευόμενος που θα έρθει σε επαφή με τις εικόνες των έργων τέχνης, δυνητικά προχωρεί πέρα από την απλή πρόσληψη οπτικών ερεθισμάτων στην επεξεργασία αυτών, βάσει των ήδη εσωτερικευμένων γνωστικών σχημάτων που διαθέτει και σύμφωνα με την αποθηκευμένη εμπειρία του. Αυτό που χρειάζεται να εντοπιστεί, είναι οι μηχανισμοί που θα ενεργοποιήσουν τη σκέψη του εκπαιδευόμενου, ώστε να καταφέρει εκείνος να νοηματοδοτήσει τις εικόνες με τις οποίες έρχεται σε επαφή και εν συνεχεία, να προβεί σε γόνιμο προβληματισμό.
Η πρόταση του Arnheim, όπως διατυπώθηκε το 1969, μοιάζει εξαιρετικά επίκαιρη στην εποχή μας, καθώς τα πράγματα στην εκπαίδευση δεν έχουν διαφοροποιηθεί σημαντικά από τότε. Στη χώρα μας, το εκπαιδευτικό σύστημα εξακολουθεί να δίνει εμφατική προτεραιότητα στη διδασκαλία των «μαθημάτων κορμού», παραχωρώντας στη διδασκαλία της τέχνης ελάχιστες μόνο ώρες στο εβδομαδιαίο πρόγραμμα. Με λίγα λόγια, η αντίληψη ότι η διδασκαλία της τέχνης στοχεύει αποκλειστικά στην καλλιέργεια του καλού γούστου διαιωνίζεται και μαζί με αυτήν διαιωνίζεται και η αντίληψη ότι η τέχνη συνιστά πολυτέλεια και όχι προϋπόθεση για τη ζωή, ιδίως σε όσους δεν έχουν εξοικειωθεί με την τέχνη από το περιβάλλον τους.
Στη σύγχρονη όμως εποχή, οι εμπειρίες των εκπαιδευόμενων κατασκευάζονται από τα μηνύματα που λαμβάνουν, τα οποία είναι λεκτικά, ηχητικά και οπτικά, συνδυαστικά μεταδιδόμενα από τα μαζικά μέσα ενημέρωσης. Τα οπτικά μηνύματα, ειδικότερα, τείνουν να πολλαπλασιάζονται με ταχείς ρυθμούς, μέσα από οπτικές εικόνες υψηλής ποιότητας, οι οποίες στοχεύουν κατά κύριο λόγο στη συναισθηματική εμπλοκή των αποδεκτών τους.
Ενώπιον μιας τέτοιας πραγματικότητας, η σύγχρονη εκπαίδευση δεν οφείλει να παρέχει στους εκπαιδευόμενους εργαλεία ανάγνωσης των οπτικών πληροφοριών; Τα εκπαιδευτικά εγχειρίδια δε θα έπρεπε να περιέχουν εικόνες που θα προβληματίζουν και θα καλλιεργούν τη σκέψη των εκπαιδευόμενων;
Η τέχνη, ως προϊόν πολιτισμικής έκφρασης, θα μπορούσε να παράσχει πολυποίκιλο οπτικό υλικό στους εκπαιδευόμενους, ώστε οι τελευταίοι να ασκηθούν, υπό την κατάλληλη συστηματική καθοδήγηση των εκπαιδευτικών, στην κατανόηση και την ερμηνεία οποιωνδήποτε εικόνων εισβάλλουν στην καθημερινότητά μας. Με εφόδιο αυτή την εξάσκηση, οι εκπαιδευόμενοι δε θα είχαν τη δυνατότητα να προβούν στην αποκωδικοποίηση, την πληρέστερη κατανόηση και την κριτική επεξεργασία των οπτικών μηνυμάτων που καθημερινά λαμβάνουν από το περιβάλλον τους;
Το ζητούμενο φυσικά παραμένει ένα: Πώς οι εκπαιδευτικοί κάθε ειδικότητας θα καταφέρουν να πειστούν ότι η διδασκαλία της τέχνης δύναται να οδηγήσει όχι μόνο στην καλλιέργεια της αισθητικής αντίληψης, αλλά και στην κριτική επεξεργασία των εικόνων από τους εκπαιδευόμενους; Γιατί μόνο εφόσον πειστούν, θα δεχτούν να ενσωματώσουν εικόνες από εικαστικά έργα τέχνης στη διδασκαλία τους και θα αναζητήσουν τρόπους που θα τους επιτρέψουν να προσεγγίσουν διαθεματικά τα έργα τέχνης, διασυνδέοντάς τα με τα γνωστικά αντικείμενα τα οποία διδάσκουν.