Στο ποιητικό έργο του Καρυωτάκη η σχέση του ποιητή με την τέχνη της ποιήσεως είναι σχέση καθαρά συγκρουσιακή. Ο ποιητής συγκρούεται με την εσώτατη αυθεντική ανάγκη του να εκφραστεί μέσω της ποίησης, καθώς η τελευταία πρώτον δεν του παρέχει την κοινωνική καταξίωση και δεύτερον δεν προτίθεται να του χαρίσει ούτε την υστεροφημία. Ο Καρυωτάκης ευαισθητοποιήθηκε αναφορικά με τους ποιητές που «ανάξια στιχουργούνε», εκείνους που «το έρεβος εσκέπασε βαρύ» στην «Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων» (1921). Τους αντιπαραβάλλει στο ίδιο ποίημα με τους διακεκριμένους ποιητές Πόε και Μπωντλαίρ, οι οποίοι κέρδισαν την αθανασία με το ποιητικό έργο τους.
Μάλιστα συμπεριλαμβάνει τον εαυτό του στη χορεία των άδοξων ποιητών που δε θα καταφέρουν να αποσπάσουν την υστεροφημία, καταθέτοντας αυτοασαρκαζόμενος πως κάποτε στο μέλλον:
«Ποιος άδοξος ποιητής» θέλω να πούνε
«την έγραψε μιαν έτσι πενιχρή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πού ?ναι;». Στο ποίημά του
«Όλοι μαζί» (1927), απευθύνει κατηγορίες στους σύγχρονους ποιητές του καιρού του, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και ο ίδιος, ως σύγχρονος ποιητής. Ειδικότερα καταθέτει:
Όλοι μαζί κινούμε, συρφετός,
γυρεύοντας ομοιοκαταληξία.
Μια τόσο ευγενικιά φιλοδοξία
έγινε της ζωής μας ο σκοπός.Οι ποιητές της εποχής του, μαζί με αυτούς και ο Καρυωτάκης, συμπεριφέρονται με γραφικότητα, για την οποία όμως ευθύνεται η περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής τους:
Κι αν πειναλέοι γυρνάμε ολημερίς,
κι αν ξενυχτούμε κάτου απ΄ τα γεφύρια,
επέσαμε θύματα εξιλαστήρια
του «περιβάλλοντος», της «εποχής».
Ο Καρυωτάκης χαρακτηρίζει τους ποιητές που συνθέτουν τον πυρήνα της συντροφιάς του ως άτομα του περιθωρίου, αποκομμένα από την κοινωνία, της οποίας έχουν πέσει θύματα. Μοναδικό τους μέλημα και σκοπός της ύπαρξής τους είναι η αναζήτηση της ομοιοκαταληξίας. Ο ποιητής υπαινίσσεται ότι όλοι οι σύγχρονοι ποιητές κατατρύχονται από ματαιοδοξία, πιθανόν και από ματαιοπονία. Δεν υφίσταται η κοινωνική διάσταση του ποιητικού τους έργου, όπως δεν υφίσταται και η έννοια της κοινωνικής αναγνώρισης τους ως ποιητές, των οποίων ο ρόλος ματαιώνεται.
Στο ποίημα του Καρυωτάκη
«[Είμαστε κάτι...]» (1927) καταδηλώνεται εναργέστερα η απομάκρυνση των ποιητών από την κοινωνική πραγματικότητα και η αναγκαστική, επιβαλλόμενη εκ των έσω, καταφυγή τους στην τέχνη. Στο συγκεκριμένο ποίημα ο ποιητής αισθάνεται δυσθυμία, καθώς συνειδητοποιεί πως, παρ? ότι ζει σε μια άκρως αντιποιητική εποχή, η καταφυγή του στην ποιητική τέχνη είναι για τον ίδιο μονόδρομος, διότι συνιστά το σκοπό της ύπαρξής του:
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.
Ο Beaton R. στο έργο "Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία", (εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1996, σ. 172) σημειώνει ότι ο αυτοσαρκασμός του Καρυωτάκη είναι τόσο οξύς, που τον οδηγεί στην περιφρόνηση των άλλων και τελικά στην αυτοπεριφρόνηση. Και η Φρανζτή Α. στο κείμενο "Η ποιητική στην ποίηση του Κ.Γ. Καρυωτάκη" που περιέχεται στα πρακτικά του επιστημονικού συμποσίου Καρυωτάκης και Καρυωτακισμός (Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Αθήνα 1998, σ. 134-5) συμπληρώνει
«Ο ρόλος του ποιητή δεν είναι πλέον ο ρόλος του προφήτη, ούτε η ποίηση μπορεί να αλλάξει τον κόσμο? ωστόσο, ακόμη κι έτσι, φαίνεται να υποστηρίζει την ιδιαιτερότητα και την αναγκαιότητα της ύπαρξης του ποιητή και της ποίησης, υπό την προϋπόθεση ότι δικαιώνεται μέσα από την αυθεντικότητά της, που επικυρώνεται μέσα από την ταύτιση ποίησης και ζωής». Άφησα για το τέλος, αντί επιλόγου, το τελευταίο εξαιρετικά ενδιαφέρον σημείωμα του ποιητή, που βρέθηκε στην τσέπη του στις 20 Ιουλίου, όταν σε ηλικία 32 ετών αποφάσισε να βάλει τέλος στη ζωή του, εκμηδενίζοντας την απόσταση που τον χώριζε όσο ζούσε από την ίδια την πραγματικότητα. Τα συμπεράσματα δικά σας:
Το τελευταίο του σημείωμα «Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερο μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς τις περσότερες, να μπορώ να τις αισθανθώ. Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι' αυτό. Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική.
Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους, ή εθεώρησαν την ύπαρξη τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες. Σ' αυτούς απευθύνομαι.
Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές !!! είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τα αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. Ήμουν άρρωστος.
Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να προδιαθέσει την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός Μονής Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας.
[Υ.Γ.] Και για ν' αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Όλη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ορισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου».
Κ.Γ.Κ.