Στη συνέντευξή του, η οποία φιλοξενείται στο περιοδικό art.mag, ο μουσικοσυνθέτης Ross Daly κατέθεσε την ενδιαφέρουσα άποψη ότι «οι λαοί της Ανατολής εξακολουθούν και έχουν μια συνείδηση της ιερής διάστασης της μουσικής και δεν έχουν παγιδευτεί τόσο πολύ στην εντελώς παρεξηγημένη έννοια της ?προσωπικής έκφρασης? που έχει θεοποιήσει πια ο σύγχρονος δυτικός πολιτισμός». Η παραπάνω θέση που επιβεβαιώνει τον ατομοκεντρικό χαρακτήρα του δυτικού πολιτισμού - ο οποίος φαίνεται ότι μας αφορά περισσότερο - μου έδωσε το έναυσμα να προβληματιστώ σχετικά με ζητήματα που αφορούν ό,τι έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε ως επίσημο δυτικό πολιτισμό από τη μια και λαϊκό πολιτισμό ή πολιτισμό των ανατολικών χωρών από την άλλη πλευρά.
Πριν καταθέσω αναλυτικά τις σκέψεις μου, θεωρώ σκόπιμο να προσδιορίσω πρωτίστως την έννοια «πολιτισμός». Ο πολιτισμός αναφέρεται σε όψεις της καθημερινής ζωής των ανθρώπων, σε κανόνες και πρότυπα συμπεριφοράς. Επιπλέον, η έννοια παραπέμπει σε κοινωνικά σύνολα ανθρώπων, τα οποία φέρουν συγκεκριμένο σύστημα αξιών που ομοιάζει ή διαφοροποιείται από την κουλτούρα εκείνων, οι οποίοι αναφέρονται κατά τη δεδομένη χρονική στιγμή στα κοινωνικά αυτά σύνολα. Τέλος, ο πολιτισμός αναφέρεται σε συστήματα συμβόλων και σημασιών που μας παρέχουν πρότυπα οργάνωσης και ταξινόμησης της πραγματικότητας και της ανθρώπινης εμπειρίας. Με άλλα λόγια ο πολιτισμός συνιστά το πλαίσιο μέσα στο οποίο οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τον κόσμο, αποδίδουν σημασία στα πράγματα και οργανώνουν εν τέλει τόσο τη σκέψη, όσο και τη δράση τους.
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η ανθρώπινη εμπειρία μορφώνεται από συγκεκριμένες νοητικές και συμβολικές κατηγορίες που υπαγορεύει το ιδιαίτερο πολιτισμικό πλαίσιο όπου κάθε άνθρωπος υπάγεται. Κατά συνέπεια, οι υποκειμενικές εμπειρίες που έχουν καταγραφεί μέσα μας, βάσει των οποίων προσλαμβάνουμε την πραγματικότητα, δεν είναι παρά πολιτισμικές εμπειρίες που εντυπώνονται στη συνείδησή μας, μέσα από την ένταξή μας σε συγκεκριμένο κοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον.
Εκτός όμως από την περιγραφική διάσταση της έννοιας του πολιτισμού, υπάρχει (και αυτή ίσως είναι και η σπουδαιότερη) άλλη μία διάσταση, η αξιολογική. Στον εκάστοτε πολιτισμό αποδίδουμε μια αξία, θετική ή αρνητική, η οποία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το πώς το κοινωνικό και πολιτισμικό σύνολο στο οποίο εμείς εντασσόμαστε αξιολογεί ατομικές και συλλογικές πρακτικές ζωής του δικού μας και του εκάστοτε διαφορετικού από τον δικό μας πολιτισμού. Οι αξιολογήσεις αυτές της πολιτισμικής στάθμης των κοινωνικών συνόλων ή ομάδων συγκροτούνται στο πλαίσιο ιεραρχικών σχέσεων, όπου οτιδήποτε αφορά το «εμείς» αποτελεί το γνώμονα της αποτίμησης της αξίας των «άλλων».
Ως μέλη ενός συγκεκριμένου κοινωνικού ? πολιτισμικού συνόλου, έχουμε συνηθίσει (με τη συνδρομή και της παιδείας που έχουμε λάβει) να θεωρούμε ανώτερη τη δυτική κουλτούρα που περιλαμβάνει την πρότυπη εθνική γλώσσα των λαών, τα πνευματικά έργα της κλασικής αρχαιοελληνικής και λατινικής γραμματείας, των Ευρωπαίων κλασικών συγγραφέων και εικαστικών καλλιτεχνών. Πέραν όμως από την επίσημη δυτική κουλτούρα, υπάρχει και η κουλτούρα των λαϊκών τάξεων της Ευρώπης (με τη δημοτική και λαϊκή μουσική, τα μουσικά όργανα και τις τέχνες, τους θρύλους, τα παραμύθια, τη δημοτική λογοτεχνία και ιδίως την ποίηση, τον παροιμιακό λόγο), καθώς και ο πολιτισμικός πλούτος των πολιτισμών της Αφρικής και της Ασίας, με αρχαιότερους τον κινεζικό και τον ινδικό (με σπουδαία μουσική παράδοση και εικαστική δημιουργία, ήθη και έθιμα οργανωμένα βάσει των δεσμών συγγένειας και των ειδικών κανόνων κοινωνικής οργάνωσης). Όπως γίνεται κατανοητό, η κουλτούρα αυτή θεωρείται αν όχι ανύπαρκτη, σίγουρα κατώτερη και οι φορείς της γίνονται αντιληπτοί ως παραγωγοί φολκλόρ αντί πολιτισμού και χειροτεχνίας αντί τέχνης. Υπ? αυτή την έννοια, οι πολιτισμοί αυτοί μελετώνται σχεδόν αποκλειστικά από ανθρωπολόγους.
Η υποτιθέμενη ανωτερότητα του δυτικού πολιτισμού προέκυψε από τις στερεοτυπικές πεποιθήσεις που επινοήθηκαν για να νομιμοποιήσουν ηθικά την αποικιοκρατία. Ειδικότερα τότε ήταν που διατυπώθηκαν θεωρίες για τη βιολογική ανισότητα μεταξύ των φυλών, προκειμένου να δικαιολογηθεί η κυριαρχία και η εκμετάλλευση από Ευρωπαϊκές χώρες (κυρίως από τη Βρετανία), στις οποίες παραδόξως βασίλευαν, μετά από κοινοβουλευτική θεσμοθέτηση, οι δημοκρατικές αρχές της ισότητας (;). Οι θεωρίες αυτές επιβιώνουν ως σήμερα και συνιστούν εκφράσεις του φυλετικού ρατσισμού.
Από την άλλη πλευρά, υπάρχει ο κοινωνικός ρατσισμός και η προκατάληψη έναντι της κουλτούρας των λαϊκών τάξεων της Ευρώπης, η οποία αποτιμάται ως κατώτερη από την επίσημη πρότυπη των ανώτερων κοινωνικών και μορφωτικών στρωμάτων. Το γεγονός αυτό αντλεί τις ρίζες του από την υπάρχουσα αυθαίρετη κοινωνική ταξινόμηση που θεμελιώνεται στην ανισότητα πλούτου, των κοινωνικών και μορφωτικών αγαθών και προνομίων που εντοπίζεται στις χώρες αλλά και στις κοινωνικές ομάδες στο εσωτερικό των χωρών. Όσοι επί παραδείγματι ασκούν χειρωνακτικά επαγγέλματα ή τέχνες αντιμετωπίζονται ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας, δεν απολαμβάνουν οικονομικών αγαθών, κοινωνικών προνομίων, κοινωνικού κύρους και φυσικά δεν έχουν πρόσβαση σε ηγετικές θέσεις στο εσωτερικό των κοινωνιών τους.
Θα μπορούσαν κάποιοι να ισχυριστούν ότι οι ιδεολογικές αυτές κατασκευές που αξιολογούν αυθαίρετα τον επίσημο δυτικό πολιτισμό ως ανώτερο και τον λαϊκό ευρωπαϊκό πολιτισμό, όπως άλλωστε και τον πολιτισμό των χωρών της Ανατολής ως κατώτερο, είναι δυνατό να ανασκευαστούν μέσω της παρεχόμενης παιδείας. Χωρίς αυτό να συνιστά ανέφικτο στόχο, θεωρώ ότι αποτελεί ένα εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα. Ας μην ξεχνάμε ότι δεν είναι εύκολο να περιγραφεί η αποκαλούμενη κουλτούρα των λαϊκών τάξεων και των ανατολικών χωρών, λόγω του ότι η επίσημη κουλτούρα μας έχει εστιάσει το ενδιαφέρον της αποκλειστικά στον επίσημο δυτικό πολιτισμό και αντιμετωπίζει με αδιαφορία αν όχι με απαξίωση οτιδήποτε διαφορετικό.
Ακόμη όμως και αν δεχτούμε ότι αυτό θα μπορούσε με κάποιους τρόπους να υλοποιηθεί, δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε την καθημερινή πρακτική που αποδεικνύει την αδυναμία καθενός μας ξεχωριστά και ειδικότερα των εκπαιδευτικών να υπερνικήσουν την υφιστάμενη πολιτισμική ιεραρχία (ας μην ξεχνάμε ότι ως εκπαιδευτικοί φορείς υιοθετούν την επίσημη δυτική κουλτούρα των ανώτερων κοινωνικών και μορφωτικών στρωμάτων), και έτσι να παράσχουν τη δυνατότητα να εκφραστούν όλες οι κουλτούρες ως ισότιμες. Το ζητούμενο είναι και παραμένει η εύρεση και η εφαρμογή καινοτόμων μεθόδων που θα συμβάλλουν στη σχετικοποίηση της οπτικής γωνίας υπό την οποία αντιλαμβάνονται την πραγματικότητα οι νέοι άνθρωποι, εκείνοι που καλούνται σήμερα, μέσα στις σύγχρονες συνθήκες παγκοσμιοποίησης και πολυπολιτισμικότητας, να σεβαστούν και να διαχειριστούν το διαφορετικό πρίσμα και τις πολιτισμικές καταβολές του άλλου.
Βιβλιογραφία:
Cummins, Jim,
Ταυτότητες υπό Διαπραγμάτευση, Αθήνα, εκδ. Gutenberg, 2005
Jacquard, Albert,
Εγώ και οι άλλοι ? Μια γενετική προσέγγιση, Αθήνα, εκδ. Κάτοπτρο, 2002
Πλεξουσάκη Ευφροσύνη, «Πολιτισμός και σχολείο», διαθέσιμο στο
Κλειδιά και Αντικλείδια,
http://www.kleidiakaiantikleidia.netΦραγκουδάκη Άννα, «Η κοινωνική ανισότητα στην εκπαίδευση». Στο
Εκπαίδευση: Πολιτισμικές Διαφορές και Κοινωνικές Ανισότητες, Πάτρα, εκδ. Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, 2001