Πριν από μερικές ημέρες διάβασα το θεατρικό κείμενο ? μαύρη κωμωδία των Sergi Belbel και Jordi Sanchez «Είμαι Άσχημη» («Soy Fea»), γραμμένο το 1997. Το κείμενο θίγει μία από τις όψεις της σύγχρονης δυτικής κουλτούρας, αυτή του καθεστώτος της εικόνας, της εξιδανίκευσης της ομορφιάς, της κυριαρχίας του lifestyle που θέτουν στο περιθώριο της κοινωνίας όσους δείχνουν να είναι διαφορετικοί, δηλαδή όσους δε διαθέτουν τα χαρακτηριστικά ή δεν τηρούν απαρέγκλιτα τους όρους που θέτει το σύνολο των ανθρώπων, ώστε να αποκτήσουν τα διακριτικά γνωρίσματα που στοιχειοθετούν αυτό που κοινώς αποκαλείται «ομορφιά» και εντοπίζεται αποκλειστικά στην εξωτερική εμφάνιση των ανθρώπων.
Η ηρωίδα του έργου, (της οποίας το όνομα δεν αναφέρεται, αφού αυτοχαρακτηρίζεται ως η «Άσχημη») έρχεται αντιμέτωπη με την αποστροφή που προκαλεί στον περίγυρό της -και στον εαυτό της- η πανθομολογούμενη ασχήμια της. Ο ευαίσθητος και καταπιεσμένος ψυχισμός που της στερεί την αυτοεκτίμηση και την οδηγεί σε μια ακραία απόφαση - πράξη, διαγράφεται εναργέστατα μέσα από τους διαλόγους που διαμείβονται μεταξύ της ιδίας και όσων την συναντούν στην καφετέρια, σε μια εταιρεία όπου καλείται να δώσει συνέντευξη για να βρει δουλειά, τυχαία σε ένα παγκάκι, στο χώρο του σπιτιού της.
Οι συγγραφείς του έργου δεν έχουν ως μοναδικό στόχο να στηλιτεύσουν την τυραννία της αισθητικής, σατιρίζοντας τα σύγχρονα πρότυπα μόδας, τον τρόμο των σωματικών ελαττωμάτων και τη λατρεία για τις πλαστικές επεμβάσεις. Με πολύ χιούμορ, κάνουν ένα κοινωνικό και πολιτικό σχόλιο για τον αποκλεισμό που υφίστανται όσοι είναι όχι μόνο άσχημοι, αλλά διαφορετικοί από ό,τι το κοινωνικό σύνολο, για κάποιους πολύ συγκεκριμένους λόγους που σχετίζονται με τη δεδομένη ιστορική και πολιτισμική πραγματικότητα, θεωρεί ως πρότυπο και αποδέχεται ως ορθό. Και εκείνο που αντιλαμβανόμαστε ως πρότυπο ή ορθό σαφέστατα μαρτυρά τα κριτήρια που η ίδια η κοινωνία μάς έχει έμμεσα τροφοδοτήσει, προκειμένου να είμαστε σε θέση να ερμηνεύουμε και να αξιολογούμε τους ανθρώπους και τις συμπεριφορές τους. Συνεπώς, ό,τι εμείς θεωρούμε ως πρότυπο, συνιστά αντανάκλαση των πραγματολογικών - πολιτισμικών στοιχείων της ίδιας της κοινωνίας στην οποία ζούμε. Παραθέτω στη συνέχεια ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το κείμενο:
«Η φύση είναι άδικη. Άλλους τους κάνει όμορφους κι άλλους τέρατα. Και κανείς μας δεν έχει το δικαίωμα της επιλογής. Κι ύστερα μας λένε ότι έχουμε δημοκρατία. Ότι έχουμε ίσες ευκαιρίες. Τι απάτη!...Τι θα υπερτερούσε σε έναν κόσμο μόνο με άσχημους; Να σου πω εγώ: η εξυπνάδα, η ευαισθησία, η γενναιοδωρία, η ικανότητα να αγαπάς?».
Το θεατρικό κείμενο «Είμαι Άσχημη» μου έδωσε το έναυσμα να προβληματιστώ, μεταξύ άλλων, αναφορικά με το κατά πόσον η σημασία που αποδίδουν οι άνθρωποι στην εξωτερική τους εμφάνιση είναι φαινόμενο της σύγχρονης εποχής μας (όπου η εικόνα των ανθρώπων και ιδιαίτερα των γυναικών σχεδόν μυθοποιείται) ή εντοπίζεται και σε άλλες ιστορικές περιόδους.
Ανατρέχοντας λοιπόν σε πηγές ανακάλυψα ότι η τέχνη του καλλωπισμού ξεκινά από την αρχαία Αίγυπτο, ενώ ενδιαφέροντα ευρήματα όσον αφορά την ανάγκη κυρίως των γυναικών να επιμελούνται την εμφάνισή τους εντόπισα και στα Μινωικά χρόνια. Για του λόγου το αληθές, παραθέτω ορισμένα πραγματολογικά στοιχεία του αρχαίου Αιγυπτιακού και έπειτα του Μινωικού πολιτισμού, στους οποίους η κοινωνική θέση των γυναικών υπήρξε αναβαθμισμένη.
Σύμφωνα με παραστάσεις από ναούς, ταφικά μνημεία, αλλά και από διάφορα κείμενα που έχουν σωθεί, ο καλλωπισμός των αρχαίων Αιγυπτίων περιλάμβανε περίτεχνα κοσμήματα, αρωματικά έλαια, περούκες και έντονο μακιγιάζ. Τα αρωματικά έλαια προστάτευαν την επιδερμίδα από τον ήλιο και τις αμμοθύελλες, γι? αυτό το λόγο οι Αιγύπτιοι ράντιζαν τα ρούχα τους με άρωμα φτιαγμένο από μύρο, λιβάνι και αρωματικά φυτά. Έβαφαν τα μαλλιά τους με τη χένα, που έφτιαχναν από τα τριμμένα φύλλα ενός τοπικού φυτού. Πολλές Αιγύπτιες που ξύριζαν τα κεφάλια τους ή είχαν κοντά μαλλιά, φορούσαν περούκες με πλούσιες μπούκλες ή στολισμένες με χάντρες. Οι γυναίκες έβγαζαν τα φρύδια τους και οι αξιωματούχοι της Αυλής συχνά φορούσαν ψεύτικες κοντές γενειάδες, ενώ οι περισσότεροι άνδρες ήταν γενικά καλοξυρισμένοι. Οι ιερείς ξύριζαν όλο το κεφάλι και το σώμα τους.
Σε ό,τι αφορά την ενδυμασία τους, οι αρχαίοι Αιγύπτιοι φορούσαν ελαφριά και δροσερά ρούχα από λεπτό, άβαφο λινό ύφασμα. Τα ρούχα τους, συνήθως λευκά, απλώς τυλίγονταν γύρω από το σώμα, γι? αυτό και είχαν ελάχιστες ραφές. Οι γυναίκες φορούσαν απλό ίσιο φόρεμα με τιράντες, φτιαγμένο από ένα ορθογώνιο κομμάτι λινό, με ραφή στη μία πλευρά. Αργότερα φόρεσαν πλισέ χιτώνες με κρόσσια πάνω από το ίσιο φόρεμα. Οι άνδρες τύλιγαν γύρω από τη μέση τους ένα λινό ύφασμα με πιέτες, που το στερέωναν με κόμπο ή με πόρπη. Μετέπειτα, όλοι άρχισαν να φορούν πιο μακριές και ίσιες φούστες. Το χειμώνα, όταν έκανε κρύο, ενδύονταν με μακρείς μανδύες, ενώ μεταγενέστερα φόρεσαν περίζωμα ή ποδιά με πλισέδες (μικρές πιέτες) και κρόσσια.
Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι στόλιζαν όλο τους το σώμα με κάθε είδους κοσμήματα, σκουλαρίκια και βραχιόλια. Κοσμήματα φορούσαν πλούσιοι και φτωχοί, άνδρες και γυναίκες. Τα βαριά κοσμήματα, που στόλιζαν τα απλά ρούχα των Αιγυπτίων, ήταν ένδειξη υψηλής κοινωνικής θέσης. Τα ακριβά κοσμήματα κατασκευάζονταν από χρυσό και ημιπολύτιμες πέτρες. Τα πιο φτηνά ήταν από γυαλί και φαγεντιανή (πορσελάνη), υλικό από τριμμένο χαλαζία ή άμμο, που το θέρμαιναν σε καλούπια και το στίλβωναν. Συχνά είχαν διπλή λειτουργία. Ήταν στολίδια και ταυτόχρονα φυλαχτά, που προστάτευαν από κάθε κακό όποιον τα φορούσε. Ορισμένες πέτρες, όπως το καρνεόλιο, το λάπις λάζουλι και το τιρκουάζ, είχαν για τους αρχαίους Αιγυπτίους μαγικές ιδιότητες.
Άνδρες υψηλής κοινωνικής τάξης και ιδίως γυναίκες στην αρχαία Αίγυπτο απέδιδαν μεγάλη σημασία στο μακιγιάζ. Τα βλέφαρα βάφονταν με πράσινο χρώμα, από τριμμένη μαλακή πέτρα, το μαλαχίτη, καθώς επίσης και με γαλάζιο, από ψήγματα χαλκού. Οι Αιγύπτιες τόνιζαν το περίγραμμα των ματιών τους με μαύρο κολ, που το έφτιαχναν από μολυβδομετάλλευμα και νερό. Έτσι τα μάτια τους φαίνονταν μεγαλύτερα. Τα μάγουλα και τα χείλη τα έβαφαν με κόκκινη ώχρα, τοποθετούσαν στα χείλη τους κόκκινη θεραπευτική αλοιφή και έβαφαν επίσης κόκκινα τα νύχια των χεριών και των ποδιών τους. Χρησιμοποιούσαν τέλος ειδικές κρέμες για να έχουν φωτεινό πρόσωπο, αλλά και για να αποφύγουν τις ανεπιθύμητες ρυτίδες.
Στον γεωγραφικό χώρο της Ελλάδας, μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση η εξωτερική εμφάνιση των γυναικών στα μινωικά χρόνια. Η «μόδα» στη μινωική Κρήτη, σε μια κοινωνία προηγμένη και ιδιαιτέρως ευαισθητοποιημένη σε θέματα ελέγχου της εικόνας των μελών της, ιδίως των γυναικών - όπως άλλωστε μαρτυρούν οι απεικονίσεις των γυναικών της μεσο-ανώτερης κοινωνικής τάξης σε αρχαιολογικά ευρήματα της εποχής- περιλάμβανε τα πάντα: είδη ένδυσης και υπόδησης, κοσμήματα, κόμμωση, και καλλυντικά φροντίδας προσώπου και σώματος, όπως είναι οι βαφές και τα αρώματα.
Η επίσημη γυναικεία ενδυμασία της μινωικής περιόδου διακρίνεται για την εκζήτησή της τόσο σε σχέση με την αντίστοιχη ανδρική της ίδιας εποχής, όσο και με τη γυναικεία ενδυμασία της μεταγενέστερης κλασικής και ελληνιστικής εποχής στον ελληνορωμαϊκό κόσμο. Τα βασικά ενδυματολογικά στοιχεία που συνθέτουν την εμφάνιση των γυναικών της μινωικής εποχής είναι δύο: ένας στενός μπούστος, αρκετά έξωμος που άφηνε ακάλυπτο το στήθος και μια μακριά φούστα, στενή στη μέση, η οποία όμως φαρδαίνει πολύ στο κάτω μέρος της, με βολάν από την περιοχή των γοφών και κάτω, χαρακτηριστικό ενδυματολογικό στοιχείο της παράδοσης στην περιοχή της Μεσοποταμίας. Άλλοτε ήταν σουρωτή και άλλοτε πάλι ραμμένη με μονοκόμματες λωρίδες. Διέθετε ποικιλία διαφορετικών έντονων χρωμάτων ή αποχρώσεων ενός μόνο χρώματος. Τα δύο αυτά διακριτικά συστατικά της γυναικείας εμφάνισης συνδέονται με μια φαρδιά ζώνη που αγκάλιαζε σφιχτά τη μέση. Η ζώνη έσφιγγε τη μέση, αποκαλύπτοντας έτσι την καλή ανατομία του γυναικείου σώματος. Αναφορικά με τα είδη υπόδησης, εκείνο που θα ήταν σκόπιμο να επισημανθεί είναι η προτίμηση που φαίνεται να είχαν οι γυναίκες της εποχής σε ?ψηλοτάκουνα παπούτσια (!).
Την εικόνα της εμφάνισης των γυναικών στη μινωική Κρήτη συμπλήρωναν τα περίτεχνα πολυτελή κοσμήματα και ιδιαίτερα τα περιδέραια, τα οποία είτε κατασκευάζονταν στο νησί, είτε εισάγονταν από την Αίγυπτο, τη Συρία και την Ασία. Έχει καταστεί πλέον διάσημο το χρυσό κόσμημα με τις δύο μέλισσες που αποθέτουν στην κερήθρα μια σταγόνα μέλι, το οποίο βρέθηκε στο νεκροταφείο του Χρυσόλακκου των Μαλλίων. Αλλά και τα περιδέραια από χρυσό σε συνδυασμό με ημιπολύτιμους λίθους, ελεφαντοστούν, φαγεντιανή και υαλόμαζα αποδεικνύουν την υψηλή αισθητική τόσο των τεχνιτών της εποχής, ντόπιων και ξένων, όσο και των ίδιων των γυναικών που επέλεγαν με τα κοσμήματα αυτά να στολίσουν το λαιμό τους.
Επειδή όμως η ενδυματολογική μέριμνα δεν μπορεί παρά να συνδυάζεται και με μια επιμελημένη κόμμωση, οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι οι μινωίτισσες επιστράτευαν πολλή φαντασία στον τρόπο με τον οποίο χτένιζαν τα μαλλιά τους. Πιο συγκεκριμένα, ήταν πολύ διαδεδομένη η χρήση φουρκετών από ελεφαντοστούν ή μέταλλο, με τις οποίες οι γυναίκες ανασήκωναν τους βοστρύχους των μαλλιών και επιτύγχαναν ποικίλους σχηματισμούς, όπως πυραμίδες, κότσους, τούφες κ.α. Οι επιμελημένοι βόστρυχοι είτε ανέμιζαν στους ώμους, είτε δένονταν με φαρδιές ταινίες. Συχνά στολίζονταν με άνθη. Τέλος, αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι οι γυναίκες της μινωικής Κρήτης φορούσαν καπέλα με γείσο, σε διάφορα μεγέθη.
Ένας σημαντικός παράγοντας που δύναται να επισφραγίσει την όμορφη εξωτερική εμφάνιση μιας γυναίκας είναι και το μακιγιάζ. Η αρχαία μινωίτισσα λοιπόν δε θα μπορούσε παρά να λάβει σοβαρά υπόψη της και αυτήν την παράμετρο -δεδομένου του ότι η βιοτεχνία καλλυντικών στην Κρήτη ήταν από τις πιο ανθηρές. Από τις τοιχογραφίες κυρίως της εποχής διαπιστώνουμε ότι οι γυναίκες έβαφαν τα μάτια τους περιγράφοντάς τα με έντονο μαύρο χρώμα για να δείχνουν πολύ μεγαλύτερα. Για την παρασκευή του προϊόντος που χρησιμοποιούσαν, υποθέτουμε ότι ανακάτευαν μαύρη σκόνη θειούχου μολύβδου και μαγγανίου με ειδική σπάτουλα. Κάλυπταν τα μάγουλα και τις άκρες της μύτης με σκόνη ώχρας και χρησιμοποιούσαν βαθυκόκκινο χρώμα από χρωστική ύλη ορυκτής προέλευσης, αιματίνη, κιννάβαρι ή μίνιο, διαλυμένη με ελαιώδη κρέμα για τη βαφή των χειλιών τους. Επιπλέον, φαίνεται να έβαφαν και τα νύχια των άνω και κάτω άκρων τους.
Τέλος, αξίζει να προσθέσουμε ότι η γυναίκα της μινωικής εποχής χρησιμοποιούσε μεθυστικά αρώματα από κόλιανδρο, ο κύπειρο, η ίριδα, ο κρόκο (η ζαφορά), το τριαντάφυλλο, η σμύρνα, η φασκομηλιά. Η χρήση αρωμάτων προσέδιδε στο γυναικείο φύλο κοινωνική αίγλη, αλλά και γοητεία.
Όπως αποδεικνύουν οι παραπάνω ενδεικτικές μαρτυρίες από την αρχαία Αίγυπτο και την Μινωική Κρήτη, συμπεριλαμβανομένων και των οπτικών παραστάσεων που διαθέτουμε για παράδειγμα από τον ινδιάνικο πολιτισμό ή τον ιαπωνικό με χαρακτηριστικό παράδειγμα τις γκέισες, η επιμελημένη εξωτερική εμφάνιση δεν έπαψε ποτέ να αποτελεί σημαντική παράμετρο της κοινωνικής ζωής των ανθρώπων. Το αίτημα ιδιαίτερα των γυναικών για προσεγμένη εμφάνιση φαίνεται να ανταποκρίνεται διαχρονικά λιγότερο στην ανάγκη τους για προσωπική αισθητική αναζήτηση, και περισσότερο στην επιθυμία τους για διάκριση σε κοινωνικό, πολιτικό ή θρησκευτικό επίπεδο (σε κοινωνίες όπου η θέση της γυναίκας είναι υψηλή), ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που το ίδιο αίτημα λειτουργεί και ως ένδειξη «δήλωσης συμμετοχής» στις δράσεις μιας ομάδας.
Συνεπώς, η μέριμνα για την εμφάνισή μας συναρτάται άμεσα από την κοινωνική ομάδα, της οποίας αποτελούμε μέλη. Και η ομαλή ένταξή μας σε αυτήν εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το κατά πόσον ανταποκρινόμαστε στους όρους που το κοινωνικό σύνολο έχει θέσει προκειμένου να κάνει αποδεκτή ή όχι την εμφάνισή μας. Και επειδή κάτι τέτοιο είναι ιδιαιτέρως δεσμευτικό, αν σκεφτούμε ότι συχνά εξαρτούμε από την αποδοχή των άλλων την ευτυχία μας, θα κλείσω με την ευχή των Sergi Belbel και Jordi Sanchez όπως καταγράφεται στο έργο «Είμαι Άσχημη»: «Ας έρθει μια μέρα όπου οι άντρες και οι γυναίκες θα είναι ευτυχισμένοι για όσα κάνουν και όχι για την εμφάνισή τους». Άλλωστε τόσο ο Αιγυπτιακός όσο και ο μινωικός πολιτισμός, ανεξαρτήτως της σημασίας που απέδιδαν στην εμφάνιση των ανθρώπων, είναι αποδεδειγμένο ότι προσέφεραν πολλά και σπουδαία στην ιστορία της ανθρωπότητας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Belbel, S., Sanchez, J., «Είμαι Άσχημη», εκδ. Ύψιλον, Αθήνα 2007.
Cantavella, E., «Οι γυναίκες της αρχαίας Ελλάδας», εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 1998.
Παναγιωτάκης, Γ., «Η γυναίκα της Κρήτης στο χθες και το σήμερα», Ηράκλειο, 2004.
Montet, P., «Η καθημερινή ζωή στην αρχαία Αίγυπτο» [μετάφρ. Αγγέλου Έ.,Ι.], εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα, 2006.
Φωρ, Π., «Η καθημερινή ζωή στην Κρήτη τη Μινωική εποχή», εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα, 1990.