Δεν είναι λίγες οι φορές που από παρατηρητές έργων μοντέρνας τέχνης σ? ένα εκθεσιακό χώρο ακούγονται αξιολογικές κρίσεις του τύπου «Αυτό δεν μπορεί να θεωρείται τέχνη». Ακόμα χειρότερα, διατυπώνονται συχνά από πολλούς οι συνήθεις βεβαιότητες όπως «Αυτό μπορώ να το κάνω κι εγώ».
Το παρακάτω απόσπασμα του Mart Lawson που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα The Guardian αποδεικνύει ότι στη μεταμοντέρνα εποχή μας παρουσιάζεται το ακόλουθο φαινόμενο: Ορισμένοι αμύητοι αντιμετωπίζουν συχνά τα απλά αντικείμενα, όταν τυχαίνει να βρίσκονται σε ένα μουσείο, ως έργα τέχνης και την ίδια στιγμή στον ίδιο χώρο κάποιοι άλλοι αντιμετωπίζουν τα ίδια τα έργα τέχνης ως μη άξια λόγου αντικείμενα της καθημερινότητας. Για του λόγου το αληθές, παραθέτω το παρακάτω κείμενο:
"Όταν εγκαινιαζόταν η Tate Modern ? ο ναός της σύγχρονης τέχνης στο Λονδίνο ? μια ιστορία διέρρευσε στον τύπο. Ένας επισκέπτης έχασε, λένε, το πορτοφόλι του σε μια από τις αίθουσες. Όταν το αντιλήφθηκε, γύρισε πίσω για να ανακαλύψει ότι ένα πλήθος είχε μαζευτεί και κοίταζε με θαυμασμό το δερμάτινο αντικείμενο. Όταν έσκυψε να πάρει το πορτοφόλι του, ένας φύλακας τον εμπόδισε λέγοντάς του ότι απαγορεύεται να αγγίζουν οι επισκέπτες τα εκθέματα. Πραγματικό ή φανταστικό, το ανέκδοτο γρήγορα προστέθηκε στο σαρδόνιο ευαγγέλιο των εχθρών της μοντέρνας τέχνης, καταχωρισμένο δίπλα σε άλλες συναφείς ιστορίες, όπως γι? αυτή την καθαρίστρια που μάζεψε κάτι αντικείμενα που νόμιζε πως ήταν σκουπίδια, ενώ στην πραγματικότητα ήταν το περίφημο έργο Garbage or Sweet Paper, υποψήφιο για βραβείο" (απόσπασμα του κειμένου «Η μοντέρνα τέχνη» του Mart Lawson, δημοσιευμένο στην εφημερίδα The Guardian).
Από το απόσπασμα αναδεικνύεται το έλλειμμα αισθητικής παιδείας α) του πλήθους όσων παρατηρούσαν το δερμάτινο αντικείμενο μέσα στο μουσείο, αντιμετωπίζοντάς το ως έργο τέχνης, β) του αστυνομικού που επίσης θεώρησε έργο τέχνης το πορτοφόλι, συνεπώς υπέδειξε στον ιδιοκτήτη του να μην το αγγίξει και γ) της καθαρίστριας που κατέστρεψε ένα έργο τέχνης, μαζεύοντας τα αντικείμενα από τα οποία αυτό συνίστατο, επειδή τα αναγνώρισε ως ?σκουπίδια. Το έλλειμμα αισθητικής καλλιέργειας της πλειοψηφίας των ανθρώπων που ζουν σε μία δυτική κοινωνία έχει πολλές προεκτάσεις.
Το παράθεμα αναδεικνύει με γλαφυρότητα τη διάσταση που υφίσταται ανάμεσα στην κουλτούρα των πολλών, ή όπως ονομάζεται στη μαζική κουλτούρα και στην κουλτούρα που φέρει αποκλειστικά και μόνο μια πνευματική ελίτ, την «υψηλή» δηλαδή κουλτούρα, χαρακτηριστικά της οποίας επιχειρούν να υιοθετήσουν οι επισκέπτες της Tate Modern, επισκεπτόμενοι -χωρίς πνευματική σκευή- το χώρο των εκθεμάτων του.
Η μαζική κουλτούρα απευθύνεται στην πλειοψηφία των ανθρώπων και καταναλώνεται από αυτήν. Ο χαρακτηρισμός της ως μαζική φέρει ένα αρνητικό νοηματικό πρόσημο, καθώς το επίθετο εμπεριέχει αξιολογική κρίση και υποδηλώνει μια κουλτούρα χαμηλής στάθμης, μη ποιοτική. Οι φορείς της, όπως έχει υποστηριχθεί από τους υπέρμαχους της συντηρητικής κριτικής της μαζικής κουλτούρας (de Tocqueville, Arnold, Nietzsche, Gasset, Elliot, Leavis) πλήττονται από τη μαζοποίηση που επενεργεί αφομοιωτικά σε οποιουσδήποτε εκδηλώνουν διαφοροποιητικές από εκείνες που αποδέχεται το σύνολο τάσεις και αισθητικές προτιμήσεις (π.χ. δημοφιλή είδη μαζικής κουλτούρας είναι τα κόμικς, η διαφήμιση, ο βιομηχανικός σχεδιασμός).
Για τους θιασώτες της κριτικής της σχολής της Φραγκφούρτης (π.χ. Adorno), η πλειοψηφία των ανθρώπων δέχεται ιδεολογική χειραγώγηση και πέφτει θύμα των στερεοτυπικών θέσεων που νομιμοποιούν την καθεστυκυία τάξη πραγμάτων στο πλαίσιο μιας κοινωνίας. Μια πιο πλουραλιστική προσέγγιση του φαινομένου της μαζικής κουλτούρας αποδέχεται ότι κάθε κοινωνική ομάδα χρησιμοποιεί και απολαμβάνει ένα διαφορετικό επίπεδο κουλτούρας συνειδητά (Riesman, Bell, Shils, Gans).
Η υψηλή κουλτούρα καταναλώνεται από μία κοινωνική και πνευματική μειοψηφία που κατέχει προνομιακή θέση μέσα στην ιεραρχικά προσδιορισμένη κοινωνία. Ο απώτερος στόχος της δεν είναι άλλος από την πνευματική ανάταση και την ηθική διαμόρφωση του ανθρώπου. Σύμφωνα με τους υπερασπιστές της σχετικιστικής προσέγγισης της κουλτούρας, όπως είναι οι κοινωνιολόγοι Bourdieu και Mannheim, η ιεραρχημένη κοινωνική δομή αντανακλά και μια ιεραρχημένη πνευματική ? πολιτισμική δομή.
Οι κοινωνικά προνομιούχες τάξεις αξιολογούν τα έργα και τα είδη τέχνης με κριτήρια διαφορετικά από αυτά που χρησιμοποιούν τα λαϊκά στρώματα. Ενδιαφέρονται για την αισθητική αντίληψη, την επεξεργασία και την αναπαράσταση θεμάτων που άπτονται της ιστορίας, της μυθολογίας, της θρησκείας, της σχέσης του ανθρώπου με τη φύση όπως αυτά αποτυπώνονται στις καλές τέχνες. Η υψηλή τέχνη υιοθετεί από αυτούς ένα φετιχιστικό χαρακτήρα και σαφέστατα δε συνιστά προϊόν προς ευρεία κατανάλωση. Απεναντίας, αποτελεί αποκλειστικό προνόμιο της υψηλής τάξης στις σύγχρονες κοινωνίες, απλά και μόνο επειδή τα μέλη τους διαθέτουν την παιδεία να προσεγγίσουν τα έργα τέχνης, να τα ερμηνεύσουν και να αξιολογήσουν την αξία τους.
Οι παρατηρητές λοιπόν του πορτοφολιού και ο αστυνόμος δεν φέρουν ευθύνη που δεν αναγνώρισαν ότι το πορτοφόλι είναι ένα απλό αντικείμενο καθημερινής χρήσης, μιας και έχουν διδαχθεί ότι μόνο τα αντικείμενα τέχνης νομιμοποιούνται να εκτίθενται στο χώρο ενός μουσείου και συνακόλουθα οι θεατές αυτών οφείλουν να τα παρατηρούν με τεταμένη την προσοχή τους. Συμπληρωματικά, ούτε και η καθαρίστρια ευθύνεται για την καταστροφή του έργου τέχνης «Garbage or Sweet Paper», εφόσον δε διδάχθηκε ότι η μοντέρνα τέχνη έχει διεκδικήσει και κερδίσει το δικαίωμα να χρησιμοποιεί υλικά κάθε λογής στην προσπάθειά της να ανακαλύψει νέα μέσα για να εκφράσει τις σύγχρονες ανησυχίες των καλλιτεχνών.
Ας σκεφτόμαστε επομένως όταν αποδίδουμε κατηγορίες σε ανυποψίαστους ανθρώπους που παρερμηνεύουν τα καλλιτεχνικά φαινόμενα και γεγονότα μήπως οι υπαίτιοι της συμπεριφοράς τους είναι οι καθ? ύλην αρμόδιοι φορείς που έχουν επωμιστεί την ευθύνη της διαμόρφωσης της πολιτισμικής στάθμης και της παιδείας (άτυπη ή τυπική) των ανθρώπων. Μήπως εκείνοι τελικά προδιαγράφουν ? ηθελημένα ή μη- τις αισθητικές προτιμήσεις της πλειονότητας των ανθρώπων; Και ακόμα τι περιθώρια κριτικής αποτίμησης και διεύρυνσης της όποιας γνώσης τους προσφέρεται, με όποιο τρόπο κι αν αυτή προσφέρεται, είχαν, έχουν και θα έχουν οι άνθρωποι ώστε να μη μένουν παθητικοί δέκτες των μηνυμάτων του καιρού τους;