Σάββατο, 11 Ιουνίου 2011 21:02

Σπύρος Βασιλείου

Γράφτηκε από την 

 

«Εγώ για τη δουλειά μου δεν μπορώ να πω τίποτ΄άλλο, παρά ότι είναι ζωγραφική που έγινε σ? αυτό τον τόπο από έναν άνθρωπο που αγαπά αυτόν τον τόπο, για τους ανθρώπους αυτού του τόπου». Τα λόγια του Σπύρου Βασιλείου (1902 ή 1903 - 1985) αντικατοπτρίζουν την ύπαρξη συνείδησης και στόχου, που επιβεβαιώθηκε απόλυτα μέσα στα έργα του - φορείς της ζητούμενης για την εποχή «ελληνικότητας».

 

xx01
Greece, 1948, Λιθόγραφη αφίσα, 79x59εκ.
Η σκέψη -και συνάμα ανάγκη- να μιλήσω για αυτόν γεννήθηκε ύστερα από την πρόσφατη επίσκεψή μου στο σπίτι?ατελιέ του, στην οδό Γουέμπστερ, ακριβώς κάτω από την Ακρόπολη, το οποίο 19 χρόνια μετά το θάνατό του μετατράπηκε σε μουσείο. Αυτό που αποκόμισα έντονα ήταν ένα αίσθημα θαυμασμού για έναν άνθρωπο που υπήρξε πολυτάλαντος και παραγωγικότατος. Δεν απέφυγα να μπω στον πειρασμό να τον συγκρίνω με άλλες περιπτώσεις καλλιτεχνών, εγχώριων και μη, για να δω αν υπήρξε κάποιος που να καταπιάστηκε ταυτόχρονα με τη ζωγραφική, τη χαρακτική, την αγιογραφία και τη σκηνογραφία και να αριθμεί πάνω από 5.500 έργα (είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι από τα δεκατέσσερά του χρόνια σχεδίαζε πάνω στα χαρτιά περιτυλίγματος σε φαρμακείο που δούλευε ως φαρμακοτρίφτης!). Φυσικά, υπάρχουν ελάχιστοι.

vasileiou-exarheia_1930
Εξάρχεια, 1930, Λάδι σε μουσαμά, 61x51εκ.
Και τα υπέρ του δεν τελειώνουν εδώ· με το καλλιτεχνικό του έργο σημάδεψε την πολιτιστική ζωή του τόπου για εξήντα χρόνια και έτυχε πολλών διακρίσεων από νεαρή ηλικία (Βραβείο Aκαδημίας Aθηνών, Βραβείο Guggenheim κ.ά.). Yπήρξε επίσης δάσκαλος, κριτικός, αρθρογράφος και ομιλητής, εικονογράφος και διακοσμητής. Συνεργάστηκε με κρατικούς φορείς και οργανισμούς και υπήρξε παράγοντας σε ποικίλες καλλιτεχνικές ομάδες (Eθνικό Θέατρο, Eθνική Λυρική Σκηνή, Eλληνικό Xορόδραμα, Ομάδες «Tέχνη» και «Στάθμη» κ.ά.). Παρουσίασε τα έργα του σε πάμπολλες εκθέσεις στην Eλλάδα και στο εξωτερικό. Θέμα της καλλιτεχνικής του ενασχόλησης ήταν πάντοτε η ζωή και οι εκφάνσεις της, ο άνθρωπος και τα δημιουργήματά του, και φυσικά η Αθήνα. Το ύφος του καθαρά προσωπικό με στοιχεία πρωτοποριακά και, συνάμα, ελληνικά. H Eθνική Πινακοθήκη διοργάνωσε δύο αναδρομικές εκθέσεις του έργου του (1975 και 1983). Γνωστά του έργα: Zάππειο (1935), Ύδρα (1939-1945), O θρήνος των Kαλαβρύτων (1943, χαρακτικό), Tο τραπέζι της Kαθαρής Δευτέρας (1950), Φώτα και Σκιές (1959 - Βραβείο Guggenheim για την Eλλάδα, 1960) κ.ά. Εμφανίστηκε ως σκηνογράφος για πρώτη φορά με το έργο Κορακίστικα με την «Επαγγελματική Σχολή Θεάτρου» το 1929, σε σκηνοθεσία Φ. Πολίτη.
5801
Θεοδώρα του Δημήτρη Φωτιάδη. Eνωμένοι Kαλλιτέχναι, Θέατρο Λυρικόν. Aκουαρέλλα και μολύβι σε χαρτί. [32x24.5, 1945]

Εν ολίγοις, στη διάρκεια της εξηντάχρονης δημιουργικής πορείας του, δούλεψε εξαντλητικά, συμμετείχε ενεργητικά σε πολιτικά και πολιτιστικά γεγονότα, δίδαξε, έκανε χαρακτική και θέατρο, εικονογράφησε τους ναούς του Αγίου Διονυσίου στην οδό Σκουφά και του Αγίου Βλασίου στο Ξυλόκαστρο Κορινθίας, εργάστηκε ως τεχνοκριτικός στα περιοδικά Πρωτοπόροι, Νεοελληνικά Γράμματα, Ελεύθερα Γράμματα κ.ά., έγραψε κείμενα μαχητικά για την εποχή του. Ήταν ένας ζωγράφος της γενιάς του ?30 που υπηρέτησε με δικούς του όρους την έννοια της ελληνικότητας κι αγάπησε όχι μόνο το αθηναϊκό, αλλά γενικότερα το ελληνικό τοπίο όσο ίσως κανείς ομότεχνός του.

3603
Προσχέδια για την εικονογράφηση του ναού του Aγ. Διονυσίου, τέμπερα σε ξύλο.
Στην είσοδο του σπιτιού υπάρχουν φωτογραφίες του καλλιτέχνη και της συζύγου του με τους μεγαλύτερους ηθοποιούς, σκηνοθέτες, ποιητές και ομότεχνούς του, στα μέσα του 20ού αιώνα. Από αυτό και μόνο το γεγονός μπορεί κανείς να καταλάβει ότι ο Βασιλείου υπήρξε μία πληθωρική προσωπικότητα που κυριάρχησε για πολλά χρόνια στην αθηναϊκή κοινωνία. Αυτός ο χαρακτηρισμός, βέβαια, δεν αφορά εδώ μόνο στην τέχνη και την πολυπραγμοσύνη του, αλλά στις πολυάριθμες συγκεντρώσεις που οργάνωνε, οι οποίες κατέληγαν σε λαϊκές γιορτές!

8301
H οικογένεια στην ταράτσα, 1983, Ακρυλικό σε μουσαμά, 66x93.
Η πιο σημαντική γωνιά του ατελιέ, κατά τη γνώμη μου, είναι αυτή που ο Βασιλείου είχε στήσει το καβαλέτο του, «αποκούμπι μοναδικό και στήριγμα, πάει πια να γίνει εξάρτημα του κορμιού...», και είναι σα να μην πέρασε μια μέρα από τότε που ζωγράφισε τελευταία φορά. Όλα είναι εκεί.. Τα πινέλα του, ο καμβάς μισοτελειωμένος, η καρέκλα με τα ροδάκια και, φυσικά, το παράθυρο που βλέπει στον Παρθενώνα και το Ηρώδειο!

Κλείνοντας, θα ήθελα να θυμηθώ μία φράση του καλλιτέχνη σε συνέντευξη που έδωσε στην εφημερίδα Τα Νέα το 1983: «Το όποιο ταλέντο μου δεν το σκόρπισα άσκοπα...». Θα συμφωνήσω...

 

Βιβλιογραφία:

Σπύρος Βασιλείου, Σύγχρονοι Έλληνες Εικαστικοί, Τα Νέα.

Μαρία Μποϊλέ

Είμαι υποψήφια διδάκτωρ Ιστορίας της Τέχνης στο ΑΠΘ και υπότροφος του ΙΚΥ. Αποφοίτησα από το τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΕΚΠΑ, ενώ στο πλαίσιο του Προγράμματος Erasmus τμήμα των σπουδών μου ολοκληρώθηκε στο Università Cattolica del Sacro Cuore του Μιλάνου. Είμαι κάτοχος του Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης στο γνωστικό αντικείμενο Ιστορίας της Τέχνης του ΑΠΘ και του ΜΔΕ Διοίκησης Πολιτισμικών Μονάδων του ΕΑΠ.