Μολονότι το όνομά του συνδέεται με τον εμπρεσιονισμό, η διαμόρφωσή του ήταν πολύπλευρη. Μαθητής από το 1855 της Σχολής Καλών Τεχνών, διατήρησε σε όλη του τη ζωή έναν ανεπιφύλακτο θαυμασμό για τον Ένγκρ, τον μεγάλο εκπρόσωπο του γαλλικού κλασικισμού. Με τα διδάγματα του Ένγκρ, ο Ντεγκά διαμορφώθηκε στη σχολή του Λαμότ και τον πλησίασε αρκετά, με το εξαιρετικά λεπτό και διεισδυτικό σχέδιο των νεανικών του κυρίως προσωπογραφιών. Η επίδραση αυτή διακρίνεται σε ένα από τα πρώτα αριστουργήματά του, τη συλλογική προσωπογραφία της συγγενικής του οικογένειας Μπελλέλλι, πίνακας στον οποίο φαίνεται ακόμη η μελέτη των Ιταλών ζωγράφων του 15ου και 16ου αιώνα.
Ο Ντεγκά αντέγραφε συχνά τα έργα των μεγάλων Ιταλών, στα επανειλημμένα ταξίδια του στην Ιταλία, όπου ο πατέρας του, ιταλικής καταγωγής, είχε αρκετούς συγγενείς, καθώς και ένα υποκατάστημα της Τράπεζας του στη Νεάπολη. Ακόμα και οι τίτλοι των πρώτων έργων που παρουσίασε ο Ντεγκά στο Παρίσι «Νεαρές Σπαρτιάτισσες ασκούμενες στην πάλη», το 1860, μαρτυρούν ότι ξεκίνησε ως κλασικός ζωγράφος. Αλλά αρκετά νωρίς, ο θαυμασμός για τις ιαπωνικές χρωμολιθογραφίες, η γνωριμία του με τον Μανέ το 1862 και η στενή φιλία του με τον Ντυραντύ, τον συγγραφέα και θεωρητικό του ρεαλισμού και υποστηρικτή του εμπρεσιονισμού, τον οδήγησαν στον αληθινό δρόμο. Συμμετείχε πάντοτε στις συγκεντρώσεις του Café Guerbois, οι οποίες είχαν μεγάλη σημασία για τη διαμόρφωση της ομάδας των εμπρεσιονιστών. Και ενώ με τη σκληρή ειλικρίνειά του, το αφιλοκερδές πάθος του για την τέχνη και την παιδεία του δεν άργησε να γίνει μία σχεδόν μυθική προσωπικότητα.
Οι καλλιτεχνικές του προτιμήσεις πλούτισαν την παραγωγή των εμπρεσιονιστών, με τους οποίους εξέθεσε από το 1874 έως το 1886, με πίνακες εντελώς προσωπικού ύφους. Ο Ντεγκά ενδιαφέρθηκε ελάχιστα για το τοπίο και στράφηκε στα θέματα του θεάτρου, του κοσμικού περιβάλλοντος των ιπποδρομιών και στις σκηνές της παρισινής ζωής, που είχαν γοητεύσει και τον Ντωμιέ. Από το φως του ήλιου, προτίμησε το φως της σκηνής, επειδή έδινε στις ανθρώπινες μορφές τα πιο απροσδόκητα σχήματα.
Σε αυτό το έξοχο πορτραίτο «Ο δούκας και η δούκισσα του Μορμπίλλι» το 1867, της αδελφής του καλλιτέχνη και του συζύγου της, η καλλιτεχνική κληρονομιά του Ντεγκά είναι ολοφάνερη. Ο ζωγράφος είχε σπουδάσει στην Ιταλία κατά την προηγούμενη δεκαετία και η επίδραση των ιταλών δασκάλων, ιδιαίτερα του Ραφαήλ, είναι κυρίαρχη. Η τέλεια ισορροπία των διαφόρων στοιχείων της συνθέσεως, που δίνει στον πίνακα μια κλασική γαλήνη και η απροσποίητη αμεσότητα με την οποία τα θέματά του, φανερώνουν, αναμφισβήτητα το παράδειγμα του Ραφαήλ. Ο θαυμασμός του Ντεγκά για τον Ένγκρ φαίνεται στο εκλεπτυσμένο σχέδιο, το επιμελημένο πλάσιμο και τη γενική ομαλή και επίμοχθη τεχνική. Ωστόσο υπάρχουν σημάδια που προαναγγέλλουν το περισσότερο ελεύθερο στυλ της μεταγενέστερης περιόδου του Ντεγκά. Η λιγότερο ακριβής ζωγραφική στις περιοχές του βάθους και η εμπρεσιονιστική ζωγραφική της μαύρης ταινίας που στολίζει το φόρεμα της δούκισσας, υπαινίσσονται τη λαμπρή, εποπτική τεχνική που θα ακολουθήσει. Η ψυχολογική αντίληψη του Ντεγκά κυριαρχεί στο πορτραίτο. Η συνεσταλμένη και κάπως δειλή φύση της αδελφής του και ο περήφανος, αυτοκυριαρχημένος χαρακτήρας του γαμπρού του, τραπεζίτη από τη Νεάπολη, τονίζονται ακόμα περισσότερο με την περίφημη τοποθέτηση των χεριών, που χρησιμεύει επίσης για να συνδέσει τις δύο μορφές.
Η επαφή του με τους ζωγράφους του εμπρεσιονισμού και η επιρροή του φίλου του κριτικού Εντμόν Ντυραντύ, που ήταν υπέρμαχος της νέας τάσεως, έπεισαν τον Ντεγκά να εκθέσει μαζί τους, παρόλο που δεν θα προσχωρήσει στην κίνησή τους. Ανάμεσα στα πρώτα έργα που δημιούργησε ο Ντεγκά, σε ανταπόκριση προς τους νέους δεσμούς του, ήταν το «Αμάξι στις ιπποδρομίες» το 1873. Ο πίνακας εμφανίστηκε στην πρώτη εμπρεσιονιστική έκθεση το 1874. Για το ντεμπούτο του ο Ντεγκά είχε δημιουργήσει ένα μικρό αριστούργημα. Ήταν ένας κολορίστας με σπάνιο, ξεχωριστό στυλ και σε αυτό το έργο έχει δώσει στα χρώματά του μια διάφανη απαλότητα. Το αχνό πράσινο του ιππόδρομου, το ελαφρό γαλάζιο του ουρανού σκιασμένο με μικρά σύννεφα, το αχνό τριανταφυλλί και κίτρινο στα φορέματα και στις ομπρέλες των γυναικών. Για να προβάλλει καλύτερα αυτή την αρμονία του παστέλ, ο καλλιτέχνης ζωγράφισε στο πρώτο πλάνο το αμάξι με ζωηρούς καστανούς και λευκούς τόνους. Ενώ ο Ντεγκά απέρριπτε τη χαλαρή πινελιά των εμπρεσιονιστών φίλων του, πετύχαινε ωστόσο τις υπαίθριες εντυπώσεις τους με τα δικά του μέσα. Έλουζε τον πίνακα σε ένα λεπτό, διάχυτο φως.
Ο Ντεγκά υιοθέτησε το ανεπίσημο θεματικό υλικό των εμπρεσιονιστών και συμμεριζόταν τον ενθουσιασμό τους για τις γιαπωνέζικες αρχές της συνθέσεως, που προέρχονταν από τις ξυλογραφίες Ουκιγιό-έ, οι οποίες κυκλοφορούσαν τότε στα μη ακαδημαϊκά εργαστήρια του Παρισιού. Η γιαπωνέζικη επίδραση είναι φανερή στην έξω από το κέντρο τοποθέτηση της άμαξας και των αλόγων και στον τρόπο που έχουν κοπεί αυθαίρετα στην κάτω και τη δεξιά άκρη του μουσαμά. Το μπουλντόγκ επάνω στο αμάξι, το ροζ τριαντάφυλλο πίσω από το αυτί του αλόγου, η ουρά του αλόγου που σαλεύει στην αύρα, όλα δείχνουν πόσο δροσερή ήταν η ματιά του Ντεγκά.
Το πρόγραμμα των αναζητήσεών του, δεν περιοριζόταν στην ψυχολογική ανάλυση της ανθρώπινης μορφής, αλλά αγκάλιαζε τη ζωή σε όλες τις εκδηλώσεις της. Ξεπερνώντας τον στενό ρεαλισμό, προσπαθούσε να σταθεροποιήσει το στιγμιαίο, το φευγαλέο και την ταχύτητα, συλλαμβάνοντας το ουσιώδες χαρακτηριστικό μιας κινήσεως. Ο Ντεγκά ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τον κόσμο του χορού. Στο έργο του «Η τάξη του χορού» το 1873-1876, οι χορεύτριες απεικονίζονται σε κίνηση και σε ανάπαυση, τεντώνοντας τους μυς τους για να υπακούσουν στον ρυθμό του χορού, αφήνοντας τον εαυτό τους σε στάση εγκαταλείψεως, απασχολημένες με την πυρετώδη προετοιμασία τους πριν από την παράσταση.
Τον Ντεγκά τον ενδιέφεραν το σχέδιο και η άψογη τεχνική. Στα πορτραίτα του «Ο Ανρί Ντεγκά και η ανιψιά του η Λουκία» το 1876, επιδίωκε να προβάλλει την εντύπωση του χώρου και την αίσθηση τρισδιάστατων μορφών, όπως φαίνονται από τις απροσδόκητες οπτικές γωνίες. Τον ενδιέφερε η αλληλεπίδραση του φωτός και της σκιάς πάνω στην ανθρώπινη μορφή και ο τρόπος με τον οποίο θα μπορούσε να δώσει την αίσθηση του χώρου.
Βιβλιογραφία:
- E.H. Gombrich, 1998, «Το χρονικό της Τέχνης», Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης
- Εγκυκλοπαίδεια έγχρωμη «ΔΟΜΗ», Όλες οι γνώσεις για όλους, Τόμος 11ος, 1975, Εκδόσεις «ΔΟΜΗ» Αθήναι
- Εγκυκλοπαίδεια έγχρωμη «ΔΟΜΗ», Όλες οι γνώσεις για όλους, Πινακοθήκη, 1975, Εκδόσεις «ΔΟΜΗ» Αθήναι
- Τα Μεγάλα Μουσεία του Κόσμου, (Εθνική Πινακοθήκη-Ουάσιγκτων), (Λούβρο-Παρίσι), (Μουσείο Καλών Τεχνών-Βοστώνη), 1970, Εκδόσεις Φυτράκη-Αθήναι
- Ιστοσελίδα της Wikipedia