Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το περίφημο «Γραφείο βαμβακιού στη Νέα Ορλεάνη», το 1873, μια σκηνή μοντέρνας ζωής που ζωγράφισε σε ένα ταξίδι του στην Αμερική, με την αντικειμενικότητα ενός Βερμέερ. Το έργο αυτό, με την εξαίρετη περιγραφική του δύναμη, δίνει την ώθηση σε όλη τη νατουραλιστική, σχεδόν ρεαλιστική, παραγωγή του καλλιτέχνη, ο οποίος σε εκατοντάδες ελαιογραφίες, παστέλ και σχέδια πραγματοποιεί μια αντικειμενική ανάλυση της σύγχρονης κοινωνίας. Είναι εικόνες από τη ζωή του λαού «Οι Σιδερώτρες», σκηνές κοινωνικής καταπτώσεως «Το αψέντι», το 1877-1878, γυναικεία γυμνά, ζωγραφισμένα χωρίς καμιά εξιδανίκευση την ώρα της τουαλέτας τους. Μέσα στο λουτρό, όταν σκουπίζονται ή χτενίζονται σαν «γάτες που γλείφονται» «Η περιποίηση των ποδιών» το 1875.
Αλλά το ακόρεστο ενδιαφέρον του για την κίνηση τον φέρνει κυρίως στον ιππόδρομο και στο μπαλέτο. Ερευνά την σκηνή σε όλη την έκταση της δραματικής και χορογραφικής πράξεως, επιμένοντας στην αντίθεση ανάμεσα στην λάμψη της σκηνής και στη φυσική προσπάθεια των χορευτριών. Το ίδιο στο τσίρκο ή στο καμπαρέ, αναλύει ωμά τις παράξενες κινήσεις των τραγουδιστών και των ακροβατών. Η εκτέλεση των έργων, βασισμένη ουσιαστικά στο σχέδιο, διατηρείται κλασική έως το 1878-1880. Αργότερα η τεχνική του γίνεται πιο ελεύθερη, με διακεκομμένες πινελιές και αντλεί από τις εμπρεσιονιστικές αναλύσεις των χρωμάτων, βίαιες αρμονίες, ιδιαίτερα στους πίνακες με αναβάτες και τραγουδίστριες. Σε ανάλογα αποτελέσματα φθάνει ο Ντεγκά και με την τεχνική του παστέλ, με την οποία ασχολήθηκε ιδιαίτερα στα τελευταία του χρόνια, από το 1886 και ύστερα, όταν η όρασή του ελαττώθηκε σημαντικά. Η ίδια αιτία, η οποία από το 1898 τον ανάγκασε να σταματήσει τη ζωγραφική, τον οδήγησε στην γλυπτική. Σε αυτή επιδόθηκε με αποτελέσματα υψηλού επιπέδου και άφησε πάνω από 70 κέρινα προπλάσματα χορευτριών και αλόγων που χυτεύθηκαν στον χαλκό μετά τον θάνατό του. Ο Ντεγκά ήταν και πρώτης τάξεως χαράκτης. Τα έργα του με ακουαφόρτε και οι μονοτυπίες του είναι φημισμένα.
Ο Ντεγκά φιλοτέχνησε πολλά πορτραίτα της δεσποινίδας Μαλό, που ίσως, ήταν χορεύτρια στην Όπερα. Με τα πορτραίτα αυτά φαίνεται σαν να θέλει να εκφράσει την περιφρόνησή του για την απλή ομορφιά και την τάση του για την ευαισθησία και τη φαντασία. Όταν ζωγράφισε τον πίνακα «Η Δεσποινίς Μαλό», το 1877, ο Ντεγκά ήταν σαράντα χρονών, δηλαδή στα μέσα της σταδιοδρομίας του. Ο πίνακας παρουσιάζει μια μοντέρνα πλευρά, όχι μόνο για τις σημαντικές τεχνικές καινοτομίες, αλλά και για τον μετρημένο και προσωπικό χαρακτήρα της συνθέσεως. Το μικρό κεφάλι παίρνει από το παλλόμενο φως μια ιδιαίτερη αναγλυφικότητα, έπειτα όμως το φως γλιστρά, αναπηδά σε μερικά σημεία «κλειδιά» του πίνακα δημιουργώντας μια αντίστιξη στο χώρο, τονίζοντας και ρυθμίζοντας την ισορροπία στης συνθέσεως, προβάλλοντας τους όγκους του προσώπου. Τα λουλούδια, εμπνευσμένα από τη ζωγραφική των ανατολικών παραβάν, διαστίζουν το φόντο με μια λεπτότητα και μια διάκριση που επιτρέπουν στον θεατή να συγκεντρώσει την προσοχή του στο κεφάλι της δεσποινίδας Μαλό, με την ευγενική του απόσπαση, καθώς το βλέμμα προσηλώνεται σε ένα αόρατο σημείο. Το πρόσωπο αυτό, με τα φίνα χαρακτηριστικά και την κάπως ανήσυχη έκφραση, αντλεί τη ζωή του από τη θέση του στο σύνολο του πίνακα και ιδιαίτερα από τη σχέση του με την τοποθέτηση του μπούστου.
Το έργο του «Περιμένοντας το σύνθημα», το 1879, είναι ένα από τα σχέδια του Ντεγκά με την τεχνική του παστέλ. Η διάταξη είναι συμπτωματική. Μερικών χορευτριών παρατηρούμε μόνο τα πόδια και άλλων μόνο το σώμα. Μια φιγούρα μονάχα παρουσιάζεται ολόκληρη και αυτή σε μια στάση περίπλοκη, που δύσκολα μπορούμε να την ξεδιαλύνουμε. Είναι από ψηλά, με το κεφάλι σκυμμένο, το αριστερό χέρι να κρατά τον αστράγαλο, σε μια στάση ηθελημένης ανάπαυσης. Τα έργα του Ντεγκά δεν έχουν υπόθεση. Δεν τον ενδιέφεραν οι χορεύτριες επειδή ήταν όμορφα κορίτσια. Τον ενδιέφερε η αλληλεπίδραση του φωτός και της σκιάς πάνω στην ανθρώπινη μορφή και ο τρόπος με τον οποίο θα μπορούσε να δώσει την αίσθηση της κίνησης ή του χώρου.
Στον πίνακα «Αναβάτες στη βροχή» το 1881, ο καλλιτέχνης παρατηρώντας από το φυσικό τις ιπποδρομίες, τις αναζητήσεις του επί των προβλημάτων της κινήσεως, δημιούργησε των πίνακα. Στους πίνακες του Ντεγκά όλες οι λεπτομέρειες είχαν την σημασία τους και η σύνθεσή του, που ήταν κατά κανόνα μια τυχαία επιφανειακά, αυθαίρετη σκηνή, είχε τέλεια ισορροπία με καθορισμένα εστιακά κέντρα.
Πολύ νωρίς ο Ντεγκά γοητεύθηκε από την ιδέα να αποδώσει ζωγραφικά τις πιο συνηθισμένες και πιο ταπεινές όψεις της ζωής και των αντικειμένων, επειδή ταίριαζαν καλύτερα στην αντίληψή του για τη φόρμα. Το 1884, διάλεξε δύο σιδερώτρες, σε μια τυχαία στιγμή της καθημερινής δουλείας τους. Η απεικόνιση αυτή, που θα μπορούσε να παραμείνει ένα προσχέδιο ηθογραφικής σκηνής, γίνεται κάτω από το πινέλο του Ντεγκά, μια ζωγραφική θαυμαστού ρυθμού, μέσα στην αρμονία, την αντίθεση και τον διαχωρισμό των στοιχείων που τη συνθέτουν. Οι πιο συνηθισμένες κινήσεις γίνονται θαυμάσια όργανα συνθέσεως. Το κεκλιμένο επίπεδο του τραπεζιού σχεδιάζει μια διαγώνιο, αντίθετη προς τη στέρεη και κατευθυνόμενη προς τα επάνω κίνηση της δεύτερης σιδερώτρας. Ανάμεσα στις δύο φιγούρες, υπάρχει κάποια σχέση που εκφράζεται με την αισθητή παρέκκλιση των χεριών και με την όλη στάση της πρώτης γυναίκας. Το απαλό, σαν βελούδινο χρώμα τονίζει την πρωτοτυπία του έργου, που θεωρείται ένα από τα ωραιότερα όλων των εποχών.
Η προτίμηση του Ντεγκά για τις σκηνές χορού και πιο συγκεκριμένα για τις χορεύτριες, συνδέεται με μια προσωπική τάση για τη μελέτη των μορφών σε κίνηση. Συλλαμβάνει τις κινούμενες μορφές στις πιο κρυμμένες όψεις τους και στις πιο αναπάντεχες στιγμές τους, κάτω από μια εντελώς νέα οπτική γωνία και έναν νέο φωτισμό. Στο έργο του «Σκηνή μπαλέτου», το 1907, η χορευτική σκηνή παίρνει μια ιδιαίτερη σημασία, επειδή συμβολίζει τα ουσιώδη χαρακτηριστικά του ύφους του. Χάρη στο παστέλ που του επιτρέπει να συγχωνεύσει σχέδιο και χρώματα, ή καλύτερα να αποδώσει το σχέδιο με τη γλώσσα του κολορίστα, ο Ντεγκά χτίζει τον χώρο συντονίζοντας αυστηρά τις ποικίλες στάσεις των έξι προσώπων. Ο έλεγχος αυτός δεν εμποδίζει την ορμή της ομάδας, που ξετυλίγεται προοπτικά μέσα στο χώρο. Ο εκκεντρικός δυναμισμός των στοιχείων της συνθέσεως, η εκπληκτική διαδοχή από γωνίες, αποκλίσεις και αντιθέσεις των προσώπων, βρίσκουν την απήχησή τους σε μια εκτέλεση θαυμαστής ζωντάνιας, τόσο στο βάθος όσο και στα πρώτα επίπεδα. Ο κυματιστός καταρράκτης των χρωμάτων ισορροπεί και συμπληρώνει το πλέξιμο των μορφών στην πλατιά επιφάνεια της σκηνής.
Βιβλιογραφία:
- E.H. Gombrich, 1998, «Το χρονικό της Τέχνης», Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης
- Εγκυκλοπαίδεια έγχρωμη «ΔΟΜΗ», Όλες οι γνώσεις για όλους, Τόμος 11ος, 1975, Εκδόσεις «ΔΟΜΗ» Αθήναι
- Εγκυκλοπαίδεια έγχρωμη «ΔΟΜΗ», Όλες οι γνώσεις για όλους, Πινακοθήκη, 1975, Εκδόσεις «ΔΟΜΗ» Αθήναι
- Τα Μεγάλα Μουσεία του Κόσμου, (Εθνική Πινακοθήκη-Ουάσιγκτων), (Λούβρο-Παρίσι), (Μουσείο Καλών Τεχνών-Βοστώνη), 1970, Εκδόσεις Φυτράκη-Αθήναι
- Ιστοσελίδα της Wikipedia