Στο πεδίο της φιλοσοφίας ο Νεορεαλισμός αναπτύχθηκε από έξι μελετητές που ανήκαν σε διαφορετικά πανεπιστήμια των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής. Η βάση της φιλοσοφικής θεωρίας αυτής πρότεινε ότι εάν κάποιος έχει γνώσεις αναφορικά με ένα αντικείμενο θα ήταν λάθος να υποθέσουμε πως το ίδιο το αντικείμενο (με όλη του την υλική υπόσταση) και οι γνώσεις αυτές αποτελούν δύο διαφορετικά και ξεχωριστά γεγονότα. Στην τέχνη ωστόσο, το ρεύμα του Νεορεαλισμού καθιερώθηκε από τους Βρετανούς ζωγράφους Charles Ginner και Harold Gilman στις αρχές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου (1914).
Οι καλλιτέχνες αυτοί προσπάθησαν να προσεγγίσουν την ουσία της εποχής μέσα στην οποία ζούσαν και δραστηριοποιούνταν καλλιτεχνικά βασισμένοι σε χρώματα και σχήματα εμπνευσμένα από την καθημερινή ζωή. Το μανιφέστο τους, δια χειρός Ginner στα 1914, αποτέλεσε και τον πρόλογο της εικαστικής έκθεσής τους την ίδια χρονιά. Η ουσία του Νεορεαλισμού ήταν επικεντρωμένη στην άρνηση αρχικά του Ακαδημαϊσμού και στην έντονη αντιπαράθεση της «διακοσμητικής» διάθεσης κάποιων αμφιλεγόμενων Μετα- ιμπρεσιονιστών καλλιτεχνών. Ένας από τους σημαντικότερους έλληνες καλλιτέχνες που συνδέεται άμεσα με καλλιτεχνικό ρεύμα του Νεορεαλισμού ήταν και ο Νίκος Κεσσανλής.
Ο Νίκος Κεσσανλής (1930- 2004) γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και πέθανε στην Αθήνα. Η καλλιτεχνική του δραστηριότητα εκτίνεται τόσο εντός όσο και εκτός (Παρίσι, Ιταλία) των Ελληνικών συνόρων. Σημείο αναφοράς στην πορεία της ζωής του καλλιτέχνη, αποτελεί η εγκατάστασή του στο Παρίσι στα 1960 όπου και συνδέεται με άλλους σημαντικούς καλλιτέχνες του Νεορεαλισμού όπως ο Δανιήλ, ο Παύλος, ο Κανιάρης κ.α. γύρω από τον θεωρητικό Pierre Restany.
Στη Γαλλία, ο Κεσσανλής ανακαλύπτει τη δύναμη και την σημασία της χειρονομίας στην καλλιτεχνική πρακτική και η αισθητική αυτή που αναπτύσσει μέσω της επαφής του με τον Νέο Ρεαλισμό οδηγεί το 1964 στην έκθεση «Τρείς Προτάσεις για μια Νέα Ελληνική Γλυπτική» όπου συμμετέχει ανάμεσα σε άλλους νεορεαλιστές καλλιτέχνες- ή για την ακρίβεια σε συνεργασία μαζί τους.
Η έκθεση παρουσιάστηκε στο φουαγιέ του θεάτρου La Fenice στη Βενετία με επιμελητή τον Pierre Restany και συμμετέχοντες τους Δανιήλ, Κανιάρη και Κεσσανλή. Ο Νίκος Κεσσανλής συμμετείχε στην έκθεση με το έργο του «Μεγάλη Λευκή Χειρονομία», το οποίο στην ουσία είναι ένα μεγάλο πανί που απλώνεται στον χώρο δημιουργώντας ένα πεδίο γεμάτο κίνηση, φωτοσκιάσεις ενώ το φλέγον ζήτημα της χειρονομίας είναι εμφανές στα έργα και των τριών καλλιτεχνών.
Στην αναζήτηση για την ουσία και την απόδοση του ρεαλισμού την οποία αναζητά κάπου ανάμεσα στο φως και στη σκιά, ο Νίκος Κεσσανλής στρέφεται προς την φωτογραφική τεχνική της Mec Art, της οποίας μάλιστα γίνεται και ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους, ήδη από το 1961. Οι αποτυπώσεις των φωτογραφικών σκιών του πάνω σε ευαισθητοποιημένο χαρτί αποτελούν τα κυριότερα δείγματα της καλλιτεχνικής του πρακτικής.
Τα έργα του, αποτυπώνουν τις σκιές από τις εκφράσεις και τις κινήσεις των μοντέλων που χρησιμοποιεί. Έτσι ο καλλιτέχνης, δημιουργεί ένα διαφοροποιημένο «θέατρο σκιών» που συγγενεύει έντονα με την ζωγραφική, τη μνημειακή γλυπτική, το θέατρο και τη φωτογραφία. Τα έργα του έχουν έντονα απεικονιστικά στοιχεία με εκείνα της μεταξοτυπίας, ή της φωτογραφίας αλλά στη βάση της λογικής τους συνδέονται όσο τίποτα άλλο με τα Tableaux Vivants.
Ο Γαλλικός όρος Tableau Vivant, που σημαίνει «Ζώσα σκηνική εικών» περιγράφει μια ομάδα από καταλλήλως ντυμένους ηθοποιούς- μοντέλα, οι οποίοι πόζαραν επιτηδευμένα μπροστά στο κοινό. Αν θελήσουμε να αναζητήσουμε σήμερα τον κατεξοχήν απόγονο των Tableaux θα τον βρούμε μάλλον στους πλανόδιους «ηθοποιούς» που ποζάρουν ακίνητοι στον δρόμο προς τέρψιν των περαστικών.
Όπως και την εποχή πριν από την τηλεόραση ή την αναπαραγωγή της έγχρωμης εικόνας, έτσι και σήμερα τα μοντέλα του «Tableau Vivant» ποζάρουν ακίνητα και αμίλητα καθ' όλη τη διάρκεια της έκθεσής τους. Στην Βικτωριανή περίοδο μάλιστα, δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που τα Tableaux χρησιμοποιούνταν για λόγους εκπαιδευτικούς αφού αφηγούνταν μια ιστορία χωρίς τα περιττά και πολυάριθμα «στολίδια» του θεάτρου.
Τα Tableaux έφτασαν στο αποκορύφωμά τους μέσα στα χρονικά πλαίσια του 19ου αιώνα πολλές φορές χρησιμοποιώντας την πλαστικότητα από γυμνές και ημίγυμνες πόζες. Ωστόσο, η θεατρική λογοκρισία στην Βρετανία και στις Ηνωμένες πολιτείες το κατέταξαν στην κατηγορία της «ριψοκίνδυνης ψυχαγωγίας» λόγω του- μερικές φορές- ακατάλληλου περιεχομένου τους επί σκηνής.
Η προσέγγιση της στατικής πόζας, δανείζεται στοιχεία από την ζωγραφική, τη φωτογραφία, και το θέατρο. Για αυτόν ακριβώς το λόγο αιχμαλώτισε το ενδιαφέρον πολλών μοντέρνων καλλιτεχνών, ανάμεσα στους οποίους και ο Νίκος Κεσσανλής. Θα έλεγε κανείς μάλιστα, ότι το «Tableau Vivant» αποτελεί και μια πρώιμη αναφορά στην πολύ μεταγενέστερη performance art.
Η χρήση ζωντανού μοντέλου για να αποτυπώσει τη σκιά της πόζας του- έτσι ακίνητη και αμίλητη- πάνω σε μια λευκή φωτοευαίσθητη επιφάνεια, συνδέει τον καλλιτέχνη Νίκο Κεσσανλή με την πρωταρχική έκφραση και ουσιαστική χροιά της φωτογραφίας. Ο καλλιτέχνης όμως, προχωράει ένα βήμα πιο πέρα και αναπτύσσει μια ενδιαφέρουσα και εποικοδομητική «συνομιλία» ανάμεσα στην τέχνη της ζωγραφικής με εκείνη του θεάτρου και της φωτογραφίας, όπως έκαναν και τα Tableaux της Βικτωριανής περιόδου.
Η έντονη εκφραστικότητα των έργων του διαγράφουν τις προσωπικότητες των μοντέλων του και «απαθανατίζουν» την στιγμή παίζοντας ταυτοχρόνως με τις εντάσεις ανάμεσα στο φως και τη σκιά. Με τα αλλοιωμένα περιγράμματα των μορφών του καταφέρνει να έχει τον έλεγχο ανάμεσα στις διάφορες αποχρώσεις του μαύρου και του άσπρου. Προκειμένου να αναδείξει την εκφραστικότητα στα έργα του, μερικές φορές ο ίδιος επεμβαίνει στις «φωτογραφικές» του απαθανατίσεις με το πινέλο (ή τη βούρτσα) του.
Ακλουθώντας μια σημαντική καλλιτεχνική πορεία, και ερχόμενος σε επαφή με άλλους καλλιτέχνες του Νεορεαλισμού, ο καλλιτέχνης του μοντερνισμού Νίκος Κεσσανλής, πλησιάζει όσο κανείς άλλος την έκφραση του «Tableau Vivant». Δανείζεται κάποια από τα βασικά του στοιχεία, και καταφέρνει να αποδώσει μέσα από τα έργα του την ταυτότητά του και τις προσωπικές του αναζητήσεις αναφορικά με το στοιχείο της έκφρασης.
Αναστασία Βουτσά (Εικαστικός- Μουσειολόγος)
Ενδεικτική Βιβλιογραφία:
- Bondanella, P., La Strada, Rutgers Films in Print Series, Rutgers University Press: 1987, pp. 3-4.
- Head,J.H.,Home pastimes; or tableaux vivants, 2006.
- Holt, EdwinB;Marvin,Walter T; Montague, WilliamP; Perry,RalphB; Pitkin, WalterB; Spaulding, EdwardG. The New Realism: Cooperative Studies in Philosophy,1912,NewYork: The Macmillan Company.
- Upstone, R., Modern Painters: The Camden Town Group, exhibition catalogue, Tate Britain, London, 2008.
- Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης: http://www.mmca.org.gr/mmst/en/collection.htm?m=1&l=11;190:bio.
- Αδαμοπούλου Μ., Κατημέρτζη, Π., Μουτσόπουλος Θανάσης; Νίκος Κεσσανλής; Ο ριζοσπαστικός, Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη, 2009.