Τα τυπικά στοιχεία της «εικονιστικής τέχνης» είναι τα αισθητικά αποτελέσματα που δημιουργούνται μέσα από το σχέδιο. Δηλαδή τα ίδια ακριβώς στοιχεία που συναντάμε σε ολόκληρο το εύρος της τέχνης. Στην εικονιστική τέχνη ωστόσο, αναπτύσσονται με τέτοιο τρόπο ώστε να αποτυπώσουν την ψευδαίσθηση του χώρου και της φόρμας. Ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχει η εικονιστική απόδοση των έργων στη γλυπτική, η οποία δίνει ιδιαίτερη έμφαση στις λεπτομέρειες.
Οι αρχές της «εικονιστικής τέχνης» βρίσκονται στην κατανόηση των αφηρημένων σχημάτων και μορφών. Από τα Ελληνικά ειδώλια με τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά και την εξιδανίκευση των μορφών, στην Αιγυπτιακή τέχνη που έκανε μια νύξη στην από μνήμης μορφή και σε ολόκληρη την πορεία της ιστορίας της τέχνης μέχρι και σήμερα, η «εικονιστική τέχνη» κατάφερε να αναπτύξει σταδιακά και σταθερά τις παραμέτρους της. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η εξέλιξη αυτή ως προς την ανθρώπινη μορφή και το χρονικό αυτής της εξέλιξης θα ακολουθήσουμε παρακάτω.
Από την αρχή της ιστορίας του ο άνθρωπος έβρισκε τρόπους να εκφράσει τη δημιουργικότητά του. Τα πρώτα δείγματα της ανθρώπινης τέχνης χρονολογούνται από την παλαιολιθική εποχή (περίπου 30.000 π.Χ.) με ευρήματα που αποδεικνύουν πως ο Homo Sapiens σχεδίαζε πάνω σε βράχους και κατασκεύαζε αντικείμενα. Τα περισσότερα από αυτά τα σχέδια και τα αντικείμενα σχετίζονταν με τελετές.
Οι πρώτες αυτές προσεγγίσεις απεικόνισης ανθρώπινου περιβάλλοντος μπορεί να έχουν γραμμικό χαρακτήρα αλλά αποτελούν προσπάθειες μιας πιο ρεαλιστικής, νατουραλιστικής απεικόνισης. Ανάμεσα σε αυτά τα σημαντικά ευρήματα υπάρχουν και ανθρώπινες μορφές. Αυτές είναι συνήθως γυναικείες μορφές που ονομάζονται «Αφροδίτες». Πρόκειται και απρόσωπα ειδώλια με ατροφικά χέρια και υπερτονισμένα τα χαρακτηριστικά του φύλλου. Αυτές αποτέλεσαν πιθανές προσπάθειες ως προς την απεικόνιση της γυναικείας γονιμότητας.
Από το 5.000 π.Χ. περίπου, την παλαιολιθική και τη νεολιθική εποχή διαδέχεται η εποχή του μετάλλου, του χαλκού και του σιδήρου με την κάθε περίοδο να δίνει το όνομά της στην κάθε εποχή. Οι άνθρωποι ξεκινούν να χρησιμοποιούν μέταλλα για την κατασκευή των αντικειμένων τους και ανακαλύπτουν νέους εμπορικούς δρόμους. Με την ανάπτυξη των εργαλείων και των υλικών που μπορούσε να χειριστεί ο άνθρωπος, αναπτύσσονταν μορφολογικά και η εικαστική του έκφραση έως την εποχή που ο άνθρωπος χρησιμοποιούσε συνειδητά την τέχνη για να εξυπηρετήσει τους σκοπούς του.
Ένας από τους σημαντικότερους αρχαίους πολιτισμούς με παράδοση στην τέχνη είναι και ο Αιγυπτιακός πολιτισμός. Αναπτύχθηκε στην περιοχή της Μεσοποταμίας ανάμεσα στους ποταμούς Τίγρη και Ευφράτη περίπου από το 5.000 π.Χ. Με την εξουσία των Φαραώ, προσδόθηκε και στην Αιγυπτιακή τέχνη τις τεράστιες διαστάσεις της και την αίγλη για την οποία είναι γνωστή ακόμη και σήμερα.
Η ζωγραφική της Αιγύπτου ακολουθούσε ιδιαίτερα αυστηρούς κανόνες. Ωστόσο, τα πράγματα αποδίδονταν περισσότερο με βάση εκείνα που ήξεραν οι άνθρωποι της εποχής παρά με βάση αυτά που έβλεπαν και έτσι με αυτόν τον τρόπο αναπτύχθηκε η χαρακτηριστική τεχνοτροπία των Αιγυπτίων με τα σώματα να απεικονίζονται σε πλάγια όψη ενώ τα μάτια και τα στήθος μετωπικά.
Η γλυπτική της Αιγύπτου ήταν περισσότερο συνδεδεμένη με την αιωνιότητα της εξουσίας των Φαραώ. Αυτό το μπορούμε να το διακρίνουμε στα λαξευμένα σε πέτρες αγάλματα τα οποία στη συνέχεια μπορούσαν να χρωματιστούν και να επιχρυσωθούν. Ο χαρακτήρας τους ήταν περισσότερο «επιτύμβιος», πράγμα που μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα αναλογιζόμενοι ότι τα περισσότερα από αυτά τα έργα βρέθηκαν μέσα σε ιδιωτικά «παρεκκλήσια», κάτι σαν «ησυχαστήρια» της εποχής.
Ο πολιτισμός που αναπτύχθηκε περίπου στο 3.000 π.Χ στην ευρύτερη περιοχή του Αιγαίου ονομάζεται Αιγαιακός πολιτισμός. Ανάλογα με την περιοχή που αναπτύχθηκε ο πολιτισμός αυτός ονομάστηκε αντίστοιχα Κυκλαδικός, Κρητικός, Μινωικός ή Μυκηναϊκός. Όλοι οι πολιτισμοί αυτοί ήταν εξίσου σημαντικοί αναφορικά με την τέχνη τους. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον ακόμη και σήμερα παρουσιάζουν τα Κυκλαδικά ειδώλια που αποτελούν τα σημαντικότερα δείγματα της τέχνης αυτού του πολιτισμού.
Τα Κυκλαδικά ειδώλια ήταν αφιερώματα σε νεκρούς και είχαν σμιλευθεί σε μάρμαρο. Ένα υλικό το οποίο χαρίζει σε αυτά τα γλυπτά μια ιδιαίτερη ομορφιά και λιτότητα. Από ίχνη που βρέθηκαν στα γλυπτά φαίνεται να υπήρξε προσπάθεια απόδοσης των χαρακτηριστικών του προσώπου. Τα Κυκλαδικά ειδώλια απεικονίζουν γυναικείες όρθιες μορφές και ανδρικές που συνήθως είναι καθιστές.
Οι καλλιτέχνες της εποχής προσπάθησαν να αποδώσουν την ανθρώπινη μορφή με απλό και αρμονικό τρόπο δίνοντας μια ιδιαίτερη χροιά στην πλαστικότητα των μορφών. Με αυτόν τον τρόπο ανέπτυξαν μια ιδιαίτερη εικαστική γλώσσα για τα γλυπτά. Παρά τις μορφολογικές προσεγγίσεις ως προς την ανθρώπινη μορφή, τα επιμέρους χαρακτηριστικά των Κυκλαδικών ειδωλίων είναι περισσότερο σχηματικά με έντονα γεωμετρικά στοιχεία που δεν αποδίδουν και τόσο ρεαλιστικά την ανθρώπινη μορφή.
Τον Μυκηναϊκό πολιτισμό διαδέχθηκαν οι Γεωμετρικοί Χρόνοι. Από το όνομα αυτής της περιόδου που καλύπτει τους τέσσερις αιώνες που διαδέχθηκαν τον Μυκηναϊκό πολιτισμό, μπορούμε να καταλάβουμε ότι τα θέματα και οι απεικονίσεις των αγγείων της εποχής ήταν κυρίως γεωμετρικά.
Η περίοδος ανάμεσα στα Γεωμετρικά Χρόνια και την Κλασική τέχνη της αρχαίας Ελλάδας ονομάστηκε Αρχαϊκή εποχή. Στην ακμή της Αρχαϊκής εποχής, περίπου το 7ο αιώνα π.Χ. γεννήθηκε η αρχαία Ελληνική πλαστική. Σταδιακά, με τις επιρροές που δέχτηκε η τέχνη αυτής της εποχής από την Ανατολή, συναντάμε στην πλαστική τέχνη τη μείωση των γεωμετρικών σχημάτων και την ανάπτυξη περισσότερων καμπυλωτών σχημάτων.
Η εποχή που έθεσε τους δικούς της κανόνες στην τέχνη και ιδιαίτερα στη γλυπτική, είναι η Ώριμη Κλασική Ελληνική εποχή (450- 420 π. Χ.). Την εποχή αυτή επικρατούσε έντονα ένα πνεύμα ηρωισμού το οποίο αποδόθηκε επιτυχώς και στην τέχνη της γλυπτικής. Το ιδανικό για τους καλλιτέχνες της εποχής αυτής αποτελεί το κάλλος στην ψυχή και το σώμα και αυτό είναι το στοιχείο που προσπαθούσαν να αποδώσουν οι καλλιτέχνες τόσο στις ανθρώπινες μορφές όσο και στις μορφές των θεών. Οι ανδριάντες των αθλητών της εποχής απεικονίζονται σύμφωνα με αυτά τα ιδανικά και απέχουν παρασάγγας από το τυχαίο, το άσχημο ή το εφήμερο.
Στις εξιδανικευμένες αυτές μορφές δεν υπάρχει τίποτα το καθημερινό. Επικρατεί μια τάση απόδοσης της εσωτερικότητας των θεών και των ανθρώπων και μια έμφαση στην ανύψωση των χαρακτηριστικών της ψυχής και του σώματος. Οι καλλιτέχνες παρατηρούν και δεν αποδίδουν στις μορφές σύμφωνα με αυτό που ήδη ξέρουν, σε αντίθεση με τις μορφές της Αιγυπτιακής τέχνης, φτάνοντας έτσι σε ένα επίπεδο εσωτερικής ελευθερίας και υπεύθυνης επιλογής.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της Ώριμης Κλασικής περιόδου αποτελεί ο «Δισκοβόλος» (450 π.Χ.) που φιλοτεχνήθηκε από τον Μύρωνα σε μάρμαρο. Το άγαλμα έχει ύψος 1,55 μέτρα και σήμερα βρίσκεται στο Εθνικό Μουσείο της Ρώμης. Η ρεαλιστικότατα στη μορφή αυτού του γλυπτού είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα. Ο αθλητής απεικονίζεται τη στιγμή που ρίχνει τον δίσκο, την στιγμή της απόλυτης έντασης και μοιάζει σαν να έχει παγώσει έτσι ακριβώς τη στιγμή εκείνη. Η απόδοση της έντασης μας κάνει να σκεφτούμε τη σπουδή του γλύπτη πάνω στην ανθρώπινη ανατομία και μας αποκαλύπτει την «παρατήρηση» των καλλιτεχνών εκείνης της εποχής στα πράγματα που βρίσκονταν γύρω τους.
Η Ρωμαϊκή τέχνη (7ος αιώνας π.Χ.) μέχρι το 133 περίπου π.Χ. είχε γίνει η κυρίαρχη δύναμη της Μεσογείου. Οι Ρωμαίοι ήρθαν σε επαφή με τον Ελληνικό πολιτισμό και επηρεάστηκαν από αυτόν ενώ δανείστηκαν στοιχεία τα οποία προσάρμοσαν στη δική τους τέχνη. Οι Ρωμαίοι κατάλαβαν την αξία της τέχνης και το πώς θα μπορούσε να εξυπηρετήσει πολιτικούς, κοινωνικούς και θρησκευτικούς σκοπούς ενώ από εκείνα τα στοιχεία που αφομοίωσαν από τα έργα του Ελληνικού πολιτισμού προχώρησαν ένα βήμα πιο πέρα.
Οι Ρωμαίοι δανείστηκαν στοιχεία που είχαν να κάνουν με την στάση του ανθρώπινου σώματος, τον ρυθμό και την κίνηση. Η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στην Ρωμαϊκή και την Ελληνική τέχνη έγκειται στο γεγονός της «εικονιστικής προσέγγισης». Οι Ρωμαϊκή γλυπτική δίνει μεγαλύτερη έμφαση στην ομοιότητα της μορφής με το πρότυπο της φύσης και όχι τόσο στην εξιδανίκευση της εκάστοτε μορφής. Η θεματολογία της Ρωμαϊκής τέχνης πλησιάζει πολύ σε εκείνη της αρχαίας Ελληνικής αλλά δίνει περισσότερη βαρύτητα σε φάσεις από πολεμικές σκηνές.
Η Βυζαντινή τέχνη που ήταν κυρίως συνδεδεμένη με τη χριστιανική θρησκεία επηρέασε τη Γοτθική τέχνη, και ήταν μια τέχνη που εξυμνούσε τον Θεό και εξυπηρέτησε αμιγώς πνευματικούς και θρησκευτικούς σκοπούς. Οι καλλιτέχνες του Βυζαντίου δεν ενδιαφέρονταν για την πραγματική απόδοση των μορφών αλλά προσπαθούσαν να δώσουν μεγάλη έμφαση στην πνευματικότητα τους.
Τα θέματα τους είχαν συμβολικό χαρακτήρα και στα έργα βλέπουμε πολλά διακοσμητικά στοιχεία. Η τέχνη αυτή απομακρύνεται συνεχώς από τα Ελληνιστικά πρότυπα με αποτέλεσμα οι αγιογράφοι να αδιαφορούν πλέον για την ανατομία των μορφών αποδίδοντας έτσι εξαϋλωμένες τις μορφές τους χωρίς να έχουν καμία υλική υπόσταση. Έτσι, τα ατομικά χαρακτηριστικά του σώματος και του προσώπου των μορφών δεν έχουν κανένα νόημα ή αξία στην Βυζαντινή τέχνη.
Η σκοτεινή περίοδος των μεγάλων αναταραχών που φτάνει μέχρι και την Αναγέννηση περίπου ονομάζεται Μεσαίωνας. Η Μεσαιωνική τέχνη εμφανίζει μεγάλη πίστη και δίνει έμφαση στον διδακτικό ρόλο της τέχνης. Τόσο η Ρομανική όσο και η Γοτθική τέχνη που εμφανίζονται μέσα στην περίοδο του Μεσαίωνα δίνουν ιδιαίτερη έμφαση κυρίως στον χώρο της αρχιτεκτονικής.
Παρόλη τη θρησκευτικότητα της εποχής αυτής, στον χώρο της γλυπτικής αρχίζει να φαίνεται μια αναφορά στην αρχαιότητα και μια πιο ανθρωποκεντρική αντίληψη. Έτσι, στις μορφές που διακοσμούν τους καθεδρικούς ναούς, βλέπουμε γλυπτά που διέπονται από μια νατουραλιστική απεικόνιση.Τα γλυπτά της Γοτθικής τέχνης έχουν έντονες λεπτομέρειες ενώ δίνεται έμφαση στα επιμέρους χαρακτηριστικά της κάθε μορφής. Έτσι λοιπόν, φαίνεται σταδιακά η σχέση της Γοτθικής γλυπτικής με την Κλασική μέχρι και την περίοδο της καθοριστικής αλλαγής που έγινε στον χώρο της ζωγραφικής, η οποία εισήγαγε και την εποχή της Αναγέννησης.
Παράλληλα με τους Μεσογειακούς πολιτισμούς και τους υπόλοιπους Ευρωπαϊκούς πολιτισμούς, από την αρχαιότητα μέχρι τον 14ο αιώνα μ.Χ., σημειώνεται μεγάλη πολιτισμική κινητικότητα και σε περιοχές της Ασίας και της Αφρικής. Η τέχνη των μη δυτικών πολιτισμών και η δυτική τέχνη επηρέασαν αισθητά η μία την άλλη σε κάποια περίοδο της ιστορίας τους.
Η τέχνη της Αναγέννησης είναι περισσότερο μια σύνθετη απόρροια της πολιτιστικής, ιστορικής, κοινωνικής και πολιτικής αλλαγής που ξεκίνησε από την Ιταλία και εξαπλώθηκε σε άλλες περιοχές της Ευρώπης κατά τον 15ο και 16ο αιώνα. Η άνθιση του εμπορίου, η αγροτική οικονομία, η τάση για εξερεύνηση, οι μεγάλες ανακαλύψεις και η άνθιση των φυσικών επιστημών συνετέλεσαν στην ανάπτυξη της λογικής και στην εμπιστοσύνη στις ανθρώπινες δυνατότητες. Αυτό το πνεύμα που τόνιζε την ικανότητα και τη γνώση του ανθρώπου αποτυπώθηκε και στον χώρο της τέχνης.
Η τέχνη της Αναγέννησης, απαρνείται τα φονταμενταλιστικά κατάλοιπα του δογματισμού της θρησκείας και αναζητά την ομορφιά του πραγματικού κόσμου. Κεντρικό σημείο αναφοράς στην Αναγεννησιακή τέχνη είναι ξανά ο άνθρωπος και σκοπός των καλλιτεχνών είναι να αναβιώσουν το μεγαλείο της αρχαιότητας. Οι καλλιτέχνες προσπαθούν να προσεγγίσουν το κάλλος και την αρμονία με αντικειμενικότητα αυτή τη φορά και να αποδώσουν τον πραγματικό κόσμο έτσι όπως τον δημιούργησε η φύση.
Η ποικιλία, η σημασία και η ομορφιά που παρήγαγε η Αναγεννησιακή τέχνη μέσα από τα έργα της θα μπορούσε να χαρακτηριστεί επική και ιστορική. Οι καλλιτέχνες οι οποίοι έζησαν και δημιούργησαν μέσα σε αυτή τη περίοδο, είναι πολλοί και εξαιρετικά σημαντικοί. Για να επικεντρωθούμε όμως στην τέχνη της γλυπτικής, αξίζει να αναφερθούμε χαρακτηριστικά στο έργο του μεγάλου αναγεννησιακού γλύπτη Μιχαήλ Αγγέλου, «Δαβίδ» (1501- 1504), το οποίο βρίσκεται σήμερα στο Παλάτσο ντε λα Σινιορία της Φλωρεντίας.
Στο έργο αυτό ο καλλιτέχνης αναβιώνει μια στάση της αρχαίας Ελληνικής γλυπτικής. Η μάζα του σώματος οργανώνεται με τρόπο αρμονικό ώστε να δίνεται η ψευδαίσθηση της κίνησης αλλά να υπάρχει ταυτόχρονα και η ισορροπία στη σύνθεση. Ο καλλιτέχνης επιλέγει να αποδώσει τον Δαβίδ τη στιγμή ακριβώς που ετοιμάζεται να για την βολή του ενάντια στον Γολιάθ, δίνοντας με αυτόν τον τρόπο περισσότερη έμφαση στην ανθρώπινη δύναμη.
Αναστασία Βουτσά (Εικαστικός- Μουσειολόγος)
Ενδεικτική Βιβλιογραφία:
- Gombrich, E.H., (16th ed) The Story of Art, Phaidon Press Limited, London, 1964.
- Kloss, W., A History of European Art, The Teaching Company, 2005.
- Schneider, L., (5th ed) A History of Western Art, McGraw, New York, 2011.
- Κοκκόρου- Αλευρά, Γ., (3η έκδοση) Η Τέχνη της Αρχαίας Ελλάδας; Σύντομη Ιστορία 1050- 50 π.Χ., Εκδόσεις Καρδαμίτσα, 1990.