Η ασσυριακή τέχνη ήταν μια καθαρά δημόσια τέχνη, κρατική, σχεδόν προπαγανδιστική. Πολλά από τα γνωρίσματα της ασσυριακής αρχιτεκτονικής είχαν ήδη εμφανιστεί πριν το τέλος της 2ης π.Χ. χιλιετίας, δεχόμενα επιρροές από τον πολιτισμό των Σουμερίων. Ωστόσο, τα ζιγγουράτ της Ασσούρ διέφεραν από εκείνα της υπόλοιπης Μεσοποταμίας, καθώς δεν είχαν μνημειώδεις εξωτερικές σκάλες και έτσι οι υψηλότεροι αναβαθμοί έδειχναν ακόμη πιο επιβλητικοί. Οι θεοί των Σουμερίων ήταν πια αποστασιοποιημένοι από τον κόσμο των ανθρώπων, ενώ υπήρχε και μια κατώτερη τάξη υπερφυσικών όντων (πνεύματα και δαίμονες) τα οποία συναντά κανείς κυρίως σε φυλακτά και σφραγιδόλιθους, που ξεχωρίζουν για τη ζωντάνια τους (Εικ. 1).
Εντυπωσιακά είναι και τα ανάκτορα των Ασσυρίων ηγεμόνων. Χαρακτηριστικό είναι εκείνο του Σαργό Β΄ (721-705 π.Χ.) στη Χορσαμπάντ (Εικ. 2), το οποίο βρισκόταν στην ακρόπολη μιας περιτοιχισμένης με ορθοστάτες πόλης που κτίστηκε παράλληλα με τη βασιλική κατοικία και περιελάμβανε αυλές και διαδοχικές αίθουσες. Τεράστιοι ανθρωποκέφαλοι φτερωτοί δαίμονες, που ονομάζονται λαμάσου και είχαν αποστολή να διώχνουν τα κακά πνεύματα, φύλαγαν τις εισόδους από τις οποίες πέρναγαν οι πρεσβευτές και αξιωματούχοι για να φτάσουν στην αίθουσα του θρόνου, ακολουθώντας το παράδειγμα των Χεταίων (Εικ. 3). Με τον όγκο τους και την περίτεχνη απόδοση των λεπτομερειών τους, οι επιβλητικές, άκαμπτες, μετωπικές αυτές μορφές αποτελούν εξαιρετικό δείγμα αρχιτεκτονικής γλυπτικής.
Το αφηγηματικό ανάγλυφο
Η επιμονή των Ασσυρίων στην απεικόνιση σκηνών σφαγιασμού ανθρώπων και ζώων οδήγησε στην εμφάνιση της πρώτης ουσιαστικής «αφηγηματικής τέχνης». Τα παλαιότερα ασσυριακά ανάγλυφα που μας είναι γνωστά σήμερα προέρχονται από την πόλη Νιμούδ και είναι γύψινες επιφάνειες ύψους 2 μέτρων, οι περισσότερες από τις οποίες χωρίζονται στα δύο από μια ζώνη με επιγραφές. Οι γλύπτες αποδίδουν πολεμικές εκστρατείες του βασιλιά, πολιορκίες, λεηλασίες πόλεων, αλλά και τελετουργικά κυνήγια σε μια συνεχή πάντα αφηγηματική ενότητα με το ένα επεισόδιο να διαδέχεται το άλλο. Οι εικόνες δεν τίθενται πια στον τοίχο, όπως γίνονταν κατά την παράδοση της Αιγύπτου και της Μεσοποταμίας, αλλά προβάλλουν μέσα από το φόντο που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της σύνθεσης. Οι μορφές -που έχουν όλες το ίδιο μέγεθος- ενώ αρχικά αποδίδονταν στην αιγυπτιακή στάση, με τον καιρό υιοθετούν την καθαρά πλάγια όψη και τα μοτίβα που σχετίζονται με το τοπίο γίνονται όλο και λιγότερο συμβατικά.
Στους λαξεμένους ορθοστάτες του ανακτόρου του Τιγλατπιλεσέρ Γ΄ (745-727 π.Χ.), η αποτύπωση των ανθρώπων και η διάταξή τους στον χώρο αγγίζει τα όρια του ρεαλισμού, όπως μπορεί να αντιληφθεί κανείς μέσα από μια σκηνή όπου ο πληθυσμός μιας κατεκτημένης πόλης αναγκάζεται σε έξοδο (Εικ. 4). Στο κέντρο της σύνθεσης, παριστάνεται ο αξιωματούχος και οι δύο γραφείς, ενώ η κατηφορική γραμμή που σχηματίζουν τα πόδια των ζώων υπαινίσσεται μια έννοια προοπτικής. Οι γλύπτες των βασιλέων της εποχής αυτής ήθελαν να δώσουν το στοιχείο της έντονης δραματικότητας, κάτι που γίνεται εμφανές στις απεικονίσεις σκηνών όπου ιστορούνται κατορθώματα του βασιλιά (Εικ. 5). Τα δραματικά αυτά εφέ, θα ήταν αδύνατο να επιτευχθούν, χωρίς την επινόηση της συνεχούς αφήγησης (με διαδοχικές εικόνες που θυμίζουν κινηματογραφική ταινία). Έτσι σε ένα ανάγλυφο (Εικ. 6) από ανάκτορο στη Νινευή που χρονολογείται γύρω στο 650 π.Χ., ένα λιοντάρι εικονίζεται διαδοχικά τη στιγμή που ελευθερώνεται από το κλουβί του, τη στιγμή που καλπάζει και τη στιγμή που ορμάει στους κυνηγούς του (τρείς χρονικές στιγμές). Εκτός από τα επιζωγραφισμένα αυτά ανάγλυφα, αντίστοιχης καλλιτεχνικής αξίας είναι και τα σύγχρονα -ζωικής θεματολογίας- νατουραλιστικά γλυπτά από ελεφαντόδοντο, που συμπληρώνονται με ενθέσεις από φύλλα χρυσού, λάπι και άλλα πολύτιμα υλικά (Εικ. 7).
Μετά το 859 π.Χ., η ασσυριακή τέχνη ακολουθεί σταδιακά μια φθίνουσα πορεία. Το 612 π.Χ., Μήδοι και Σκύθες λεηλατούν τη Νινευή και τα επόμενα 70 χρόνια η Βαβυλώνα γίνεται η νέα πρωτεύουσα. Η θεοκεντρική τέχνη της σύντομης ακμής της Βαβυλώνας παρουσιάζει αρκετά κοινά, αλλά και διαφορές με εκείνη των Ασσυρίων. Οι διαφορές ανάμεσα στην τέχνη των Ασσυρίων και των Βαβυλωνίων εντοπίζονται κυρίως στην αρχιτεκτονική και τη διακόσμηση των κτιρίων. Από τους ναούς και τα ζιγγουράτ των Βαβυλωνίων σώζονται μόνο τα θεμέλια (του θρυλικού πύργου της Βαβέλ της Παλαιάς Διαθήκης). Το βασιλικό ανάκτορο της Βαβυλώνας, παρά το μέγεθός του, δεν είχε τη μνημειακότητα και την επιβλητικότητα των ασσυριακών. Περιελάμβανε πολλές μικρές αίθουσες, πλαισιωμένες από πέντε αυλές, καθώς και τους περίφημους κρεμαστούς κήπους, που αποδίδονταν στον Ναβουχοδονόσορα. Δε φαίνεται να υπήρχαν εδώ ούτε ανάγλυφες παραστάσεις με βασιλικές νίκες, ούτε απειλητικοί λαμάσου στις εισόδους. Οι τοίχοι της αίθουσας του θρόνου και της πομπικής οδού προς την πύλη της Ιστάρ (Εικ. 8) ήταν διακοσμημένοι με έγχρωμες παραστάσεις λιονταριών και τεράτων πάνω σε μια επιφάνεια από επισμαλτωμένα τούβλα. Σε σύγκριση με τις αντίστοιχες ασσυριακές μορφές, τα ζώα αυτά είναι λιγότερο θεαματικά στις στάσεις και στις εκφράσεις τους, καθώς ομοιάζουν μεταξύ τους και αποδίδονται σε στάση αργού τελετουργικού βαδίσματος.
Ιράν
Η ιστορία της τέχνης του Ιράν είναι η ιστορία της προσπάθειας των λαών της Μέσης Ανατολής να αποκρούσουν τις εξωτερικές πιέσεις. Γύρω στον 9ο έως 7ο αιώνα π.Χ. άνθισε ο πολιτισμός της Ουραρτού (σημερινή Ανατολική Τουρκία). Έχοντας δεχτεί την επίδραση των Ασσυριών, η τέχνη της Ουραρτού αναπτύχθηκε σημαντικά στον τομέα της μεταλλοτεχνίας (Εικ. 9) και αποτέλεσε το κύριο όχημα μετάδοσης των ανατολικών μοτίβων στην Ετρουρία και στην Ελλάδα.
Η τέχνη των Αχαιμενιδών
H αυτοκρατορία που ίδρυσε ο Κύρος γύρω στο 550 π.Χ., ενώνοντας όλο το Ιράν κάτω από την περσική ηγεμονία, ήταν η μεγαλύτερη που είχε γνωρίσει έως τότε ο κόσμος. Στα τέλη του 6ου π.Χ. αιώνα, εκτεινόταν από τον Όξο και τον Ινδό ποταμό έως τον Νείλο και τον Δούναβη. Η δυναστεία των Αχαιμενιδών, που όφειλε το όνομά της στον πρόγονο του Κύρου, Αχαιμένη, συνέχισε να κυριαρχεί στην τεράστια αυτή έκταση έως το 332 π.Χ., οπότε και καταλήφθηκε από τον Μέγα Αλέξανδρο.
Η Δυτική Ασία για δύο περίπου αιώνες βρέθηκε υπό την εξουσία ενός λαού νομάδων ιππέων και άκμασε. Ο Κύρος επέβαλε την ειρήνη σε βασίλεια που για χρόνια πολεμούσαν μεταξύ τους. Σεβάστηκε τις θρησκείες και τις παραδόσεις των κατεκτημένων λαών, με αποτέλεσμα η τέχνη των Αχαιμενιδών να αντανακλά την πολυμορφία των υποτελών λαών όσο και τις ενοποιητικές φιλοδοξίες των Περσών αυτοκρατόρων. Τα σημαντικότερα επιτεύγματα της τέχνης των Αχαιμενιδών συνδέονται με την αρχιτεκτονική. Από τους Μήδους, οι Πέρσες πήραν στοιχεία όπως τον τεράστιο, ορθογώνιο, πλούσιο σε κιονοστοιχίες προθάλαμο. Οι Αχαιμενίδες, δεν έχτισαν μεγάλους ναούς, γιατί οι θεοί τους λατρεύονταν σε υπαίθριους βωμούς και εστίες ακόμη και πριν από την επίσημη υιοθέτηση του Ζωροαστρισμού ως θρησκεία του κράτους. Οι τάφοι των επιφανών προσώπων λαξεύονταν σε βράχους και διακοσμούνταν με ανάγλυφες παραστάσεις (Εικ. 10). Μεγάλης κλίμακας περίοπτα γλυπτά δε συνηθίζονταν, ενώ η διακόσμηση περιοριζόταν σε ανάγλυφα και κιονόκρανα σε σχήμα ταυροκεφαλής και λεοντοκεφαλής, όπως παρατηρεί κανείς στο ανάκτορο του Κύρου του Μέγα στους Πασαργάδες. Από τη στιγμή που οι κίονες στήριζαν δοκάρια από κέδρο του Λιβάνου και όχι πέτρινα υπέρθυρα, μπορούσαν να είναι ψηλότεροι, λεπτότεροι και αραιότεροι από ότι στην Αίγυπτο εξασφαλίζοντας περισσότερο φως και αέρα. Όλα αυτά σε συνδυασμό με τις διακοσμήσεις από πλάκες λευκού και μαύρου ασβεστόλιθου έδιναν μια εντελώς άλλη εικόνα στα ανάκτορα του Κύρου, από εκείνη των αιγυπτιακών ναών και των ανακτόρων της Μεσοποταμίας με τις μακρόστενες αίθουσες.
Περσέπολη
Ο Δαρείος Α΄, που διαδέχτηκε τον γιό του Κύρου Καμβύση Β΄ (τον κατακτητή της Αιγύπτου) το 521 π.Χ. μετέφερε την πρωτεύουσά του πάλι στα Σούσα, χτίζοντας ένα ανάκτορο σαφώς επηρεασμένο από εκείνο της Βαβυλώνας. Υπήρχαν και εδώ μεγάλες αυλές. Οι τοίχοι ήταν από επισμαλτωμένα τούβλα, διακοσμημένοι με τοξότες, λιοντάρια, γρύπες και ταύρους σε πιο έντονα χρώματα από τους βαβυλώνιους προδρόμους τους. Η αίθουσα των ακροάσεων του ανακτόρου είχε 72 κίονες ύψους 20 μέτρων. Ανάμεσα στο 465 και το 425 π.Χ., το ανάκτορο του Δαρείου κάηκε, με αποτέλεσμα να σώζονται μόνο τα ερείπιά του.
Το ανάκτορο της Περσέπολης, από το οποίο σώζονται ακέραια τμήματα, άρχισε να κτίζεται από τον Δαρείο Α΄ το 518 π.Χ. και ολοκληρώθηκε μετά από 70 χρόνια από τον εγγονό του Αρταξέρξη Α΄ (Εικ. 11, 12). Εδώ υπήρχαν δύο μεγάλες αίθουσες με κιονοστοιχίες. Ειδικότερα, έχει εντοπιστεί η αίθουσα των ακροάσεων με εμβαδόν 76 τ.μ. και ύψος 18 μ. και η ακόμη μεγαλύτερη αίθουσα του θρόνο με τους 100 κίονες. Οι κίονες είχαν ασυνήθιστο σχήμα. Η βάση τους ήταν ελαφρά κωδωνόσχημη, ο κορμός λεπτός με αυλακώσεις, ενώ τα κιονόκρανα διακοσμούνταν με φύλλα φοινικιάς και τα επικράνια έφεραν λέοντες, ταύρους ή και ανθρωποκέφαλους ταύρους (Εικ. 13).
Διοικητική πρωτεύουσα των Αχαιμενιδών ήταν τα Σούσα, ενώ η Περσέπολη παρέμεινε πάντα το σύμβολο της αυτοκρατορικής ισχύος, ο τόπος των τελετών, όπου προσέρχονταν υπήκοοι από όλα τα μέρη της αυτοκρατορίας να αποτίσουν φόρο τιμής στον Μεγάλο Βασιλέα, όπως αποκαλούνταν ο Δαρείο Α΄ και οι διάδοχοί του. Οι διακοσμήσεις του ανακτόρου συμβόλιζαν σε μεγάλο βαθμό το εύρος των αυτοκρατορικών κτήσεων. Η έντονα επαναλαμβανόμενη εικόνα του λιονταριού να κατασπαράζει ταύρο πιθανώς παραπέμπει στη συνάντηση των ζωδιακών σημείων του Ταύρου και του Λέοντα, επιτρέποντας υποθέσεις ότι εδώ βρισκόταν το τελετουργικό κέντρο του κόσμου των Αχαιμενιδών. Οι μορφές που είναι λαξεμένες στους τοίχους από επισμαλτωμένα τούβλα, ακολουθώντας το πρότυπο της Βαβυλώνας και των Σούσων, απαθανατίζουν προφανώς τις ετήσιες πανηγυρικές τελετές που φιλοξενούνταν στα ανάκτορα. Μπορεί να διακρίνει κανείς Μήδους και Πέρσες αξιωματούχους, απλούς στρατιώτες και υπηρέτες οι οποίοι μεταφέρουν δίσκους για το συμπόσιο που προηγείται της ενθρόνισης του Μεγάλου Βασιλέα, αλλά και τη μακρά πομπή με τους αντιπροσώπους των υποτελών λαών που έρχονται να ευχηθούν για τον καινούργιο χρόνο και την παντοκρατορία των Αχαιμενιδών. Όλες αυτές οι ανάγλυφες φιγούρες με το αργό, πανηγυρικό βήμα και τα ανέκφραστα πρόσωπα είναι λαξεμένες με τον ίδιο τυποποιημένο, σχεδόν ομοιόμορφο τρόπο (Εικ. 14).
Οι καλλιτεχνικές συμβάσεις που ακολουθούνται εδώ είχαν ήδη χρησιμοποιηθεί από τους Σουμέριους και τους Αιγύπτιους 3000 χρόνια νωρίτερα. Έτσι, οι μορφές, που αποδίδονται σε πλάγια όψη ή με το κορμί τους ελαφρά στραμμένο προς τα εμπρός, διακρίνονται για τη στατικότητά τους, καθώς τα πόδια είναι καρφωμένα στο έδαφος και πάντα στο ίδιο επίπεδο. Τα ασσυριακά ανάγλυφα αποτέλεσαν ενδεχομένως μια από τις πηγές έμπνευσης, αν και απουσιάζει εντελώς η δραματική ένταση και η ζωντάνια τους. Ο τρόπος αποτύπωσης των κεφαλιών και των ενδυμάτων αποκαλύπτει μια σχετικά εξελιγμένη αίσθηση της τρισδιάστατης φόρμας που πιθανώς οφείλεται σε Ίωνες καλλιτέχνες οι οποίοι δούλευαν για λογαριασμό της περσικής αυλής. Σε αντίθεση με τις μεταγενέστερες της ελληνικής έμπνευσης, οι μορφές της Περσέπολης παραμένουν ακόμη δέσμιες μιας εικαστικής γλώσσας που ο Μεσογειακός κόσμος είχε ήδη αρχίσει να απορρίπτει, επιβεβαιώνοντας τον συγκρατημένο χαρακτήρα της τέχνης της εν λόγω γεωγραφικής περιοχής.
Στειακάκης Χρυσοβαλάντης
(Ιστορικός Τέχνης)
Ενδεικτική Βιβλιογραφία:
• Bourbon, F., Χαμένοι πολιτισμοί. Η ανακάλυψη των μεγάλων πολιτισμών του παρελθόντος, μτφρ. Μ. Αλεβίζου, Αθήνα, εκδόσεις Καρακότσογλου, 1999.
• Gombrich, E.H., Το χρονικό της τέχνης, μτφρ. Λ. Κάσδαγλη, Αθήνα, Μ.Ι.Ε.Τ., 2006.
• Watkin, D., Ιστορία της δυτικής αρχιτεκτονικής, μτφρ. Κουρεμένος Κ., εποπτεία Τουρκινιώτης Π., Αθήνα. Μ.Ι.Ε.Τ., 2005.
• Φυρνώ-Τζόρνταν, Ρ., Ιστορία της αρχιτεκτονικής, μτφρ. Δ. Ηλίας, επιμέλεια Α. Παππάς, Αθήνα, εκδόσεις Υποδομή, 1981.
• Χόνορ, Χ. – Φλέμινγκ, Τζ., Ιστορία της τέχνης, τόμος 1, μτφρ. Α. Παππάς, Αθήνα, εκδόσεις Υποδομή, 1991.