Κατά την Πρωτομινωική Ι (3200/3000-2600 π.X.) δεν υπάρχουν αξιόλογα αρχιτεκτονικά στοιχεία. Οι κατοικίες ήταν πιθανότατα καλύβες από φθαρτά υλικά. Στην Πρωτομινωική ΙΙ (2600-2300 π.Χ.) εμφανίζεται ένας πολεοδομικός σχεδιασμός, με κεντρικό δρόμο και μικρούς ορθογώνιους χώρους χωρίς μεσοτοιχία για σπίτια, τα οποία είναι συνήθως ισόγεια με ένα πατάρι, ενώ υπάρχει και ταφικός περίβολος. Οι σημαντικότεροι κυκλικοί τάφοι-θολωτοί είναι από τη Μεσσαρά και έχουν συλλογική και μακροχρόνια χρήση. Οι τάφοι που έχουν βρεθεί στον Πλάτανο, στο Καμηλάρι, στην Κουμάσα, στη Λεβήνα, στην Αγία Τριάδα, θεμελιώνονταν σε βράχο. Οι διαστάσεις τους κυμαίνονταν στα 12-14 μ. πλάτος, 1 μ. ύφος και 2,5 μ. διάμετρο. Η είσοδος ήταν χαμηλή και σχηματίζονταν από ένα τρίλιθο. Οι περισσότεροι τάφοι είχαν και προθάλαμο. Οι ταφές της συγκεκριμένης εποχής ήταν συλλογικές -όχι καύσεις νεκρών- με τα κτερίσματα να είναι προσωπικά αντικείμενα. Οι νέες ταφές μετακινούσαν τις πιο παλιές. Οι περισσότερες ήταν πάνω στο χώμα ή σε ψάθες και όχι σε σαρκοφάγους, ενώ η παρουσία από ίχνη φωτιάς μέσα σε αγγεία συνηγορεί σε ερμηνείες που παραπέμπουν σε τελετές εξαγνισμού. Εκτός από τη Μεσσαρά σημαντικό είναι και το νεκροταφείο στο Μόχλος, όπου υπάρχουν πιθοταφές, όπως και στις Αρχάνες.
Κατά τη Μεσομινωική περίοδο (2100/2000-1600 π.Χ.) παρατηρείται μια δημογραφική αύξηση, που οδήγησε στην ιεράρχηση των ανθρώπινων σχέσεων, στην αστικοποίηση και συνεπώς στη δημιουργία των ανακτόρων. Τα σπίτια αυτών των χρόνων είναι τετράγωνα και ορθογώνια δωμάτια, με εσωτερική κυκλική αυλή, ενώ συνεχίζει σταθερά η παρουσία θολωτών τάφων. Παράλληλα, κυριαρχούν τα ανάκτορα -όρος που αποδίδεται στον Arthur Evans- τα οποία ήταν μεγάλα σε μέγεθος, ανοχύρωτα και διακρίνονταν για την κανονικότητα αλλά και τη σταθερότητα στο σχεδιασμό τους. Υπήρχε σαφής προσανατολισμός βορρά-νότου, δεν ήταν απομονωμένα αλλά κοντά στη πόλη και είχαν στέρνες και δεξαμενές για υδροδότηση. Ήταν πολυώροφα, με την κυρία είσοδο από τα δυτικά. Οι συμπαγείς τοίχοι σταδιακά αντικαθίστανται από κίονες, παραστάδες και δημιουργούνται παράθυρα και πολύθυρα. Υπήρχαν φωταγωγοί και οι προσόψεις είχαν οδόντωση, που έδινε μια κυμματιστή όψη και όχι μονότονη. Η χρήση του ξύλου ήταν εκτεταμένη, κυρίως για τα δοκάρια, τα παράθυρα και τις πόρτες. Υπήρχαν βεράντες και μπαλκόνια, ενώ κυριαρχούσαν τα έντονα χρωματιστά επιχρίσματα σε εξωτερικό και εσωτερικό χώρο. Σύμφωνα με τον Arthur Evans, τα ανάκτορα χρησίμευαν για διαμονή, ενώ ταυτόχρονα ήταν χώροι αποθήκευσης, εργαστηρίων και λατρείας.
Σημαντικά ανάκτορα της περιόδου είναι εκείνα της Κνωσού, της Φαιστού, των Μαλίων και της Ζάκρου τα οποία καταστράφηκαν και ανοικοδομήθηκαν κατά την Υστερομινωική περίοδο (1600-1100 π.Χ.) με τη μορφή που σώζονται σήμερα. Το ανάκτορο της Κνωσού, η ανασκαφή του οποίου άρχισε το 1878 από τον αρχαιολάτρη Μίνωα Καλοκαιρινό και συνεχίστηκε από τον Arthur Evans σε επιστημονικό επίπεδο τα χρόνια 1900-1935 (Εικ. 1, 2), είχε μια έκταση 22.000 τ.μ. και 1400 δωμάτια, ενώ ο πληθυσμός της πόλης έφτανε τους 80.000-100.000 κατοίκους, Στη δυτική πλευρά, όπου είναι και η είσοδος, βρίσκονταν οι αίθουσες των τελετών, των διοικητικών υπηρεσιών και η αίθουσα του θρόνου του Μίνωα (Εικ. 3). Στη νότια πλευρά του ανακτόρου, ήταν η νότια είσοδος και τα προπύλαια (Εικ. 4). Η ανατολική πλευρά συγκέντρωνε την ιδιωτική ζωή των ανακτόρων, με τα διαμερίσματα της βασίλισσας, τους κοιτώνες και τα λουτρά. Στη βόρεια πλευρά της κεντρικής αυλής του ανακτόρου, ένας διάδρομος οδηγούσε έξω από το ανάκτορο, όπου υπάρχουν τα θεμέλια ενός τελωνίου. Επίσης, συναντά κανείς και άλλα δημόσια οικοδομήματα, όπως μια δεξαμενή καθαρμών και το θέατρο. Πέρα από το ανάκτορο, υπήρχαν και άλλοι χώροι που συνδέονται με την Κνωσό, όπως το μικρό ανάκτορο, η βασιλική έπαυλη, το σπίτι του Αρχιερέα, ο βασιλικός τάφος-ιερό, το καραβάν-σεράι και η οικία του Διονύσου.
Μια ακόμη σημαντική θέση είναι η Φαιστός, πρωτεύουσα της Μεσσαράς, που υπήρξε σημαντικό θρησκευτικό, διοικητικό και οικονομικό κέντρο της περιοχής, στην οποία βασίλεψε ο Ραδάμανθυς. Το ανάκτορο της Φαιστού, που ανασκάφηκε το 1900 από Ιταλούς αρχαιολόγους, (Εικ. 5, 6) καλύπτει μια έκταση 18.000 τ.μ. και ακολουθεί το ίδιο αρχιτεκτονικό πρότυπο με αυτό της Κνωσού, με προπύλαια, κλιμακοστάσια, αυλές, φωταγωγούς, πλήρες αποχετευτικό και υδρευτικό σύστημα, θησαυροφυλάκια, λατρευτικούς χώρους, δεξαμενές καθαρμών, αποθήκες και εργαστήρια. Ο προσανατολισμός του ήταν προς τη Δύση, κάτι που θυμίζει τους σύγχρονους ορθόδοξους ναούς. Βορειοδυτικά της Φαιστού βρίσκεται η Αγία Τριάδα, με το μικρό της ανάκτορο ή έπαυλη (Εικ. 7), που είναι μια μικρογραφία του ανακτόρου της Φαιστού και πιθανότατα αποτελούσε τη θερινή κατοικία των βασιλέων της Φαιστού. Βόρεια της έπαυλης, ανακαλύφθηκαν ερείπια οικισμού, που πιθανώς ήταν η αγορά, ενώ ανατολικά του οικισμού σώζονται λείψανα δύο θολωτών τάφων. Μια άλλη σημαντική θέση ήταν και η Γόρτυνα, που ήταν περιτειχισμένη -σύμφωνα με τις μαρτυρίες του Ομήρου- και γνώρισε μεγαλύτερη άνθιση στους αρχαϊκούς και κλασικούς χρόνους.
Ανατολικά του Ηρακλείου βρίσκονται τα Μάλια, όπου βασίλεψε ο Σαρπηδόνας. Ο χώρος ανασκάφηκε το 1915 από τον Ιωσήφ Χατζηδάκη και οι ανασκαφές συνεχίζονται μέχρι σήμερα από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή (Εικ. 8, 9). Το ανάκτορο ήταν διώροφο και η έκτασή που κάλυπτε ήταν 8000 τ.μ. Η είσοδος ήταν από τα δυτικά, ενώ και εδώ το αρχιτεκτονικό πρότυπο ήταν το ίδιο με των άλλων ανακτόρων διαθέτοντας πολλές αίθουσες, αποθήκες, εργαστήρια, αυλές, αν και δε βρέθηκαν εδώ τοιχογραφίες και θεατρικός χώρος.
Στις Αρχάνες, όπου τις ανασκαφές επιμελήθηκαν ο Γιάννης και η Έφη Σακελλαράκη εντοπίστηκε ένα μινωικό ανάκτορο με βωμούς και ειδώλια, ένα μινωικό νεκροταφείο, με θολωτό τάφο και πολλά κτερίσματα, καθώς και ένας μινωικός τριμερής ναός στην Ανεμόσπηλια (Εικ. 10). Μια ακόμη σημαντική θέση της μινωικής Κρήτης, είναι και η Τύλισος, που ανασκάφηκε από τον Ιωσήφ Χατζηδάκη το 1902-1913 και έφερε στο φως τρεις μινωικές κατοικίες, σε μια αρχιτεκτονική η οποία ακολουθεί τα πρότυπα των ανακτόρων (Εικ. 11).
Κατά τη Μεσομινωική περίοδο (2100/2000-1600 π.Χ.), δε απαντώνται νέοι τύποι τάφων. Συνεχίζουν οι κυκλικοί και δημιουργούνται νεκροταφεία με ατομικούς τάφους. Υπάρχουν ακόμη τα κενοτάφεια-οστεοφυλάκια (Χρυσόλακος, Μάλια). Οι ταφές είναι απλές, οι τάφοι κιβωτιόσχημοι, ενώ συναντά κανείς και πιθοταφές. Κατά την Υστερομινωική (1600-1100 π.Χ.), οπότε ανοικοδομούνται τα ανάκτορα, εμφανίζονται οι επαύλεις, μια μικρογραφία των ανακτόρων, ενώ το φαινόμενο της αποκέντρωσης κορυφώνεται λίγο πριν το τέλος του εν λόγω πολιτισμού σηματοδοτώντας τη αλλαγή που συντελείται σε κοινωνικό επίπεδο.
Στειακάκης Χρυσοβαλάντης
(Ιστορικός Τέχνης)
Ενδεικτική Βιβλιογραφία:
• Gombrich, E.H., Το χρονικό της τέχνης, μτφρ. Λ. Κάσδαγλη, Αθήνα, Μ.Ι.Ε.Τ., 2006.
• Hood, S., Η τέχνη στην προϊστορική Ελλάδα, Μτφρ. Παντελίδου Μ., Θεόδωρος Ξ., Αθήνα, Εκδόσεις Καρδαμίτσα,1993.
• Χόνορ, Χ. – Φλέμινγκ, Τζ., Ιστορία της τέχνης, τόμος 1, μτφρ. Α. Παππάς, Αθήνα, Εκδόσεις Υποδομή, 1991.