Ο
συγκαταλέγεται σε όσους ισχυρίζονται ότι η τέχνη νομιμοποιεί την παρουσία της στη ζωή των ανθρώπων, χάρη στην κοινωνική της διάσταση. Αυτή η διάσταση της τέχνης επαληθεύεται διττά. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, η τέχνη πρωτίστως οφείλει να προξενεί συγκινήσεις που μπορούν να μοιράζονται από κοινού όλοι οι άνθρωποι. Δεύτερον, σύμφωνα πάντα με τις πεποιθήσεις του Τολστόι, η τέχνη πρέπει να μεταδίδει σε όλους το αίσθημα της αδελφικότητας.
Παραθέτω ενδεικτικά ένα απόσπασμα του συγγραφέα που περιλαμβάνεται στο βιβλίο του «
» (μετάφραση Βασίλη Τομανά, εκδόσεις Printa, Αθήνα, 1994, σελ. 269), το οποίο αποδεικνύει τη διαφορά ανάμεσα στην αληθινή και την κίβδηλη τέχνη:
«Ένα γνήσιο έργο τέχνης μόνο σποραδικά αναφαίνεται στην ψυχή ενός καλλιτέχνη ως καρπός της ζωής που έζησε, όπως ακριβώς μια γυναίκα μόνο σποραδικά συλλαμβάνει και κυοφορεί. Απεναντίας, η κίβδηλη τέχνη παράγεται συνεχώς από τεχνίτες και χειροτέχνες, φτάνει να υπάρχουν οι άνθρωποι να την καταναλώσουν?Το κίνητρο για την παραγωγή πραγματικής τέχνης είναι η εσωτερική ανάγκη του καλλιτέχνη να εκφράσει ένα αίσθημα που συσσωρεύτηκε μέσα του, όπως ακριβώς για μια μάνα το κίνητρο της σύλληψης ενός παιδιού είναι η αγάπη. Το κίνητρο της κίβδηλης τέχνης, όπως και της πορνείας, είναι το κέρδος. Το αποτέλεσμα της αληθινής τέχνης είναι η εισαγωγή ενός νέου αισθήματος στις αμοιβαίες σχέσεις της ζωής, όπως το αποτέλεσμα της αγάπης μιας συζύγου είναι το νέο πλάσμα που έρχεται στη ζωή. Το αποτέλεσμα της κίβδηλης τέχνης είναι η διαστροφή του ανθρώπου, το αίσθημα του ανικανοποίητου και η εξασθένιση της πνευματικής δύναμης του ανθρώπου».
Στο απόσπασμα που προηγήθηκε, ενδιαφέρον παρουσιάζουν εκ πρώτης οι παραλληλισμοί και οι διασυνδέσεις της αληθινής τέχνης με τη σύλληψη της ζωής και την κυοφορία, διαδικασίες που επισυμβαίνουν σποραδικά, πηγάζουν από το γνήσιο αίσθημα της αγάπης και συμβάλλουν στην πραγμάτωση της ύπαρξης. Αντιθέτως, σύμφωνα με τον Τολστόι, η κίβδηλη τέχνη εκπορεύεται από την ανάγκη του κέρδους, συνιστά απόδειξη πνευματικής ένδειας και εκφράζει το αίσθημα του ανικανοποίητου της ανθρώπινης ύπαρξης.
Η μη συνεχής ανάγκη του καλλιτέχνη για παραγωγή έργου τέχνης αποτελεί ένδειξη της αυθεντικότητας του σποραδικά παραγόμενου καλλιτεχνήματος. Αντιδιαμετρικά αντίθετη ως προς αυτό είναι η τάση των τεχνιτών ή των χειροτεχνών να παράγουν συνεχώς έργα, ιδιαίτερα, όταν εκείνοι διαπιστώνουν ότι υπάρχει το κοινό που θα τα καταναλώσει. Συνεπώς η αδιάλειπτη παραγωγή έργων από τους τεχνίτες θα πρέπει να μας υποψιάζει για τα ποταπά κίνητρα της δημιουργίας τους, αλλά και για το αισθητικά ανεπαρκές αποτέλεσμα αυτής της δημιουργίας. Πόσο γρήγορα, ομολογουμένως, είναι εφικτό να συσσωρεύονται τα αισθήματα σε κάποιον, ώστε να μετουσιώνεται διαρκώς σε «καλλιτεχνικά» δημιουργήματα;
Οι τεχνίτες - χειροτέχνες, κατά τον Τολστόι, παράγουν έργα παρωθούμενοι αποκλειστικά από την ανάγκη τους να κερδίσουν χρήματα και κοινωνική καταξίωση. Η δίψα του κέρδους διογκώνεται σε αυτούς, καθώς οι ίδιοι δεν ικανοποιούνται με όσα αποκτούν, απεναντίας διεκδικούν ολοένα και περισσότερα?
Οι καλλιτέχνες, από την άλλη πλευρά, παράγουν έργα παρωθούμενοι από την ανάγκη τους να εξωτερικεύσουν με καλλιτεχνικά μέσα το υπερχειλίζον εσωτερικό βίωμά τους, παρέχοντας την ευκαιρία στους ανθρώπους να βιώσουν και οι ίδιοι τη συγκίνηση που εκείνοι τους μεταφέρουν μέσω του έργου τους. Εμφορούνται από το αίσθημα της αγάπης για την τέχνη και διαπνέονται από την ανάγκη να μοιραστούν το αίσθημά τους με τον υπόλοιπο κόσμο. Η επικοινωνία τους με όσους έρχονται σε επαφή με το έργο τους αρκεί για να πραγματώσει την καλλιτεχνική τους υπόσταση.
Ο Τολστόι στο κείμενό του εστιάζει αποκλειστικά το ενδιαφέρον του στα κίνητρα και τη στάση τόσο των καλλιτεχνών, όσο και των χειροτεχνών. Δεν αναλύει πουθενά τις συνθήκες μέσα στις οποίες ανδρώνονται οι καλλιτέχνες και πολύ περισσότερο οι χειροτέχνες (δεδομένου του ότι η κοινωνία παρέχει στους τελευταίους την ευκαιρία να εκμεταλλευτούν τις συγκυρίες και να αποσπάσουν κέρδη). Βεβαίως, θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος ότι οι καλλιτέχνες και οι χειροτέχνες έχουν παρεμφερή κίνητρα και εκδηλώνουν παρόμοια συμπεριφορά σε οποιαδήποτε χρονική περίοδο. Από την άλλη πλευρά, πόσο αβάσιμος μπορεί να είναι ο ισχυρισμός ότι οι συνθήκες μέσα στις οποίες ζουν και δρουν καλλιτέχνες και χειροτέχνες συνδιαμορφώνουν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, τα κίνητρα και τη στάση τους; Πόσο αυθαίρετη μπορεί να είναι η παραδοχή ότι δεδομένες χωροχρονικά περίοδοι ευνόησαν και ευνοούν, πολύ περισσότερο από άλλες, τη δράση των χειροτεχνών;