Πέμπτη, 08 Οκτωβρίου 2009 00:03

Ρεαλιστικές και αντιρρεαλιστικές εικόνες

Γράφτηκε από την 
Μελετώντας τον τελευταίο καιρό το βιβλίο του Νέλσον Γκούντμαν «Γλώσσες της τέχνης», εντόπισα ένα σημείο που διαφωτίζει την έννοια της ρεαλιστικής απεικόνισης σε συνάρτηση με τη μη ρεαλιστική και καταδεικνύει τη σχετικότητά της. Ο συγγραφέας καταγράφει: «Ας αναλογιστούμε έναν ρεαλιστικό πίνακα, ζωγραφισμένο με τη συνήθη προοπτική και κανονικά χρώματα, και έναν δεύτερο πίνακα ακριβώς σαν τον πρώτο, με τη διαφορά ότι η προοπτική έχει αναστραφεί και ότι στη θέση κάθε χρώματος βρίσκουμε το συμπληρωματικό του. Με τη σωστή ερμηνεία, ο δεύτερος πίνακας μεταδίδει ακριβώς τις ίδιες πληροφορίες όπως και ο πρώτος. Μπορεί κανείς να φανταστεί αμέτρητες παρεμβάσεις, οι οποίες, αν και δραστικές, δεν θα αλλοιώνουν την πληροφορία. Είναι προφανές ότι τόσο οι ρεαλιστικές όσο και οι αντιρρεαλιστικές εικόνες μπορούν να είναι το ίδιο ενημερωτικές? η ικανότητα πληροφόρησης δεν αποτελεί τεκμήριο ρεαλισμού?
?Οι δύο πίνακες, στους οποίους μόλις αναφερθήκαμε, είναι εξίσου σωστοί και πιστοί σε ό,τι αναπαριστούν? παρέχουν τις ίδιες και συνεπώς, εξίσου αληθείς πληροφορίες. Παρά ταύτα, δεν είναι εξίσου ρεαλιστικοί ή κυριολεκτικοί ?

Ο επαγρυπνών οπαδός της απολυταρχίας θα ισχυριστεί ότι, αντίθετα απ? ότι για τον πρώτο, για τον δεύτερο πίνακα έχουμε ανάγκη από κάποιο ερμηνευτικό κλειδί. Η διαφορά είναι, θα λέγαμε, ότι το κλειδί για τον πρώτο είναι ήδη στο χέρι μας. Για την ορθή ανάγνωση του δεύτερου πίνακα, πρέπει να ανακαλύψουμε κανόνες ερμηνείας και να τους εφαρμόσουμε συνειδητά. Η ανάγνωση του πρώτου πραγματοποιείται σχεδόν αυτόματα και μέσα από τη συνήθεια. Η καθημερινή τριβή έχει καταστήσει τόσο διαφανή τα σύμβολα, ώστε δεν συνειδητοποιούμε την ύπαρξη εναλλακτικών ερμηνειών, ούτε καν την παραμικρή προσπάθεια ερμηνείας. Σε αυτό ακριβώς το σημείο, νομίζω, εντοπίζεται η λυδία λίθος του ρεαλισμού: όχι στην ποσότητα της πληροφορίας, αλλά στην ευκολία με την οποία αυτή μεταδίδεται»
.

Με τον όρο «ρεαλισμό» είθισται να σηματοδοτούμε το πολύ συγκεκριμένο πολιτισμικό πλαίσιο αναφοράς που διαθέτουμε σε σχέση με τα ζητήματα και καταστάσεις που μας απασχολούν. Ο ρεαλισμός προϋποθέτει την υιοθέτηση ενός παραδοσιακού ή πρότυπου συστήματος αναπαράστασης, αλλά και ερμηνείας μετέπειτα της πραγματικότητας και επιτυγχάνεται από τους καλλιτέχνες με μια συγκεκριμένη τεχνοτροπία ή ύφος. Και αυτό το σύστημα το μοιράζονται όλα τα μέλη μιας πολιτισμικής ομάδας σε μια δεδομένη ιστορική περίοδο και τόπο - εν προκειμένω, επειδή αναφερόμαστε στο κίνημα του ρεαλισμού, το εντοπίζουμε στον Ευρωπαϊκό χώρο.

Ο ΓκGoodmanούντμαν απορρίπτει την αντιμετώπιση του ρεαλισμού ως μιας σταθερής ή απόλυτης σχέσης ανάμεσα στην εικόνα και το αναπαριστάμενο αντικείμενο. Μεταθέτει το ενδιαφέρον του στη σημασία της επιλογής από μέρους του ίδιου του καλλιτέχνη αλλά και του κοινού ενός συστήματος αναπαράστασης μιας εικόνας. Αυτό το σύστημα είναι πιθανό - παρότι δύσκολο - να διαφοροποιείται από το παραδοσιακό, το ρεαλιστικό ή το νατουραλιστικό.

Το κατά πόσον η αναπαριστώμενη εικόνα είναι ορθή, εξαρτάται από το πόσο ακριβής είναι η πληροφορία που παρέχει η ανάγνωση της εικόνας με βάση το εκάστοτε σύστημα αναπαράστασης. Το κατά πόσον η αναπαριστώμενη εικόνα είναι ρεαλιστική, εξαρτάται από το κατά πόσον το σύστημα αναπαράστασης της εικόνας ή των εικόνων εν γένει λειτουργεί ως πρότυπο βάσει του έθους, των συνηθειών μιας κοινότητας.

Οι συνήθειες πάντως της αναπαράστασης που σχετίζονται με το ρεαλισμό, τείνουν να παράγουν την ομοιότητα, δεδομένου και του ότι, αξιωματικά για τους θιασώτες του ρεαλισμού, κάθε εικόνα μπορεί να αναπαραστήσει τα πάντα. Και αυτές οι συνήθειες επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο όλοι μας έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε τα αντικείμενα να απεικονίζονται σε εικαστικά έργα τέχνης. Με άλλα λόγια, βλέπουμε ό,τι μαθαίνουμε να βλέπουμε, με αποτέλεσμα η όρασή μας να καθίσταται μια συνήθεια, μια σύμβαση, μια ταχεία επιλογή όσων θα μπορούσαμε να έχουμε δει. Βλέπουμε αυτό που θέλουμε να δούμε και συνήθως αυτό που θέλουμε να δούμε καθορίζεται από την επιθυμία μας να κατασκευάσουμε έναν πιστευτό, κατανοητό κόσμο. Να κατασκευάσουμε μια νέα πραγματικότητα, χρησιμοποιώντας όμως τα γνώριμα και οικεία σ? εμάς εργαλεία αυτής της πραγματικότητας που βιώνουμε καθημερινά. Και επειδή γνωρίζουμε καλά το χειρισμό των εργαλείων - συμβόλων της πραγματικότητας που μας περιβάλλει, είμαστε σε θέση να κατασκευάσουμε την πραγματικότητα αυτή με σχετική ευκολία.

Το ερώτημα που προκύπτει είναι το εξής: Κατά πόσον επωφελούμαστε, ως θεατές, από μία διαδρομή, στην οποία οι εικόνες που συναντάμε, αφού γίνουν αντιληπτές με τις αισθήσεις μας, αυτόματα υφίστανται τον έλεγχο από τις συνήθειες της προϋπάρχουσας οπτικής μας αντίληψης που υπαγορεύεται από το ρεαλιστικό σύστημα αναπαράστασης; Και συμπληρωματικά, ποιο είναι το απόσταγμα από μια τέτοια οπτική εμπειρία, όταν έχουμε την έμφυτη τάση όσες εικόνες τελικά επιλέξουμε να αποταμιεύσουμε στη μνήμη μας να τις κάνουμε να ομοιάζουν με εκείνες τις αποθηκευμένες οπτικές εικόνες που υπαγορεύονται από το ρεαλισμό;

Ο Ανρί Μπερξόν είχε γράψει σχετικά: «Η τέχνη δεν έχει άλλο σκοπό από το να απομακρύνει τα σύμβολα που χρησιμοποιεί η πρακτική ζωή, τις συμβατικές γενικότητες που η κοινωνία έχει αποδεχτεί και τέλος καθετί που κρύβει την πραγματικότητα».

Γιατί, σύμφωνα με τις απόψεις του κριτικού Ζακ Ριβιέρ «ο αληθινός σκοπός της ζωγραφικής είναι να αναπαραστήσει τα αντικείμενα όπως πραγματικά είναι, δηλαδή διαφορετικά από τον τρόπο που τα βλέπουμε. Η ζωγραφική έχει πάντοτε την τάση να μας δίνει τη λογική ουσία των αντικειμένων, την παρουσία τους, γι? αυτό και η ζωγραφισμένη εικόνα δεν μοιάζει με την εμφάνισή τους». Πόσο μάλλον όταν η εμφάνιση των αντικειμένων στην καθημερινή ζωή μεταβάλλεται διαρκώς?., όσο μεταβάλλεται η οπτική μας γωνία και οι συνθήκες υπό τις οποίες παρατηρούμε τα αντικείμενα.
Προσωπικά τείνω να συμφωνήσω μαζί τους?


Βιβλιογραφία:

Νέλσον Γκούντμαν, Γλώσσες της τέχνης [πρόλογος - μετάφραση: Πάνος Βλαγκόπουλος], εκδ. Εκκρεμές, 2005.
Ζακ Ριβιέρ, Art in Theory 1900-1990, Blackwell, Oxford, εκδ. C. Harrison ? P. Wood, σελ. 183-187.
Ειρήνη Σπυριδάκη

Aσχολούμαι με την μοντέρνα ζωγραφική και κατοικώ στο Ηράκλειο Κρήτης. Έχω σπουδάσει Κλασική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, με μεταπτυχιακά στο ΕΑΠ. Μαθήτευσα στο εργαστήρι ζωγραφικής του λέκτορα αισθητικής αγωγής Αζαρία Μαδανιάν. Έχω συμμετάσχει σε διεθνείς και πανελλήνιες ομαδικές εκθέσεις, αποσπώντας διακρίσεις σε διαγωνισμούς και έχω πραγματοποιήσει μία ατομική έκθεση.