- Κύρια Πανουσοπούλου θα ήθελα να μου παρουσιάσετε τη Μαργαρίτα Πανουσοπούλου.
Η Μαργαρίτα Πανουσοπούλου είναι ένα νέο κορίτσι με όλη τη φρεσκάδα της ζωής, της νιότης και της αισιοδοξίας. Και το λέω αυτό, γιατί τα νιάτα πηγαίνουν μαζί με την αισιοδοξία. Νομίζω δε ότι αυτό είναι το moto το δικό μου. Δεν το βάζουμε κάτω. Άλλο ένα επίθετο που θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω για μένα είναι το επίθετο δραστήρια. Μου αρέσει να κάνω πάρα πολλά πράγματα ταυτόχρονα, αν και πολλοί με συμβουλεύουν για το αντίθετο, να μην κάνω πολλά μαζί, να αφοσιώνομαι πάντα σε ένα. Αλλά είναι δύσκολο αυτό, γιατί όταν μέσα σου ψάχνεις πολλούς τρόπους να εκφραστείς, δεν σου φτάνει ένας. Είναι πιο δύσκολο να μπορέσεις να συνδυάσεις πολλά πράγματα, αλλά αν δίνεις ένα κομμάτι της ψυχής σου στο καθένα, είναι το ίδιο, όπως να το δίνεις σε ένα. Δεν μοιράζεται. Γενικά αρκετοί άνθρωποι έχουμε την τάση να κατηγοριοποιούμε και να τεμαχίζουμε και να αποσυνδέουμε τα πράγματα, ενώ είναι όλα ένα στην πραγματικότητα. Όποτε εν ολίγοις αυτή είναι η Μαργαρίτα.
- Προέρχεστε από μια καλλιτεχνική οικογένεια, αυτό σημαίνει ότι από παιδί θέλατε να ασχοληθεί με αυτό το χώρο - και το ρωτώ αυτό γιατί ξέρετε τις δυσκολίες από μέσα - ή κάποια στιγμή μεγαλώνοντας θελήσατε να ασχοληθείτε με το χώρο του θεάτρου;
Κοιτάξτε, επειδή μου το προσδιορίζετε μέσα από τις δυσκολίες, ας το κρατήσουμε αυτό ως σημείο αναφοράς. Η απάντηση είναι απλή, δεν έβλεπα καμία δυσκολία. Έχω μεγαλώσει μέσα σε πρόβες θεατρικές, γυρίσματα, μέσα σε studio, δεν έβλεπα λοιπόν καμία δυσκολία, έβλεπα μια ωραία πρόκληση, έβλεπα ωραίο κλίμα, και αυτό μου άρεσε, ένιωθα ότι είμαι στο σπίτι μου, ήταν οικείο για μένα όλο αυτό. Όσο για τις δυσκολίες προτιμώ να εστιάζω στο πώς θα γίνει κάτι και όχι στο πώς δεν θα γίνει.
- Όμως αποφασίζετε να κάνετε και κάτι άλλο, το tango, με αποτέλεσμα να πάτε στην Αργεντινή. Ή η αγάπη σας για το tagno σας οδηγεί εκεί;
Θα σας πω κάτι στο οποίο θα προσπαθήσω να είμαι απόλυτα σαφής για να το καταλάβει ο κάθε αναγνώστης. Ναι, πήγα μια φορά στη Αργεντινή και πήρα μια γεύση του tango. Για να πεις ότι σπουδάζεις το tango ή το μαθαίνεις, πρέπει να κάνεις έρευνα, να εντρυφήσεις σε αυτό. Διαφορετικά είναι σα να πεις ότι πήρα πτυχίο στο ρεμπέτικο ή στο ζεϊμπέκικο, δεν γίνεται. Το tango είναι τρόπος ζωής, είναι πολιτιστική κληρονομιά, είναι κουλτούρα ολόκληρη, δεν μπορείς να απομονώσεις το χορό και τα βήματά του και να πάρεις πτυχίο στο tango. Υπάρχουν ομοσπονδίες που το κάνουν, αλλά φανταστείτε το λίγο, είναι σαν να παίρνεις έναν τίτλο στο ζεϊμπέκικο. Δεν γίνεται. Είναι ένας αστικός χορός που γεννήθηκε για να χορεύεται και δεν είναι, όπως το μπαλέτο, για να το βλέπουν μόνο. Έχει πολύ μεγάλη διαφορά αυτό και όποιος θέλει το ψάξει λίγο περισσότερο θα να δει τι σημαίνει. Επομένως, ναι, πήγα στην Αργεντινή μια φορά, αλλά δυστυχώς μια φορά δεν φτάνει. Πρέπει να πηγαίνεις ξανά και ξανά, να το σπουδάζεις με την ουσιαστική όμως έννοια της λέξης σπουδή, να γίνεσαι αυτό, να το βιώνεις, να γίνεσαι ένα με αυτό.
- Άρα πρέπει να μπεις μέσα στη φιλοσοφία των ανθρώπων, να καταλάβεις την κουλτούρα τους για να μπορέσεις να πεις ότι κάνω κάθε φορά ένα βήμα που με φέρνει πιο κοντά στο tango.
Ναι, για να πεις ότι είμαι πιο κοντά στην πηγή, των ανθρώπων γενικά όχι μόνο των Αργεντινών, των ανθρώπων από το Μπουένος Άιρες και τα λιμάνια της Ουρουγουάης, εκεί που γεννήθηκε. Γιατί το tango είναι ο πιο γνωστός χορός των Αργεντινών, όμως στην υπόλοιπη Αργεντινή δεν χορεύουν ιδιαίτερα tango, χορεύουν τσακαρέρα, έχουν άλλους χορούς, το tango είναι της πόλης.
- Για να πάμε λίγο πίσω στο χρόνο, πώς νιώσατε όταν βρεθήκατε για πρώτη φορά μπροστά σε κοινό, είτε παίζοντας σε μια θεατρική παράσταση, είτε χορεύοντας.
Αν και δεν θυμάμαι τώρα ποια ήταν η πρώτη φορά, θυμάμαι ωστόσο αυτά που έκανα σπίτι με τις φιλενάδες μου και που φωνάζαμε τους μεγάλους για να τα δούνε. Θυμάμαι ότι ήμουνα πάρα πολύ αυστηρή, το έβλεπα πάρα πολύ σοβαρά, τις μάλωνα, ήμουν σαν σκηνοθέτης. Δεν ήθελα να αργούνε στις πρόβες, όπου οι πρόβες γίνονταν τα απογεύματα που μαζευόμαστε να παίξουμε. Αυτές ήταν οι πρόβες. Το επόμενο που θυμάμαι ήταν στο σχολείο όπου μέχρι την τρίτη γυμνασίου πήγαινα σε ιδιωτικό - και το λέω αυτό γιατί είχε μια υποδομή στις εξωσχολικές δραστηριότητες - εκτός του βασικού προγράμματος. Είχε δικό του θέατρο μέσα το σχολείο, είχε εγκαταστάσεις για αυτό. Υπήρχε ομάδα θεάτρου, η οποία ανέβαζε παραστάσεις, τις οποίες έβλεπαν οι γονείς. Παράλληλα φιλοξενούσαν και άλλους θιάσους όπου βλέπαμε τις δικές τους θεατρικές παραστάσεις. Εγώ, λοιπόν, σε όλα αυτά ήμουν πρώτη, ήμουν πρωταγωνίστρια. Βέβαια και οι δασκάλες βλέπανε την κλίση μου και με χρησιμοποιούσαν αναλόγως. Το χαιρόμουν πάρα πολύ, ένιωθα τεράστια αυτοπεποίθηση. Το αντιμετώπιζα όμως με σοβαρότητα. Θυμάμαι ότι γινόντουσαν λάθη στην παράσταση, δηλαδή κάποιο παιδάκι ήταν λίγο αφηρημένο, ή ξέχναγε τα λόγια του ή δεν ήταν εκεί εκατό τοις εκατό ή δεν το ενδιέφερε και γινόμουνα έξαλλη. Αντιδρούσα όπως θα αντιδρούσα σήμερα, αν συνέβαινε κάτι ανάλογο μπροστά σε πραγματικό κοινό. Ήταν φοβερό αυτό, δεν ξέρω πώς συνέβαινε.
- Άρα καταλαβαίνω ότι γεννηθήκατε για αυτό, δεν προέκυψε.
Υπάρχουν πράγματα που λίγο δύσκολα θίγονται, αλλά λίγο πολύ, διαλέγουμε την κατάσταση, στην οποία θα έρθουμε στον κόσμο σαν ψυχές. Δεν είναι τυχαίοι οι γονείς σου, οι άνθρωποι που θα συναντήσεις στον κόσμο, δεν είναι τυχαίο το πριν και το μετά. Το ένιωθα από πολύ μικρή αυτό, πολύ πριν αρχίσω να επηρεάζομαι και να έχω αντίληψη ποιοι είναι οι γονείς μου. Θυμάμαι μια φορά είδα τη μητέρα μου να παίζει στην τηλεόραση, και η μητέρα μου ήταν εκείνη τη στιγμή δίπλα μου. Είχα τρελαθεί και φώναζα «μαμά μαμά που είσαι εδώ ή εκεί;». Αλλά και πριν από αυτό, από παιδί είχα την τάση να χειραγωγώ καταστάσεις, όχι με δόλιο τρόπο, αλλά τα έβλεπα όλα σαν μια ταινία, σαν μια ιστορία, σαν παραμύθι.
- Το 2010 παίζετε στο Νησί, τη μεταφορά στην τηλεόραση του βιβλίου της Hislop που πραγματεύεται μια αληθινή ιστορία, και παίζετε και έναν ιδιαίτερο ρόλο, της Καλλιόπης. Μιας μητέρας που γεννά ένα υγιές παιδί και θέλει να το κρατήσει στη Σπιναλόγκα. Πώς νιώσατε πρώτα με το ρόλο που αναλάβατε και έπειτα με το χώρο, στον οποίο έγιναν τα γυρίσματα, τη Σπιναλόγκα.
Η Βικτώρια έχει μεγάλη ευαισθησία για την Ελλάδα και έγραψε αυτό το βιβλίο με πολλή αγάπη και πολύ σεβασμό στα γεγονότα. Το βιβλίο είναι εμπνευσμένο από πολλές αληθινές ιστορίες, η συνεργασία ήταν απίθανη και μαζί της, αλλά και με όλους. Ο ρόλος αυτός ήταν δύσκολος αφενός γιατί δεν έχω παιδιά και αφετέρου γιατί δεν έχω βρεθεί ποτέ σε τόσο δύσκολη θέση, όπως ένας άνθρωπος που έχει προσβληθεί από τη νόσο Χάνσεν και κατοικεί στη Σπιναλόγκα. Εμείς οι ηθοποιοί μπορούμε αυτά τα πράγματα μόνο να τα φανταστούμε, φυσικά μέσα από έρευνα και δουλειά, όχι εν λευκώ. Όμως αυτό δεν εμποδίζει, καθώς η φαντασία είναι πολύ δυνατή, αν συλλέξεις τα απαραίτητα στοιχεία, να χτίσεις ένα χαρακτήρα. Δηλαδή, αν αντιληφθείς ακριβώς τις συνθήκες στις οποίες βρίσκεται ο χαρακτήρας που υποδύεσαι. Ουσιαστικά αυτό κάνει ο ηθοποιός. Γιατί αν έβγαινα και έλεγα ότι είμαι η Ιουλιέτα θα με έκλειναν στο Δαφνί, δεν θα με έκαναν ηθοποιό. Έτσι βλέπω εγώ την προσέγγιση των χαρακτήρων. Πήγα λοιπόν και πήρα μαθήματα αργαλειού από τις κυρίες εκεί, μελέτησα πολύ εκείνες τις συνθήκες, μπήκα σε αυτή τη διαδικασία. Και φυσικά, επειδή ως γυναίκα έχω το μητρικό ένστικτο, προσπάθησα να το ανακαλύψω μέσα μου. Δηλαδή, πώς θα ήταν η Μαργαρίτα αν ήθελε παιδιά, πώς θα ήταν αν είχε παιδιά, για να μπορέσω να συνδεθώ με αυτή τη δύσκολη ιστορία. Γιατί οι συνθήκες του χαρακτήρα ήταν πολύ σκληρές. Είναι πολύ σκληρό να πρέπει να δώσεις το παιδί σου. Παλεύεις με την ύπαρξή σου, παλεύεις με το σωστό και το λάθος, με το είναι σου, με τη γυναίκα και τη μητέρα που έχεις μέσα σου˙ γιατί ξέρεις ότι μπορείς να βλάψεις το παιδί, αλλά από την άλλη μεριά, το ένστικτο σού λέει ότι πρέπει να μείνει μαζί σου για να το προστατέψεις, εσύ πρέπει να το κάνεις αυτό. Ήταν πολύ δυνατό όλο αυτό και πολύ δυνατή η σκηνή του σεναρίου, - ο Θοδωρής ο Παπαδουλάκης έκανε πολύ καλή δουλειά και με αυτό – όπου την ώρα που θηλάζει πια το παιδί παίρνει απόφαση για το τι θα κάνει.
- Για να πάμε στο σήμερα, βρίσκεστε στο Faust, στο μουσικοχορευτικό αυτό event.
Ναι, είναι η Milonga η λεγόμενη, όπου γίνεται η συνάθροιση των κοινωνικών χορευτών και των επαγγελματιών φυσικά, για να χορέψουν tango σε ένα χώρο, ακούγοντας την αντίστοιχη μουσική. Αυτό κάνουμε στο Faust τρία κορίτσια, εγώ, η Σόφη Μπαγδάτογλου και η Κωνσταντίνα Πλακιά. Είμαστε εκεί τρεις οικοδέσποινες, φροντίζουμε να περνούν καλά όλοι, να είναι ευχαριστημένοι, να εξυπηρετούνται. Έχουμε DJs που παίζουν καλή και ωραία μουσική και δημιουργούμε ένα κλίμα πολύ ωραίο για τα κυριακάτικα απογεύματα του χειμώνα και φέτος.
- Δηλαδή στο Faust μπορεί να έρθει μόνο κάποιος που χορεύει ή και κάποιος που θέλει να περάσει ένα ευχάριστο απόγευμα βλέποντας τους άλλους να χορεύουν;
Ακριβώς, μπορεί να έρθει ο οποιοσδήποτε, αρκεί να τον κερδίσει το περιβάλλον και η ατμόσφαιρα, να ακούσει μουσική, να πιεί το ποτό του. Αλλά κάποιος που δεν ξέρει να χορεύει, δεν μπορεί να μπει στη γραμμή χορού˙ γιατί η γραμμή χορού έχει συγκεκριμένους κανόνες, που πρέπει να τους γνωρίζεις για να μπορέσεις να συνυπάρξεις αρμονικά με τα άλλα ζευγάρια.
- Το σλόγκαν του Faust το «πουλήστε την ψυχή σας στο tango» πώς επιλέχτηκε, είναι λίγο περίεργο καθώς άλλο τελείωμα περιμένει κανείς ακούγοντας αυτή τη φράση.
Το tango όμως το κάνει αυτό, όσους τανγκέρος ρωτήσεις θα σου πουν ότι είναι εθιστικό, παθαίνεις μια εξάρτηση, μια έξη και σε κάνει να τα δίνεις όλα εκεί. Αλλάζει ο τρόπος ζωής σου, αλλάζει ο τρόπος που σκέφτεσαι, μπαίνει μέσα σου τόσο δυνατά και αλλάζει πολλά πράγματα από την καθημερινότητά σου. Για αυτό λέμε ότι είναι ένας τρόπος ζωής και σκέψης και όχι ένας χορός που πας και μαθαίνεις κάποια βήματα∙ αλλά αυτό είναι δύσκολο να σας το περιγράψω αν δεν το έχετε δει από μέσα.
- Για τους ανθρώπους που δεν ξέρουν πολλά για το χορό υπάρχει το tango υπάρχει όμως και το τανγκό, η Μαργαρίτα τί πιστεύει για αυτό;
Ο διαφορετικός τονισμός έχει να κάνει με την προφορά, δηλαδή με το πως μεταφράζονται οι λέξεις ανά τις χώρες. Τango είναι η σωστή ονομασία. Όταν οι Έλληνες χόρευαν τανγκό όπως λέτε, τους είχε έρθει από δεύτερο χέρι. Είχε περάσει από τις σάλες - ballrooms της Ευρώπης πρώτα και είχε υποστεί αυτή την αλλαγή, εκφυλισμό, όπως θέλει κανείς μπορεί να το πει, που είχε χαθεί πλέον η ιδέα του και η ψυχή του και είχε μείνει ένα βασικό οχτάρι βημάτων, χωρίς κάποια υπόσταση και νόημα από πίσω. Απλά για να το χορεύουν οι άνθρωποι σε κοινωνικές δεξιώσεις και να έρχονται κοντά με πολύ διαφορετικό τρόπο από ό,τι στην Αργεντινή. Φανταστείτε το πολύ στυλιζαρισμένο, πολύ απρόσωπο, λίγο ψυχρό γιατί δεν ήταν ενωμένες οι καρδιές και τα πρόσωπα, καθώς η κοινωνία ήταν διαφορετική∙ αυτό το tango ήρθε στην Ελλάδα. Αν δεν κάνω λάθος από τη δεκαετία του 1950 και εξής, αν και βάζω ένα μεγάλο αστερίσκο εδώ γιατί δεν είμαι σίγουρη, ήρθε στην Ελλάδα και το χόρευαν σε αντίστοιχες κοινωνικές εκδηλώσεις, το δίδασκαν στις στρατιωτικές σχολές. Το τανγκό που λέτε εσείς, ήταν ένας αστικός χορός, ένας χορός για τα σαλόνια. Πλέον αυτό έχει αλλάξει. Ο Miguel Ángel Zotto, ο αναγεννητής του tango στη σύγχρονη εποχή, ένας σπουδαίος maestros – maestros λέμε τους χορευτές στο tango - έχει πει ότι όλα χρειάζονται γιατί τελικά όλα το κρατάνε ζωντανό με έναν τρόπο. Αρκεί να υπάρχουν κάποιοι, και πάντα θα υπάρχουν, που μένουν πιστοί στην κλασικότητά του, ώστε να συνεχίσουν την παράδοση και να δώσουν στις επόμενες γενιές τη σωστή, την αυθεντική πληροφορία. Και από κει και πέρα, ας υπάρχουν και όλα τα άλλα, δεν πειράζει.
- Έχετε παίξει τη Βιόλα στη Δωδέκατη Νύχτα του Σαίξπηρ καθώς και την Ιζαμπέλα στα Ανεμοδαρμένα Ύψη. Υπάρχει κάποιος ρόλος που οπωσδήποτε κάποια στιγμή στη ζωή σας θα θέλατε να ερμηνεύσετε;
Ναι, την Λαίδη Μάκμπεθ.
- Γιατί;
Κάτ’ αρχήν τον Ουίλιαμ Σαίξπηρ τον γοήτευαν οι αντιθέσεις, η δυαδική φύση του σύμπαντος, τα στοιχεία αυτά υπάρχουν σε όλες τις τραγωδίες του. Ειδικά στην τραγωδία Μάκμπεθ τις αντιφάσεις τις συναντάς μέσα στις λέξεις, στις προτάσεις, στους χαρακτήρες, στην πλοκή, παντού. Παίζει με τους ήχους, παίζει με τα γράμματα, παίζει με την προφορά, παίζει με τον τονισμό, βρίσκεις αντιθέσεις παντού. Έτσι και ο χαρακτήρας της Λαίδης Μάκμπεθ είναι ένας χαρακτήρας εντελώς αντιφατικός. Υπάρχει αυτός ο πόλεμος της ύπαρξης μέσα της, του ενός και του άλλου εαυτού, ο οποίος τη διαλύει και τους διαλύει όλους στο τέλος. Δεν είναι η Λαίδη Μάκμπεθ που διαλύει απαραίτητα, εκείνη κινεί τα νήματα, αλλά οι χαρακτήρες από επιλογή τους, φτάνουν στο σημείο, να γίνουν τραγικοί εξ ορισμού και να παλέψουν με το εγώ τους. Οπότε και εγώ – και λόγω ιδιοσυγκρασίας νιώθω αυτή τη μάχη διαρκώς μέσα μου – είμαι πολύ ταυτισμένη με αυτό το έργο και με αυτό το χαρακτήρα.
- Τους ρόλους που αναφέραμε, τη Βιόλα και την Ιζαμπέλα, τους ερμηνεύσατε στο Λονδίνο. Ποιο κοινό θεωρείτε πιο δύσκολο στο να το κερδίσεις, το Ελληνικό ή το Αγγλικό και γιατί;
Το Ελληνικό. Το Αγγλικό είναι ένα πιο εκπαιδευμένο κοινό, έχει δει περισσότερα πράγματα, είναι πιο ανοιχτό και δεκτικό σε καινούργιες ιδέες. Δεν είναι απαραίτητα κακό αυτό, γιατί πιστεύω ότι η συλλογική μνήμη των Ελλήνων μας οδηγεί στο να έχουμε κριτήρια πιο υψηλά. Είναι πιο δύσκολο να μας πείσεις, άρα σημαίνει ότι πρέπει να είσαι πιο ικανός για να πείσεις το κοινό, και αυτό το θεωρώ καλό. Έχει αρχίσει βέβαια το Ελληνικό κοινό να βλέπει αρκετά θέατρο, να βλέπει πιο εναλλακτικές, θα λέγαμε, παραστάσεις, από τις παραστάσεις που ίσως έχουμε συνηθίσει, τις πιο εμπορικές, στις οποίες θα δει κανείς τους πρωταγωνιστές που γνωρίζει από την τηλεόραση. Έχουμε αρχίσει και εξελισσόμαστε και σε αυτό.
- Στην παράσταση Ζήλεια σε 3 φαξ, παίξατε μαζί με τη μητέρα σας. Πόσο δύσκολο ήταν να βρίσκεστε στην ίδια θεατρική σκηνή με τη μητέρα σας, με την έννοια ότι εκεί οι ρόλοι αλλάζουν, δεν είστε πια μητέρα – κόρη, είστε δύο ηθοποιοί που πρέπει να φέρετε εις πέρας μια παράσταση.
Ήταν εντελώς αρμονικό, αν και δεν ήξερα και τι να περιμένω κιόλας, για να πω την αλήθεια. Υπήρχε πάρα πολλή αγάπη, ήταν πολύ όμορφη συνεργασία. Θυμάμαι χαρακτηριστικά – θα το πω αυτό – πριν την πρεμιέρα μας έρχεται στο καμαρίνι η μητέρα μου, με πιάνει από το πρόσωπο, με κοιτάζει μέσα στα μάτια και μου λέει «ό,τι και να γίνει να ξέρεις ότι έχεις δύο μάτια που λάμπουν και μπορείς να τους κερδίσεις όλους». Δεν θα το ξεχάσω ποτέ αυτό, πάντα θα σκέφτομαι αυτή τη φράση. Και δεν είναι τα λόγια, είναι η αγάπη των ψυχών, η αγάπη της μητέρας προς το παιδί της. Μου έδωσε πολύ κουράγιο, ήταν πολύ ωραίο που την είχα δίπλα μου, και εκείνη το ίδιο, και το ευχαριστήθηκα πάρα πολύ.
- Σε ηλικία 10 ετών παίζετε στην ταινία του πατέρα σας Ελεύθερη Κατάδυση. Πώς ένα παιδί 10 ετών αποφασίζει ότι θέλει να παίξει στην ταινία και το ζητάει;
Είναι αυτό που λέγαμε πριν, από μικρή ήθελα να γίνω ηθοποιός. Ναι, ήθελα πάρα πολύ να παίξω. Έκανε ταινία και λέω: «τι δεν θα παίξω εγώ; Αφού το θέλω». Ήμουν δέκα χρονών και ψευδή...
- Αυτό δεν το πιστεύω.
Ναι, ναι, και πάω και του λέω: «μπαμπά θέλω να θυναντηθούμε γιατί έχω κάτι να θου προτείνω». Και τον κάλεσα στο σαλόνι του σπιτιού και του έκανα την πρόταση και δέχτηκε. Του άρεσε που το διεκδίκησα. Και μετά όταν τελείωσε η ταινία του έκανα άλλο ένα ραντεβού για να με πληρώσει. Και με πλήρωσε. Μου έδωσε πενήντα χιλιάδες δραχμές. Αλλά τα άξιζα τα λεφτά μου, ήμουν εκεί στο γύρισμα, είχα μάθει τα λόγια μου, άκουγα μόνο τον πατέρα μου, ήμουν συγκεντρωμένη, τα έβγαλα τα λεφτά μου, τα άξιζα πραγματικά.
- Φέτος έκτος από το Faust σας βρίσκουμε στην παιδική παράσταση «Κρητομυθία» και στην νέα ταινία του Βασίλη Βαφέα «Ρισάλτο». Θα ήθελα να μου πείτε λίγα στοιχεία για την παιδική παράσταση, αλλά και τί πραγματεύεται η νέα ταινία του Βαφέα «Ρισάλτο».
Η παράσταση Κρητομυθία είναι σε κείμενα του Γιάννη Λιγνάδη, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καλατζή και μουσική Μάνου Πυροβολάκη, που θα είναι μαζί μας επί σκηνής με μουσικούς καθώς η παράσταση θα έχει ζωντανή κρητική μουσική. Ο Παναγιώτης Κατσώλης και ο Αλέξανδρος Ζουριδάκης είναι οι άλλοι δύο ηθοποιοί της παράστασης. Είναι μια ανθολόγηση από κεφάλαια της Κρήτης, που περιλαμβάνουν την αγάπη, τον πόλεμο, τη μυθολογία, τη λαογραφία, αν και δεν πάμε να κάνουμε μια λαογραφική μελέτη. Έχει κείμενα από τη Θεογονία του Ησιόδου, έχει αναφορές στον Ελύτη, έχει κομμάτια από τον Ερωτόκριτο, είναι για λίγο πιο μεγάλα παιδιά, από τρίτη δημοτικού και επάνω. Είναι φυσικά και για ενήλικες. Η χορογράφος μας, η Χαρά Καλογεροπούλου, έχει κάνει απίστευτη δουλειά, καθώς έχουμε πολλή κίνηση επί σκηνής. Είναι μια πολύ ευχάριστη παράσταση και με μια ευαισθησία προς την ψυχή της Κρήτης. Η παράσταση θα ανέβει στο χώρο «Αλκυονίδα». Βέβαια θα κάνουμε και εκτός έδρας παραστάσεις, και μάλιστα μέσα στο μήνα. Θα πάμε και στην Κρήτη αρκετές φορές. Θα παίζουμε για το κοινό κάθε Κυριακή στην «Αλκυονίδα», και μέσα στην εβδομάδα για τα σχολεία που κλείνουν να δουν την παράσταση. Ο στόχος είναι να παιχθεί η παράσταση όλη τη σεζόν και ίσως να έχουμε και το καλοκαίρι κάποιες έξτρα περιοδείες.
Το Ρισάλτο είναι η νέα ταινία του Βασίλη Βαφέα στην οποία, υποτίθεται ότι έχει γίνει πραξικόπημα. Ο πρωταγωνιστής, ο Νίκος Προυσανίδης, διχάζεται και δύο γυναίκες που τον πλαισιώσουν, η Αμαλία Αρσένη και εγώ, καλούνται να τον κάνουν να χάσει το στόχο του. Το δίλημμά του είναι αν θα αποφασίσει να πουληθεί για να βολευτεί ή αν θα κάνει τη διαφορά και θα μείνει πιστός στις αρχές του και στις αξίες του, σε μία κοινωνία που έχει εκφυλιστεί τελείως. Και μέσα από τη σουρεάλ ματιά του Βαφέα όλοι εμείς σας λέμε την ιστορία. Θα βγει μέσα στο χειμώνα, αν και δεν έχει ανακοινωθεί ακόμα πότε.
- Ο ρόλος που παίζετε είναι ο ρόλος της κακιάς.
Ναι, της κακιάς. Την είχα φανταστεί και την έπαιζα σαν αυτή η γυναίκα να μην έχει αίμα μέσα της. Αυτή ήταν η πρόταση που είχα εγώ ως ηθοποιός και ακολουθούσα σαν αίσθηση σε κάθε σκηνή.
- Με αφορμή ότι σε αυτή την ταινία παίζετε το ρόλο της κακιάς θα μπορούσατε να φανταστείτε τη Μαργαρίτα να ερμηνεύει μόνο ένα χαρακτήρα, ας πούμε, αυτόν της κακιάς.
Όχι, δεν χρειάζεται να κάνω κάτι για αυτό, επειδή δεν είμαι ένα πράγμα ευτυχώς ή δυστυχώς. Μπορώ να αλλάξω πάρα πολύ εύκολα αίσθηση, όψη. Δεν νομίζω ότι μπορείς - και αυτό είναι και το χαρακτηριστικό μου - αν θέλετε, ότι δεν μπορείς να πεις, αυτή είναι μια ωραία γυναίκα ή μια τρελή ή μια κακιά, υπάρχει ποικιλία σε αυτό. Δεν με περιορίζει, δεν νιώθω ότι με περιορίζει, δεν το θέλω κιόλας.
- Εμφανίζεστε στο event στο Faust, στην παιδική παράσταση και στον κινηματογράφο. Ποιο κοινό είναι πιο δύσκολο, το παιδικό, οι ενήλικες ή ο θεατής του χορού;
Θα σημειώσω βέβαια, αν και εσείς καλά το ρωτάτε, ότι αυτό που κάνουμε στο Faust δεν είναι show, είναι ένα event. Είμαστε εκεί μαζί με όλους, δεν έρχεται κάποιος για να δει εμάς να χορεύουμε. Τώρα το καθένα έχει δυσκολίες, ένα παιδικό κοινό είναι πολύ δύσκολο, πρέπει να πείσεις τα παιδιά, καθώς δεν θα σου χαριστούν. Ένα κοινό στο σινεμά είναι δύσκολο, αλλά στο σινεμά δεν είναι μόνο ο ηθοποιός που θα σε κερδίσει ή όχι. Υπάρχουν θέματα διαδικαστικά, θέματα παραγωγής. Οι ταινίες του Βαφέα είναι περισσότερο σινεφίλ παρά εμπορικές, επομένως είναι πιο περιορισμένο το κοινό. Βέβαια ο κινηματογράφος μας δίνει πλεονεκτήματα πολλά. Ένας μέτριος ηθοποιός στον κινηματογράφο μπορεί να πάρει Όσκαρ, γιατί έχει πολύ καλό σκηνοθέτη και φωτογράφο, και έχει γίνει ένα καλό μοντάζ. Στο θέατρο τα μόνα όπλα σου είναι το σώμα σου, η φωνή σου και η ενέργειά σου, επομένως πρέπει να τα δώσεις όλα για να πείσεις το κοινό. Το παιδικό κοινό είπαμε είναι ακόμα πιο δύσκολο. Το tango από την άλλη, είναι μια περιορισμένη κοινότητα στην Ελλάδα ακόμη, αν και ολοένα μεγαλώνει. Βέβαια το κοινό στο tagno δεν είναι ακριβώς κοινό. Υπάρχουν οι τανγκέροι. Και κάποιοι άνθρωποι που αγαπούν το tango έρχονται για αυτούς, δεν έρχονται για σένα. Ναι, όντως έχουμε ανθρώπους που μας αγαπάνε, που τους αρέσει η δουλειά μας, που τους κάνουμε να περνάνε καλά, ξέρουν ότι θα περάσουν ωραία, άλλα έρχονται για το tagno. Δεν είναι κανένας πρωταγωνιστής στο tango, το ίδιο το tango είναι ο πρωταγωνιστής. Οπότε θα έλεγα πως το κάθε είδος έχει τις δυσκολίες του.
- Βρισκόμαστε στην Ελλάδα της κρίσης, είστε μια νέα κοπέλα και ασχολείστε με το θέατρο, ένα είδος που δεν αποφέρει πολλά χρήματα. Έρχεται λοιπόν σε εσάς ένα νέο παιδί και σας λέει: «δεν ξέρω τι να κάνω, μου αρέσει το θέατρο, αλλά δεν ξέρω αν πρέπει να ασχοληθώ». Τι το συμβουλεύετε;
Να μην ασχοληθεί, γιατί αν έχει αμφιβολίες, δεν θα τα καταφέρει πολύ καλά.
- Η Ελλάδα της κρίσης πόσο χώρο έχει για τις τέχνες;
Όσο χώρο δημιουργήσεις εσύ. Η τέχνη δεν έχει όρια, η τέχνη είναι έμπνευση, χωράει παντού. Δεν την περιορίζεις ούτε με σύνορα ούτε με συνθήκες πολιτικές ούτε οικονομικές. Υπάρχει ο χώρος που δημιουργείς εσύ. Η τέχνη είναι πάντα απαραίτητη για την ψυχική αρμονία των ανθρώπων και κρύβεται παντού, δεν κρύβεται μόνο σε ένα πίνακα ή μια θεατρική αίθουσα, η τέχνη είναι παντού. Μπορείς να τη δεις σε συμπεριφορές στη φύση, βέβαια η φύση είναι από μόνη της πάνω από την τέχνη. Πάντως η αρμονία που κρύβει μέσα της η τέχνη μπορεί να σε εμπνεύσει, και μέσα από την τέχνη να εκφραστείς. Έχει λοιπόν το χώρο που θα δημιουργήσεις εσύ με ή χωρίς υλικά αγαθά, με ή χωρίς πολλά λεφτά, με ή χωρίς πολλά σκηνικά, με ή χωρίς έναν παραγωγό πάλι με πολλά λεφτά. Μπορείς να κάνεις πάρα πολλά πράγματα χωρίς να έχεις αμφιβολίες, αρκεί να πιστεύεις και να το θες. Όχι όμως να το θέλεις γιατί δεν έχεις τι άλλο να κάνεις, να το θέλει γιατί αυτό πρέπει να γίνει, και θα τους βρεις τους τρόπους, υπάρχει αφθονία, το πιστεύω.
- Η σχέση των νέων με την τέχνη είναι μια σχέση, βάζω τις λέξεις σε εισαγωγικά, «πάθους» ή «μίσους»;
Δεν μπορώ να κατακρίνω τους ανθρώπους που δεν έρχονται σε επαφή με την τέχνη, πιστεύω όμως ότι χάνουν. Αλλά και πάλι μπορεί να έχουν βρει άλλους τρόπους να γεμίσουν αυτό που πρέπει να γεμίσουν. Τώρα οι υπόλοιποι που παθιάζονται με την τέχνη καλά κάνουν.
- Τα μελλοντικά σας σχέδια ποια είναι;
Το καλοκαίρι 13 ως 20 Ιουνίου η ομάδα μας Τodos Τango θα διοργανώσει το πρώτο Todos tango Festival – Corfu 2016 και θα παρουσιάσει τους Miguel Ángel Zotto και Daiana Guspero. Θα ήθελα να σημειώσω εδώ πως οι Τodos Τango αποτελούνται από τους διοργανωτές των milongas «Los Niños de Barrio» και «Milonga Caprichosa» που είναι χορευτές της σχολής "Baile de Barrio". Το event θα λάβει χώρα στο Messonghi Beach Holiday Resort στο όμορφο νησί της Κέρκυρας, με καλεσμένους maestros από την Αργεντινή και την Ελλάδα. Υπάρχουν και κάποια θεατρικά σχέδια, τα οποία όμως, δεν μπορώ ακόμα να ανακοινώσω.
- Ποια είναι η φράση που χαρακτηρίζει τη Μαργαρίτα.
Αν και με κάνει να νιώθω λίγο εκτεθειμένη αυτή η φράση, αλλά είναι αλήθεια, είναι ένα λατινικό απόφθεγμα: «Αυτό που με θρέφει με καταστρέφει». Είναι αυτό που συζητούσαμε πριν για την πάλη της δυαδικής φύσης, που έχουν οι άνθρωποι μέσα τους, την οποία βιώνω πολύ έντονα. Τη φράση αυτή τη συναντάω πολύ συχνά στη ζωή μου. Το θέμα είναι πού θα παίξεις. Αυτό είναι μια κατάσταση, η οποία, μπορεί να γίνει στα χέρια μας ένα εργαλείο. Αν αποκτήσουμε εμείς τη δύναμη πάνω σε αυτό θα μπορούμε να ορίσουμε τη ζωή μας και κάπως διαφορετικά. Πάντα με βάση, την ευτυχία, την ισορροπία και την αρμονία.
- Και τώρα θα παίξουμε ένα παιχνίδι λέξεων. Θα σας πω κάποιες λέξεις και θα ήθελα για αυτές άλλες πέντε από σας.
- Αγάπη.
Δύναμη, ολότητα, ουσία, υψηλοί κραδασμοί.
- Έρωτας.
Στομάχι, κόκκινο, αίμα, θάνατος, ανάσταση.
- Φιλία.
Ευτυχία, φροντίδα, συμπόνια, χαρά.
- Χορός.
Έκφραση, δημιουργία, εξέλιξη, δύναμη.
- Θέατρο.
Ιερό, θεϊκό, διάνοια, λόγος.
- Παρόν.
Αλήθεια, χρόνος, το μόνο δεδομένο.
- Μέλλον.
Το παρόν μεταμφιεσμένο, κρυφό, έκπληξη, αγωνία, και ιστορία.
- Και τώρα θα πω δυο που δεν είναι ακριβώς λέξεις:
- Λιβανού.
Εγώ τώρα ουσιαστικά σκέφτομαι τη μητέρα μου, αλλά τη μητέρα μου ηθοποιό.
- Και εγώ αυτό σκεφτόμουν τώρα εσείς λέτε ό,τι θέλετε.
Ψευδώνυμο, ομορφιά, αστέρι, λάμψη.
- Πανουσόπουλος.
Γήινος, έρωτας, (αυτό ορίζει τον πατέρα μου, ο έρωτας) αγάπη και φροντίδα.
- Κυρία Πανουσοπούλου σας ευχαριστώ πολύ για τη συνέντευξη.
Και εγώ σας ευχαριστώ πολύ.
Λαμπρινή Μπενάτση
Ιστορικός Τέχνης
MA of Arts, University of Essex, U.K.
Υπ. Διδάκτωρ Ιστορίας της Τέχνης