Τρίτη, 13 Δεκεμβρίου 2011 15:20

Edvard Munch (1863-1944)

Γράφτηκε από την 

«Αρρώστια, τρέλα και θάνατος ήταν οι σκοτεινοί φύλακες άγγελοι που στάθηκαν στο λίκνο μου και με συντρόφεψαν όλη μου τη ζωή», είχε πει ο Edvard Munch (1863-1944) σε μία φράση που συντάσσει, ίσως, το πιο πυκνό και μεστό αυτοβιογραφικό σημείωμα. Ήταν Νορβηγός ζωγράφος και χαράκτης, ένας από τους κύριους προδρόμους του εξπρεσιονισμού.



Γονείς του ήταν ο Christian Munch, γιατρός και ιατρικός ανώτερος υπάλληλος, και η Laura Cathrine Bjølstad, οι οποίοι είχαν παντρευτεί το 1861. Είχε μια μεγαλύτερη αδελφή, την Johanne Sophie (γεννημένη το 1862), και τρία μικρότερα αδέρφια, τους Peter Andreas (1865), Laura Cathrine (1867), και Inger Marie (1868). Ήταν απόγονος του ζωγράφου Γιάκομπ Μουνκ (Jacob Munch) (1776-1839) και του ιστορικού Peter Andreas Munch (1810-1863). Η οικογένεια μετακόμισε στην πόλη Kριστιανία (σημερινό Όσλο) το 1864, όταν ο Christian Munch διορίστηκε ως ιατρικός ανώτερος υπάλληλος στο φρούριο του Akershus. Η Laura Cathrine πέθανε από φυματίωση το 1868, όπως και η αγαπημένη αδελφή του Johanne Sophie Munch, το 1877. Ο πατέρας του πέθανε επίσης νέος, το 1889. Μετά από το θάνατο της μητέρας τους, τα μικρότερα αδέρφια του Munch ανατράφηκαν από τον πατέρα τους, που ενστάλαξε μέσα τους έναν βαθιά ριζωμένο φόβο λέγοντάς τους επανειλημμένα ότι εάν αμαρτήσουν με οποιαδήποτε τρόπο, θα καταδικάζονταν στην Κόλαση χωρίς πιθανότητα συγχώρεσης. Μια από τις νεώτερες αδελφές του καλλιτέχνη διαγνώστηκε με διανοητική ασθένεια σε νεαρή ηλικία. Ο ίδιος ήταν επίσης συχνά άρρωστος. Από τα πέντε αδέρφια, μόνο ο Peter Andreas παντρεύτηκε, αλλά πέθανε μερικούς μήνες μετά το γάμο.
Munch cigaretteΑυτοπροσωπογραφία
Το 1879 εγγράφηκε σε τεχνικό κολλέγιο, με θέμα μελέτης την εφαρμοσμένη μηχανική, αλλά διέκοψε τις σπουδές του λόγω συχνών ασθενειών. Το 1880 άφησε το κολλέγιο για να γίνει ζωγράφος. Τον Αύγουστο του 1881 εγγράφηκε στη Σχολή Σχεδίου του Όσλο. Οι δάσκαλοί του ήταν ο γλύπτης Julius Middelthun και ο ζωγράφος Christian Krohg. Στα χρόνια που ακολούθησαν έκανε πλήθος εκθέσεων, πήγε μερικές φορές στο Παρίσι και έμεινε περισσότερο ακόμη καιρό στη Γερμανία. Με το έργο του άσκησε μεγάλη επίδραση σε όλη τη Βόρεια Ευρώπη.

Οι δύσκολες συνθήκες της ζωής τους επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό την ψυχολογική του κατάσταση, η οποία όμως έγινε και η αφορμή για τη σύλληψη των κυριότερων θεμάτων του ζωγραφικού του έργου. Ο Munch έγινε ο ζωγράφος του φάσματος του θανάτου και της αναπόδραστης αρρώστιας. Το επιβεβαιώνουν και τα θέματα των έργων του: «Το άρρωστο παιδί», «Ο νεκροθάλαμος», «Πλάι στο νεκροκρέβατο», «Νεκρή μάνα», «Θάνατος στο δωμάτιο της άρρωστης».

Το 1893 δημιούργησε την "Κραυγή", το διασημότερο έργο του. Όπως αναφέρει ο Gombrich, μέσα από αυτό στόχος του ήταν να εκφράσει πως μία ξαφνική συγκίνηση μεταβάλλει όλες τις εντυπώσεις της αίσθησης. Όλες οι γραμμές μοιάζουν να οδηγούν προς τη μοναδική οπτική εστία –το κεφάλι που φωνάζει. Όλο το τοπίο μοιάζει να συμμερίζεται την αγωνία και τη συγκίνηση αυτής της κραυγής. Το πρόσωπο που φωνάζει είναι πράγματι παραμορφωμένο, όπως το πρόσωπο μιας γελοιογραφίας. Τα γουρλωμένα μάτια και τα σκαμμένα μάγουλα θυμίζουν το πρόσωπο του θανάτου.

Μέσα στα επόμενα χρόνια, την ίδια σύνθεση μετέφερε σε χαρακτικό, πρακτική που ακολουθούσε για πολλές συνθέσεις του. Οι επαναλήψεις αυτές οφείλονταν στο γεγονός ότι επιθυμούσε αναμφίβολα να συγκινήσει με το καλλιτεχνικό και ανθρώπινο μήνυμά του ένα όσο το δυνατόν πλατύτερο κοινό. Αν και ο Munch ήταν αναγκασμένος να ζει από την τέχνη του, η πώληση πινάκων δεν αποτελούσε ποτέ γεγονός για τον ίδιο. Θεωρούσε πρώτιστα την τέχνη σαν ένα μέσο επικοινωνίας και ήταν σημαντικό γι' αυτόν να παρουσιάσει όσο το δυνατόν περισσότερη από τη δουλειά του συγκεντρωμένη.

Πίστευε ότι με τον τρόπο αυτό οι ιδέες και τα συναισθήματα που γέννησαν τα διάφορα έργα θα έφθαναν ευκολότερα στους άλλους. Σε ένα σημείωμά του γύρω στο 1930 προσπάθησε να εξηγήσει το γεγονός: «Με την τέχνη μου προσπάθησα να φτάσω σε μία εξήγηση της ζωής και στόχευα να δώσω μια καθαρότητα στον τρόπο της ζωής μου. Σκέφτηκα επίσης ότι αυτό θα βοηθούσε ίσως και τους άλλους να ξεκαθαρίσουν τη ζωή τους. Πάντα δούλευα καλύτερα συντροφιά με τους πίνακές μου – αισθανόμουνα ότι οι πίνακες με το περιεχόμενό τους ήταν δεμένοι μεταξύ τους. Όταν τους τοποθετούσα όλους μαζί αποκτούσαν ένα δέσιμο που δεν είχαν σαν ξεχωριστά έργα – σαν να μην μπορούσαν να εκτεθούν με άλλα. Γι' αυτό τα βάζω όλα μαζί σε σειρές».
Αποχωρισμός, 1896.Χωρισμός, 1896.
Πολλά από τα έργα του οραματίζονται το αίσθημα του έρωτα, την έλξη μεταξύ άνδρα και γυναίκας καθώς διασταυρώνονται εκστατικά τα βλέμματά τους, όπως στα «Έλξη» και «Η φωνή». Ο ίδιος περιέγραψε τη διάθεση των συνθέσεων αυτών σε αρκετά κείμενα, όπως το ακόλουθο:

«Μια χρυσή κολώνα κλυδωνίστηκε πάνω-κάτω μέσα στο νερό, λιώνοντας μέσα στη λαμπρότητά της και απλώνοντας στην επιφάνειά του. Όταν συναντήθηκαν τα μάτια μας, αόρατα χέρια ύφαναν λεπτούς ιστούς που χύθηκαν από τα υπέροχα μάτια σου μέσα στα δικά μου, μπλέκοντας μαζί τις καρδιές μας...».

«Πόσο χλωμή είσαι στο φεγγαρόφωτο και πόσο σκοτεινά τα μάτια σου – τόσο μεγάλα που θα μπορούσαν να καλύψουν το μισό ουρανό».

Συνεχίζοντας μίλησε για την αγωνία του χωρισμού στο έργο του «Αποχωρισμός»:

«Όταν μ' εγκατέλειψες πέρα από τη θάλασσα αισθάνθηκα να μας ενώνουν ακόμα λεπτές κλωστές. Με πόνεσαν αβάσταχτα, σαν πληγή».
Ο απόλυτος έρωτας, δεν υπήρχε χωρίς τα προβλήματά του. Ήταν ένας καλλιτέχνης που ο φόβος του θανάτου και ο φόβος της ζωής συνυπήρχαν τόσο έντονα. Το παρακάτω κείμενο θα μπορούσε να θεωρηθεί κατάλληλο συμπλήρωμα για τα έργα «Μαντόνα» και «Εραστές στα Κύματα»:

«Το φεγγαρόφωτο γλιστρά πάνω στο πρόσωπό σου, που είναι γεμάτο γήινη ομορφιά και πόνο. Τα χείλια σου είναι σαν κατακόκκινα φίδια και γεμάτα σαν βαθυκόκκινα φρούτα. Ανοίγουν σαν να πονάνε, το χαμόγελο ενός πτώματος. Γιατί τώρα η αλυσίδα που ενώνει τις γενιές έχει κολλήσει. Σαν ένα σώμα γλιστράμε σ' έναν απέραντο ωκεανό – πάνω σε μακριά κύματα που αλλάζουν το χρώμα τους από σκούρο σε πορφυρό σε κόκκινο του αίματος».
munch 1Η Κραυγή, 1893.
Το 1897, γνώρισε και συνδέθηκε με την κόρη ενός μεγάλου εμπόρου κρασιών, την εντυπωσιακή 30χρονη Tula Larsen. Αρχικά η σχέση τους ήταν σοβαρή και ήρεμη. Ταξίδεψαν στην Ιταλία και επιστρέφοντας στη Νορβηγία συνέχισαν μια ξέφρενη κοσμική ζωή με ατέλειωτα ξενύχτια κι ατέλειωτη χρήση οινοπνευματωδών ποτών. Παράλληλα η Larsen τον πίεζε να παντρευτούν. Κατόπιν ταξίδεψαν στο Βερολίνο όπου συνέχισαν τις διασκεδάσεις και την υπερβολική χρήση οινοπνευματωδών ποτών. Στις αλλεπάλληλες πιέσεις για γάμο ο Munch αρνιόταν συνεχώς. Στις σημειώσεις του εξηγεί τα αίτια της άρνησής του, γράφοντας σε τρίτο πρόσωπο: «Από μικρός μισούσε το γάμο. Το αρρωστημένο και νευρωτικό περιβάλλον του σπιτιού του τού είχε δημιουργήσει το συναίσθημα ότι δεν είχε δικαίωμα να παντρευτεί». Με τις συνεχείς αρνήσεις του η σχέση τους είχε φτάσει σε μια κατάσταση απάθειας - εξάντλησης. Έπιναν όλη την ημέρα κι έκαναν έρωτα. Αποτέλεσμα όλης αυτής της "επικίνδυνης διαδρομής" ήταν να κλονιστεί η υγεία του (σοβαρή βρογχίτιδα, εισαγωγή σε σανατόριο) κι έτσι, εξασθενημένος υποχώρησε στις πιέσεις της. Αυτή ανέλαβε να τακτοποιήσει τα σχετικά του γάμου. Αλλά ο Munch τρέμοντας στην ιδέα του γάμου οδήγησε, τελικά, τη σχέση στη διάλυση. Πάνω στη διαμάχη του χωρισμού τους η Larsen έβγαλε ένα περίστροφο κι απείλησε να αυτοκτονήσει. Ο Munch προσπάθησε να το αποσπάσει από τα χέρια της με αποτέλεσμα το όπλο να εκπυρσοκροτήσει και να του κόψει μέρος από το δάχτυλό του. Το τραγικό τέλος του δεσμού κι ο τραυματισμός του τού έγιναν έμμονη ιδέα και τον ακολούθησαν μέχρι τον τελικό νευρικό κλονισμό του, το 1908.

Είναι γεγονός ότι ζούσε μόνο για τη ζωγραφική του. Συχνά έλεγε ότι «η τέχνη είναι ο μόνος λόγος για τον οποίο ζω» Το τέλος τον βρήκε περιτριγυρισμένο από τους πίνακές του, τους οποίους από πολύ νέος αποκαλούσε «τα αγαπημένα μου παιδιά». Ο Munch άφησε πίσω του μια τεράστια πνευματική και καλλιτεχνική παρακαταθήκη, σχεδόν 1000 λάδια, 4.500 σχέδια κι υδατογραφίες, 15.400 χαρακτικά και 6 γλυπτά, αποτέλεσμα μιας ασταμάτητης δημιουργίας 70 περίπου χρόνων.



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

  • Γκερντ Βολλ, Έντβαρντ Μουνκ, Εθνική Πινακοθήκη, Μουσείο Αλ. Σούτζου, 7 Οκτωβρίου-17 Νοεμβρίου, Αθήνα 1985. 
  • Ζόγκαρη Εύα, Ο ζωγράφος Έντβαρντ Μουνκ (1863-1944) - η ζωή και το έργο του, εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ, Αθήνα 1985. 
  • Gombrich E., Το χρονικό της τέχνης, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας, Αθήνα 1998.

Μαρία Μποϊλέ

Είμαι υποψήφια διδάκτωρ Ιστορίας της Τέχνης στο ΑΠΘ και υπότροφος του ΙΚΥ. Αποφοίτησα από το τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΕΚΠΑ, ενώ στο πλαίσιο του Προγράμματος Erasmus τμήμα των σπουδών μου ολοκληρώθηκε στο Università Cattolica del Sacro Cuore του Μιλάνου. Είμαι κάτοχος του Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης στο γνωστικό αντικείμενο Ιστορίας της Τέχνης του ΑΠΘ και του ΜΔΕ Διοίκησης Πολιτισμικών Μονάδων του ΕΑΠ.