Σε ηλικία 20 χρονών μπήκε στο δομινικανό μοναστήρι του Φιέζολε, μαζί με τον αδελφό του Μπενεντέττο, που ήταν αντιγραφέας χειρογράφων. Στην καλλιτεχνική του διάπλαση είχε κυρίως συμβάλλει η κομψή υστερογοτθική ζωγραφική του Λορέντσο Μόνακο, του Τζεντίλε ντα Φαμπριάνο και του Μαζολίνο ντα Πανικάλε. Από τα πρώτα του έργα, αποκόμισε πείρα που άφησε για πολύ καιρό τα ίχνη της στη λεπτομερειακή εκτέλεση των πινάκων του. Η προπαίδεια αυτή δεν τον εμπόδισε να συμμετάσχει στη μεγάλη ρυθμολογική ανανέωση που πραγματοποιήθηκε στην Φλωρεντία, κατά τις πρώτες δεκαετίες του 15ου αιώνα, με πρωτεργάτες των Μπρουνελλέσκι, τον Ντονατέλλο και τον Μαζάτσιο.
Ο Βαζάρι στις "Βιογραφίες" του παρουσιάζει τον Αντζέλικο σαν μορφή μοναχική, που μεταγράφει με την ζωγραφική τους εκστατικούς οραματισμούς των κατανυκτικών προσευχών του, αλλά αναφέρει επίσης ότι υπήρξε από τους πρώτους θαυμαστές και μελετητές των νωπογραφιών του Μαζάτσιο στην εκκλησία του Κάρμινε στη Φλωρεντία. Ο Αντζέλικο ενημερωνόταν στα καλλιτεχνικά προβλήματα της εποχής του, όπως φαίνεται από τη σοφία με την οποία χειρίζεται τους πλαστικούς όγκους, το φυσικό φως, την προοπτική και το αρχιτεκτονικό βάθος, αλλά χρησιμοποίησε τα μέσα αυτά για να ανανεώσει τη μυστική γοητεία των αγίων εικόνων. Ζωγράφισε πολλούς πίνακες βωμών, ιδίως για μοναστήρια δομινικανών, όπως την "Αποκαθήλωση" για την Αγία Τριάδα, τη "Δευτέρα Παρουσία", την "Θήκη βωμού των Λινουργών", τον πίνακα βωμού τον επονομαζόμενο "της Ανναλένα", τον "Ευαγγελισμό" της Κορτόνα και το "Πολύπτυχο της Περούτζια". Αν οι φορητές εικόνες του θαυμάζονται για τα ζωηρά και καθαρά χρώματά τους, τον διακοσμητικό πλούτο, το επιτηδευμένο κάλλος των μορφών, την εξαίρετη αρμονία ανάμεσα στο χρυσό βάθος, το τοπίο και τη ρυθμικότητα της πτυχολογίας, μια αυθεντική μνημειακή φλέβα και μεγάλη συνθετική δύναμη χαρακτηρίζουν τους δύο μεγάλους νωπογραφικούς κύκλους που ζωγράφισε ο Αντζέλικο στη μονή του Αγίου Μάρκου στη Φλωρεντία και στο παρεκκλήσιο του Νικολάου Ε' στο Βατικανό.
Ο πίνακας "Η Στέψη της Παρθένου" (1435-1440), ερμηνεύει το θέμα της Στέψεως, αποφεύγοντας προοπτικά και ευθύγραμμα στοιχεία και υιοθετώντας ευκίνητες, ρευστές φόρμες, άγιοι, άγγελοι και σύννεφα, για να δημιουργήσει μια κατά εξοχήν καμπυλόγραμμη σύνθεση. Αυτό φαίνεται και από τα δύο συμπαγή ημικύκλια που σχηματίζουν οι μορφές. τα κεφάλια και τα σώματα των μορφών αυτών έχουν ποικίλο προσανατολισμό, όχι όμως οι φωτοστέφανοι, οι οποίοι είναι με λεπτότητα διακοσμημένοι αναγλυφικά σαν νομίσματα και δείχνουν επίπεδοι. Οι επιφάνειές τους αποκτούν στερεότητα και λάμψη. Ο Χριστός και η Παρθένος είναι καθισμένοι σε έναν κύκλο από σύννεφα και πίσω τους υψώνεται μια νεφέλη από ακτίδες, που υποβάλλουν ένα απεριόριστο άπλωμα φωτός και χώρου. Δίνοντας έμφαση στα όργανα που παίζουν οι άγγελοι και προπάντων στις μακριές σάλπιγγες που εκτείνονται λοξά προς τα επάνω, ο καλλιτέχνης φαίνεται να υπαινίσσεται ότι το μουσικό στοιχείο θα μπορούσε να ενσωματωθεί στην όλη σύνθεση.
Το 1437 ο Φρα Αντζέλικο άρχισε στην Φλωρεντία την τοιχογραφική διακόσμηση της μονής του Αγίου Μάρκου, που την είχε παραχωρήσει στους δομινικανούς μοναχούς του Φιέζολε, ο πάπας Ευγένιος Δ' τον προηγούμενο χρόνο. Ο Κόζιμο Μέδικος ανέλαβε τη δαπάνη της επισκευής του κτιρίουκαι ανέθεσε στον αρχιτέκτονα του Μικελότσο να το μετατρέψει σε μοναστηριακό οικοδόμημα, αντάξιο του νέου φλωρεντινού αναγεννησιακού πνεύματος. Τους τοίχους ζωγράφισε ο Φρα Αντζέλικο και μολονότι το μέγεθος του έργου τον ανάγκασε να καταφύγει στην βοήθεια συνεργατών, κάθε τμήμα των τοιχογραφιών αποκαλύπτει την προσωπικότητα του καλλιτέχνη. Απευθυνόμενος σε κοινό μοναχών, καλλιέργησε ένα ζωγραφικό ιδίωμα συμβολικό, απαλλαγμένο από κάθε δραματική χροιά και δημιούργησε συνθέσεις εξαιρετικά λιτές. Στο "Μη μου άπτου" ή "Ο Ιησούς και η Μαρία η Μαγδαληνή", ο κήπος, στοιχείο απαραίτητο της εικονογραφίας, παραμένει εντελώς ξένος προς τη σκηνή που διαδραματίζεται μονάχα ανάμεσα στα δύο πρόσωπα. Ιδιαίτερο ζωγραφικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η λάμψη του λευκού ενδύματος του Ιησού και η αντανάκλασή της στο μανδύα της Μαρίας της Μαγδαληνής που είναι γονατιστεί.
Στο έργο "Η Προσκύνηση των Μάγων" (1445), ο καλλιτέχνης πήρε ένα παραδοσιακό θέμα στη γοτθική του μορφή, εκτέλεσε το κεντρικό σύμπλεγμα της Παρθένου με το Θείο Βρέφος και με την εαρινή χρωματική συμφωνία ξεκίνησε η χαρούμενη ενορχήστρωση του συνόλου συνέχισε ο Φίλιππο Λίππι τις λεπτομέρειες της αφηγήσεως, τον οίστρο των επινοήσεων, τους εκφραστικούς τύπους και τον πνευματώδη νατουραλισμό, που μπορεί να συλλαμβάνει τις διάφορες πλευρές των προσώπων και των αψύχων.
Ο Φρα Αντζέλικο είχε κληθεί στη Ρώμη από τον πάπα Ευγένιο Δ'. Μετά το θάνατο του Ευγενίου (1447), παρέμεινε στην υπηρεσία του διαδόχου του, Νικολάου Ε'. Ο Νικόλαος Ε', ιεράρχης καλλιεργημένος και θερμός ουμανιστής, εμπιστεύθηκε τη διακόσμηση του ιδιωτικού παρεκκλησίου του στον Φρα Αντζέλικο. Ο καλλιτέχνης αφηγείται και πάλι τη ζωή των πρώτων Χριστιανών μαρτύρων, σε ένα ύφος περισσότερο αξιωματικό. Ένας διάκοσμος από κιονοστοιχίες, παραστάδες, πύργους και παλάτια θυμίζει το μεγαλείο του λατινικού πολιτισμού, που ο πάπας Νικόλαος Ε' ήλπιζε να παρατείνει αφού είχε υπερνικήσει το Σχίσμα της Δύσεως.
Ο Φρα Αντζέλικο εγκαταλείποντας τα χρυσά φόντα και την παράθεση καθαρών χρωμάτων, πέτυχε διάφανους, φωτεινούς τόνους, όπου κυριαρχεί το άσπρο σε πλατιές πινελιές και συνταιριάζεται με το κόκκινο, το πράσινο, το βιολετί, για να δώσει μεταβαλλόμενες εντυπώσεις. Η φροντίδα για την σύνθεση, με το παιχνίδι των χρωμάτων, απορροφούν τον καλλιτέχνη, που περιορίζει τις περιγραφές του στα ουσιαστικά στοιχεία. Στο "Κήρυγμα του Αγίου Στεφάνου", παρατηρούμε τον ακίνητο όμιλο των ακροατών, ιδιαίτερα των γυναικών με τις λιτές φορεσιές. Το ίδιο παρατηρούμε και στη νωπογραφία "Παραδόσεως των θησαυρών της Εκκλησίας στον Άγιο Λαυρέντιο". Οι θησαυροί παριστάνονται συμβολικά, με μερικά στιλπνά αντικείμενα, το μικρό σακούλι ή την κασετίνα, τα δύο πιάτα, τα τέσσερα κύπελα και την ασημένια φιάλη που κρατά ο νεαρός διάκος. Στην σκηνή "Ο Άγιος Λαυρέντιος μοιράζει ελεημοσύνες", παραμορφώσεις και ακρωτηριασμοί μόλις υποδηλώνονται.
Ο Φρα Αντζέλικο δημιούργησε έναν κόσμο παραδεισιακό. Το απλό και αρμονικό σχέδιο, τα διάφανα χρώματα, αλλά κυρίως το βαθύ θρησκευτικό αίσθημα, που δίνεται με έναν τρόπο μακάριας έκστασης, τρυφερά λυρικό, αποτελούν τα χαρακτηριστικά του έργου του. Ο Βαζάρι έλεγε ότι μεταμόρφωνε τους ανθρώπους, σε αγίους και αγγέλους, κάνοντάς τους τόσο ωραίους, σαν να βρίσκονται στον Παράδεισο. Το χρώμα του, δεν είναι απλώς λαμπρό, φέγγει τόσο έντονα ώστε γίνεται το φως του παραδείσου. Αφήνει να προαισθανθεί κανείς το πραγματικό φως της γης.
Βιβλιογραφία:
- E.H. Gombrich, 1998, «Το χρονικό της Τέχνης», Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης
- Εγκυκλοπαίδεια έγχρωμη «ΔΟΜΗ», Όλες οι γνώσεις για όλους, Τόμος 2ος, 1975, Εκδόσεις «ΔΟΜΗ» Αθήναι
- Εγκυκλοπαίδεια έγχρωμη «ΔΟΜΗ», Όλες οι γνώσεις για όλους, Πινακοθήκη, 1975, Εκδόσεις «ΔΟΜΗ» Αθήναι
- Τα Μεγάλα Μουσεία του Κόσμου, (Ουφίτσι-Φλωρεντία), (Εθνική Πινακοθήκη-Ουάσιγκτων), (Μουσεία Βατικανού-Ρώμη), 1970, Εκδόσεις Φυτράκη-Αθήναι
- Ανακαλύπτω την Τέχνη, Αναγέννηση, Alison Cole, 1994, Δεληθανάσης-Ερευνητές ΕΠΕ
- Ιστοσελίδα της Wikipedia