Μέσα σε αυτές τις ιδέες του περιβάλλοντός της ύψωσε το ανάστημα και πήγε ενάντια στο κατεστημένο, κάτι που αποδεικνύεται από τη ζωή και το έργο της. Μεγάλωσε σε μία οικογένεια φιλότεχνων –ο πατέρας της, Orazio Gentileschi, ήταν και αυτός ζωγράφος. Ήταν εκείνος που από πολύ νωρίς ενστάλαξε μέσα της την αγάπη για την τέχνη, που αναγνώρισε το μοναδικό ταλέντο της και που, κυρίως, της δίδαξε τον τρόπο να ζωγραφίζει. Σε μία επιστολή του προς τη Δούκισσα της Τοσκάνης έγραφε: «... έχει γίνει τόσο ικανή που τολμώ να πω ότι δεν υπάρχει ισάξιός της. Πράγματι, έχει ζωγραφίσει έργα που αποδεικνύουν ένα επίπεδο κατανόησης το οποίο ίσως ούτε οι μεγάλοι δάσκαλοι του επαγγέλματος δεν έχουν επιτύχει...».
Ένα πρώιμό της έργο, σε ηλικία μόλις 17 ετών, είναι η καλύτερη απόδειξη. Πρόκειται για το «Η Σουζάννα και οι γέροντες», που απεικονίζει ένα βιβλικό θέμα μιας ενάρετης συζύγου, η οποία παρενοχλείται από τους υπερήλικες της κοινότητάς της. Όπως αναφέρει ο Δανιήλ: «Καθώς η Σουζάννα έκανε το μπάνιο της, δύο γέροι δικαστές την κατασκόπευαν. Την πλησίασαν κάνοντάς της ανήθικες προτάσεις και όταν εκείνη αρνήθηκε τις προτάσεις τους την κατηγόρησαν για μοιχεία...». Είναι σαφές πως η ζωγράφος ξεφεύγει από το εικαστικό πρότυπο των ανδρών καλλιτεχνών, που θέλει την πρωταγωνίστρια ως μία προκλητική γυναίκα. Αντ' αυτού την αποδίδει τρωτή, φοβισμένη και ευάλωτη, να απωθεί με δυσαρέσκεια τις χυδαίες συμπεριφορές.
Το Μάιο του 1611, ήταν η Artemisia που βρέθηκε ενώπιον χειρίστης συμπεριφοράς, όταν έγινε θύμα βιασμού από τον Agostino Tassi, ομότεχνο και συνεργάτη του πατέρα της στο Palazzo Pallavicini Rospigliosi. Ένα χρόνο αργότερα, ο Tassi οδηγήθηκε σε δίκη και καταδικάστηκε σε εξορία. Η εξέλιξη αυτή όχι μόνο δεν αποκατέστησε την τιμή της Artemisia, αλλά την εξέθεσε σε πολλές ψευδείς κατηγορίες για ανηθικότητα, που είχαν ως αποτέλεσμα την ακραία απόφαση του πατέρα της να την παντρέψει βιαστικά με τον κατά πολύ μεγαλύτερό της, Pierantonio Stattesi.
Το ζευγάρι έφυγε από τη Ρώμη και εγκαταστάθηκε στη Φλωρεντία, όπου η ζωγράφος απέκτησε πρόσβαση στους κύκλους σημαντικών καλλιτεχνών και πνευματικών ανθρώπων. Εκεί γνώρισε και τον Francesco Maria di Niccolò Maringhi, κατοπινό εραστή και οικονομικό υποστηρικτή της. Το 1614, έγινε η πρώτη γυναίκα που ψηφίστηκε ως μέλος της Ακαδημίας Σχεδίου της Φλωρεντίας. Το διάστημα μεταξύ 1621 και 1630 την βρήκε και πάλι στη Ρώμη, ενώ το 1630 εγκαταστάθηκε στη Νάπολη, όπου και πέρασε το υπόλοιπο της ζωής της διοικώντας ένα μεγάλο ατελιέ με πολλούς βοηθούς.
Στο έργο της υιοθέτησε το ύφος του Caravaggio, το οποίο συνοψίζει το σκληρό ρεαλισμό και τη δραματικότητα, μία ζωγραφική που χαρακτηρίζεται από τις έντονα διαγώνιες συνθέσεις, την τεχνική του chiaroscuro (έντονες αντιθέσεις φωτός και σκότους) και την ενανθρώπιση του θείου. Τα παραπάνω σκιαγραφούνται εμφανώς στη σύνθεση «Ιουδήθ και Ολοφέρνης», του 1612, αλλά και σε μία άλλη εκδοχή της, του 1620.
Βιβλιογραφία:
- Garrard M., Artemisia Gentileschi: the image of the female hero in italian baroque art, Princeton University Press, Princeton c. 1989.
Άλλα έργα της Artemisia Gentileschi