Τρίτη, 29 Ιανουαρίου 2013 17:04

Giorgio de Chirico

Γράφτηκε από την 

Ο Giuseppe Maria Alberto Giorgio de Chirico (1888-1978) ήταν ζωγράφος, συγγραφέας και γλύπτης, γνωστός ως ένας από τους καλλιτέχνες που διαμόρφωσαν το ιδίωμα της Μεταφυσικής Ζωγραφικής (Pittura metafisica), αλλά και ιδιαιτέρως σημαντικός για την επιρροή που άσκησε σε καλλιτεχνικά ρεύματα του 20ού αιώνα, όπως ο υπερρεαλισμός και η Νέα Αντικειμενικότητα (Neue Sachlichkeit).


280px-The Enigma_of_an_Autumn_AfternoonΤο αίνιγμα ενός φθινοπωρινού απογεύματος, λάδι σε μουσαμά, 45 x 60 εκ., Ιδιωτική συλλογή. Γεννήθηκε στον Βόλο στις 10 Ιουλίου του 1888. Ο πατέρας του, Evaristo, με καταγωγή από αριστοκρατική οικογένεια της Σικελίας, εργαζόταν ως μηχανικός και επέβλεπε την κατασκευή του θεσσαλικού σιδηροδρομικού δικτύου το 1881, ενώ η μητέρα του, Gemma Cervetto από τη Γένοβα, ήταν πρώην τραγουδίστρια της όπερας. Η οικογένειά του εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ελλάδα το 1896, και παρέμεινε στον Βόλο μέχρι το 1899, διάστημα κατά το οποίο ο Giorgio έλαβε τα πρώτα μαθήματα σχεδίου. Ο αδελφός του, Andrea, ακολούθησε επίσης σταδιοδρομία στη ζωγραφική και τη λογοτεχνία, χρησιμοποιώντας από το 1914 το ψευδώνυμο Alberto Savinio.

Το ελληνικό περιβάλλον και ο ελληνικός πολιτισμός, μέσα στον οποίο μεγάλωσε ο de Chirico, υπήρξε πηγή έμπνευσης για εκείνον. Σε ένα αυτοβιογραφικό του κείμενο περιέγραψε τα παιδικά του χρόνια με αναφορά στην αρχαία ελληνική μυθολογία και ειδικότερα στο μύθο της Αργοναυτικής εκστρατείας με αφετηρία το Βόλο, γράφοντας: «[...] πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του στη γη του Κλασικισμού, έπαιξε στις ακτές που είδαν την Αργώ να ξεκινάει το ταξίδι της, στους πρόποδες του βουνού που ήταν μάρτυρας στη γέννηση του γοργοπόδαρου Αχιλλέα και στις σοφές νουθεσίες τού δασκάλου του, του κένταυρου».

Ο Evaristo de Chirico επιθυμούσε να ακολουθήσει ο γιος του το επάγγελμα του μηχανικού, ωστόσο ενθάρρυνε τελικά τα καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα των παιδιών του και ανέθεσε σε ιδιωτικούς δασκάλους τη μόρφωσή τους. Πρώτος δάσκαλος του de Chirico υπήρξε ένας νέος Έλληνας ζωγράφος από την Τεργέστη, με το όνομα Μαυρουδής. Κατά τα έτη 1903-5, φοίτησε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, με δασκάλους τους τον Γεώργιο Ροϊλό, τον Κωνσταντίνο Βολονάκη και τον Γεώργιο Ιακωβίδη. Το Μάιο του 1905 σημειώθηκε ο θάνατος τού πατέρα του, γεγονός που πιθανώς συνδέεται με την αποτυχία του, την ίδια χρονιά, στις τελικές εξετάσεις της σχολής.

Το φθινόπωρο του 1906, εγκαταστάθηκε μαζί με τη μητέρα και τον αδελφό του στο Μόναχο, όπου ξεκίνησε σπουδές στη Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών, παρακολουθώντας μαθήματα σχεδίου και ζωγραφικής. Πριν, όμως, ολοκληρώσει τις σπουδές του εκεί εγκαταστάθηκε στο Μιλάνο το 1909. Την ίδια περίπου περίοδο ήρθε σε επαφή με το έργο των Arnold Böcklin, Max Klinger, Schopenhauer, Weininger και Nietzsche. Ειδικά το έργο του τελευταίου επέδρασε καταλυτικά στην εξέλιξή του και στη διαμόρφωση της τεχνοτροπίας του. Το 1910 φιλοτέχνησε Το αίνιγμα ενός φθινοπωρινού απογεύματος (π. 1910, Ιδιωτική συλλογή), πίνακας που συχνά χαρακτηρίζεται ως το πρώτο δείγμα τής Μεταφυσικής Ζωγραφικής. Διακρίνεται για την έντονα αινιγματική ατμόσφαιρά του, ενσωματώνοντας παράλληλα ποιητικά στοιχεία και μεταφέροντας αναγνωρίσιμα αντικείμενα ή καθημερινές σκηνές, στη σφαίρα του ανεξήγητου.

Το 1911 μετακόμισε στο Παρίσι, έχοντας προηγουμένως επισκεφτεί για λίγες ημέρες το Τορίνο, το οποίο απεικόνισε αργότερα σε μία σειρά έργων του. Εκμεταλλευόμενος τις διασυνδέσεις τού αδελφού του, στους καλλιτεχνικούς κύκλους του Παρισιού, ο de Chirico έγινα δεκτός με θέρμη και το 1912 παρουσίασε τρία έργα του στη Φθινοπωρινή Έκθεση (Salon), μία Αυτοπροσωπογραφία και τις συνθέσεις Το αίνιγμα ενός φθινοπωρινού απογεύματος και Το αίνιγμα του χρησμού. Τον επόμενο χρόνο συμμετείχε επίσης στην Έκθεση των Ανεξάρτητων, με τα έργα Η μελαγχολία της αναχώρησης, Το αίνιγμα της ώρας και Το αίνιγμα της άφιξης και το δειλινό.

250px-O μάντης_ντε_ΚίρικοΟ μάντης, 1914/15, λάδι σε μουσαμά, 89 x 70 εκ., ΜοΜΑ, κληροδότημα James Thrall Soby.Ο Guillaume Αpollinaire, σημαίνουσα μορφή της καλλιτεχνικής σκηνής του Παρισιού, υπήρξε από τους πρώτους ένθερμους υποστηρικτές του έργου του και σύντομα ο de Chirico εντάχθηκε μαζί με τον αδελφό του σε έναν ευρύτερο κύκλο καλλιτεχνών που περιλάμβανε διάσημους ζωγράφους όπως o Picasso και ο Picabia.

Κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, η παραγωγή έργων του περιορίστηκε σε σημαντικό βαθμό. Ο de Chirico ήταν λιποτάκτης από το Μάρτιο του 1912 και είχε καταδικαστεί σε ποινή φυλάκισης. Όταν το 1915 η Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο στην Αυστρία, δόθηκε αμνηστία σε όλους τους λιποτάκτες που θα παρουσιάζονταν άμεσα, γεγονός το οποίο εκμεταλλεύτηκε ο ντε Κίρικο, που παρουσιάστηκε τελικά το Μάιο του 1915 στη Φλωρεντία. Τον επόμενο μήνα τοποθετήθηκε στη Φεράρα, όπου συνέχισε να ζωγραφίζει με μειωμένους ρυθμούς, προσπαθώντας παράλληλα να διατηρεί τις επαφές του στο Παρίσι

Στα τέλη του 1918, εγκατέλειψε τη Φεράρα και εγκαταστάθηκε μαζί με τη μητέρα του στη Ρώμη. Λίγους μήνες αργότερα οργανώθηκε η πρώτη μεγάλη ατομική του έκθεση, στη γκαλερί Bragaglia (Casa d'Arte Bragaglia), η οποία όμως δε στέφθηκε με επιτυχία. Πωλήθηκε μόνο ένας πίνακάς του, ενώ ο κριτικός τέχνης Roberto Longhi –με σημαντική επιρροή στην ιταλική καλλιτεχνική σκηνή εκείνης της εποχής– σχολίασε αρνητικά τη Μεταφυσική Ζωγραφική του. Την περίοδο αυτή, ο de Chirico συνέχισε να δημοσιεύει δοκίμια, κυρίως στο ιταλικό περιοδικό Valori Plastici, το οποίο φιλοξένησε πληθώρα θεωρητικών κειμένων για τη Μεταφυσική Ζωγραφική.

Τον Ιούνιο του 1919, ο καλλιτέχνης βίωσε μία «αποκάλυψη», όπως ο ίδιος την αποκάλεσε αργότερα, πιθανότατα στη θέα ενός έργου του Tiziano στην Πινακοθήκη Borghese της Ρώμης, σηματοδοτώντας μία μεταβατική φάση στις αρχές της δεκαετίας τού 1920. Στο πλαίσιο μίας βαθιάς αλλαγής, ξεκίνησε να αντιγράφει έργα των Δασκάλων της Ιταλικής Αναγέννησης, μιμούμενος το ύφος τους και αναπτύσσοντας ένα νεοκλασικό ύφος, σημαντικά διαφοροποιημένο από τις προγενέστερες δημιουργίες του. Την ίδια περίπου εποχή, τα «μεταφυσικά» έργα του ήταν αντικείμενα θαυμασμού από τους υπερρεαλιστές, οι οποίοι όμως αργότερα τον αποκήρυξαν εξαιτίας της στροφής του στο νεοκλασικό και νεορομαντικό ύφος.

Το Μάιο του 1925 πραγματοποιήθηκε μία μεγάλη ατομική έκθεση στη Galerie de l' Effort Moderne και στα τέλη του ίδιου έτους εγκαταστάθηκε εκ νέου στο Παρίσι, όπου ακολούθησε μία ιδιαίτερα παραγωγική περίοδος κατά την οποία απέκτησε σημαντική φήμη, τόσο στη γαλλική πρωτεύουσα όσο και σε άλλες χώρες της Ευρώπης. Την ίδια περίοδο εκδόθηκε το μυθιστόρημά του, με τίτλο Εβδόμερος (Hebdomeros), ενώ φιλοτέχνησε επίσης μία σειρά λιθογραφιών για μία επανέκδοση της ποιητικής συλλογής Caligrammes του Apollinaire. Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 μετακόμισε αρκετές φορές, αναζητώντας κατάλληλες συνθήκες για την έκθεση των έργων του. Έζησε για ένα διάστημα στην Ιταλία, συμμετέχοντας στη Biennale της Βενετίας και επέστρεψε στο Παρίσι το 1934, όπου ξεκίνησε να φιλοτεχνεί μία νέα σειρά έργων, γνωστά ως Τα μυστηριώδη λουτρά (Bagni misteriosi), τα οποία προορίζονταν για την εικονογράφηση του ποιήματος Μυθολογία (Mythologie) του Jean Cocteau . Τον Αύγουστο του 1935 εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη, όπου έζησε για τα επόμενα δύο χρόνια και οργάνωσε συνολικά πέντε εκθέσεις έργων του. Παρά την επιτυχία τους, επέστρεψε στην Ιταλία, τον Ιανουάριο του 1938.

imagesΓια ένα σύντομο διάστημα, πριν το ξέσπασμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, έζησε στο Παρίσι πριν επιστρέψει και πάλι στο Μιλάνο. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1940, το έργο του παρουσιαζόταν τακτικά στην Ιταλία, ενώ ο ίδιος συνέχισε να αναλαμβάνει δημόσιες παραγγελίες, έχοντας υιοθετήσει ένα νέο ύφος, με στοιχεία νεομπαρόκ, αλλά και μία πολεμική ενάντια στη μοντέρνα τέχνη. Το 1942 συμμετείχε στην 23η Μπιενάλε της Βενετίας, παρουσιάζοντας τα έργα του σε δική του αίθουσα, χωρίς ωστόσο να δεχθεί θετικές κριτικές. To ύστερο έργο του αντιμετωπίστηκε με έντονη διάθεση αμφισβήτησης από τους κριτικούς, ενώ από την πλευρά του ο de Chirico θεωρούσε τον εαυτό του αδικημένο με βάση τη συνολική προσφορά του στο μοντερνισμό. Μέσα από μία πληθώρα δοκιμίων, εξέφρασε την αντίθεσή του σε αυτό που ο ίδιος αντιλαμβανόταν ως «δικτατορία» του μοντερνισμού, ενώ την περίοδο 1950-3 οργάνωσε «αντι-Μπιενάλε», παρουσιάζοντας έργα «αντι-μοντέρνων» καλλιτεχνών. Τα επόμενα χρόνια σημειώθηκε μία σειρά από σκάνδαλα και δίκες που σχετίζονταν με πλαστογραφήσεις έργων του. Ο ίδιος ο καλλιτέχνης συνήθιζε να πραγματοποιεί αντίγραφα ή πολλαπλές εκδοχές των πιο γνωστών πινάκων του, γεγονός που ευνόησε σε ένα βαθμό τέτοιου είδους φαινόμενα πλαστογράφησής τους σε μεγάλη κλίμακα. Συνέχισε να εργάζεται μέχρι τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Ασχολήθηκε συστηματικά με το θέατρο, ενώ ξεχωρίζουν επίσης τα «νεομεταφυσικά» έργα του, που εκτέθηκαν για πρώτη φορά στο Μιλάνο, το 1968. Το 1974 τιμήθηκε από την Ακαδημία Καλών Τεχνών, ενώ τον επόμενο χρόνο διορίστηκε μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας. Ο de Chirico πέθανε στις 20 Νοεμβρίου του 1978 στη Ρώμη. Το 1986 ιδρύθηκε το Ίδρυμα Giorgio ed Isa de Chirico με σκοπό τη διαφύλαξη του έργου του.

Στην εικαστική του δημιουργία, κατά βάση, κυριαρχούν τα οραματικά και ποιητικά στοιχεία, ενώ χαρακτηριστική είναι η έμφαση που δίνει ο καλλιτέχνης στις αινιγματικές συνθέσεις και στην αμφισημία των αντικειμένων. Επιπλέον, ο «έρωτάς» του για τα κλασικά πρότυπα σφράγισε τη σταδιοδρομία του.

Το νεοκλασικό ύφος που υιοθέτησε μετά το 1919, όπως και σχεδόν το σύνολο των έργων του μετά την περίοδο της Μεταφυσικής Ζωγραφικής του, θεωρήθηκε από πολλούς κριτικούς υποδεέστερο, ωστόσο η παραγωγή του κατά την περίοδο 1911-19 αναγνωρίζεται από την πλειοψηφία τους ως σημαντική και ξεχωριστή στην ιστορία της μοντέρνας τέχνης.

Για το έργο του θα παρακολουθήσουμε μέρος της γλαφυρής ανάλυσης του Κ. Λαμπρόπουλου (2005, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών), από τη διδακτορική του διατριβή με θέμα: Γιώργος Μπουζιάνης, Giorgio de Chirico και η μοντέρνα τέχνη:

Ο «έρωτας» του Giorgio de Chirico για τα κλασικά πρότυπα σφράγισε τη σταδιοδρομία του. Είναι γνωστό ότι, όταν έφυγε από την Ελλάδα για να συνεχίσει τις καλλιτεχνικές του σπουδές στο Μόναχο, πήρε μαζί του μυριάδες απαράμιλλες Εικόνες φυσικής και μεταφυσικής πληρότητας, γήινης και ιδανικής ομορφιάς• αυτές τις Εικόνες δεν τις κράτησε μόνον ως ιερά κειμήλια στο εσωτερικό του μυαλού του, αλλά έγιναν το φιλοσοφικό υπόβαθρο μέσω των οποίων συνδέθηκε με τη νεωτερικότητα και μέσω των οποίων έκρινε τον νεωτερισμό. Κι αυτό γιατί ο θαυμασμός του για την πανέμορφη φύση της Ελλάδας –πέλαγα ήρεμα, πελώριοι υδάτινοι καθρέφτες- και ο έρωτάς του για κλασικά πρότυπα της Αρχαίας Ελλάδας –ναοί σε απόλυτη αρμονία με το τοπίο, αγάλματα σιωπηλά «κάτω από έναν αληθινό ουρανό μέσα σε μια αληθινή φύση» - του έδειξαν τον γνώμονα του Αγαθού. Μοιραία, το σφραγισμένο με τόση διαύγεια μνημονικό του καλλιτέχνη ήταν προετοιμασμένο να κρίνει την ετερότητα του παριστάμενου και του αναπαριστάμενου μέσω της μέθεξης με τους ιδεώδεις όγκους, τις αρμονικές μορφές, το αγλάισμα της φαινομενικότητας. Έτσι ο De Chirico ενθυμούμενος την επιφάνεια της Ελλάδος, και τα αινίγματα αυτής της επιφάνειας που διαρρηγνυόταν αιφνιδιαστικά εδώ κι εκεί δίχως να προκληθεί αναστάτωση, ταξίδεψε με την αρματωσιά του «θεϊκού φιλοσόφου» σε χώρες τελείως διαφορετικές, σε χώρες που το βάθος –ιστορικό και μη- ήταν ενεργό, σαν ένα ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί.

αρχείο λήψηςΓια τον De Chirico αυτές οι εικόνες της Ελλάδας, που μετατράπηκαν σε ζωηρές αναμνήσεις, έδρασαν ως καταλύτης στις προτιμήσεις και τις αντιδράσεις του. Κατά την πρώτη φάση της καλλιτεχνικής του πορείας, δηλαδή κατά το μακρύ ταξίδι μαθητείας το οποίο άρχισε από το Μόναχο (1906-9) και με ενδιάμεσους σταθμούς κάποιες πόλεις της Ιταλίας (1909-10) καταλήγει στο Παρίσι (1911), μπορούμε να επισημάνουμε ένα πλήθος εικονογραφικών στοιχείων από την Ελλάδα, ατόφιων και παραλλαγμένων, να υπεισέρχονται στο έργο του. Εκείνο όμως που είναι πιο σημαντικό –σημαντικότερο από όσα θραύσματα μνήμης της νεαρής ηλικίας του καλλιτέχνη μπορούν να εντοπιστούν εδώ κι εκεί στους πίνακές του, απεικάσματα ενός ελληνικού μύθου ενεργό σε όλη του τη ζωή- είναι ο τρόπος με τον οποίο το όραμα της τελειότητας, της ηρεμίας, της συμφωνίας που ζωοποιούσε η μνήμη του βρήκε σημεία επαφής με τη νεωτερικότητα, πριν ακόμη ο ίδιος έρθει σε ρήξη με τον νεωτερισμό. Ίσως δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι στο Μόναχο αγάπησε τους ζωγράφους και τους φιλοσόφους εκείνους οι οποίοι διακαώς είχαν πιστέψει ότι αυτό το φωτεινό όνειρο το οποίο ακούει στο όνομα Αρχαία Ελλάδα ήταν το πλέον κατάλληλο να δώσει λύσεις τόσο στο πολιτιστικό όσο και στο πρόβλημα του ρεαλισμού, δηλαδή λύσεις γύρω από τη διάσταση μοντέρνου και παραδοσιακού τρόπου ζωής και γύρω από τον ανεπιθύμητο χωρισμό της εσωτερικότητας από την πραγματικότητα –όπως, κατ' αρχήν, τον επέβαλε το επιστημονικό και ηθικό πρόσταγμα των μοντέρνων καιρών χάριν της λογικής και μαθηματικής σύνδεσης υποκειμένου και αντικειμενικότητας. Ακόμη δεν είναι τυχαίο ότι κι αυτές οι Ιταλικές Πλατείες της Pittura Metafisica μπορούν να γίνουν αντιληπτές ως το αρνητικό ενός Ναού μέσα στον οποίο τα ιδανικά αγάλματα, τα οποία κουβαλούσε στη μνήμη του ο De Chirico προς τη μοντέρνα τέχνη και, κατ' επέκταση, στη νεωτερικότητα κινήθηκαν προς εκείνη την παράδοση των καλλιτεχνών, των φιλοσόφων και των ποιητών, οι οποίοι δεν υπερασπίζονταν απλά τα κλασικά πρότυπα, τις αρχαιοελληνικές πολιτισμικές αξίες, αλλά τους έδωσαν νέα πνοή.

Ασφαλώς το έργο του De Chirico δεν δημιουργείται μόνον και μόνον χάρη στις ελληνικές Μνήμες-Εικόνες, χάρη στο μέτρο της πληρότητας που έδιναν και χάρη στην καταλυτική τους επίδραση στις προτιμήσεις του καλλιτέχνη. Είναι όμως ευνόητο ότι ο ρόλος τους δεν είναι αμελητέος κι ότι, μέσα στη γενικότερη διονυσιακή-ρομαντική μέθη η οποία είχε κυριεύσει τον νεωτερικό στοχασμό, έπαιξαν το ρόλο των Ονείρων που μιμείται ένας απολλώνιος καλλιτέχνης για να αναγνωρίσει την ίδια του την κατάσταση. Μόνο που ο De Chirico δεν ήταν καθόλου ρομαντικός, αφού δεν αντιμετωπίζει τη Φύση ως εκείνη τη μυστηριώδη μεγαδύναμη η οποία ενδέχεται να προικίσει την υποκειμενικότητα με εσωτερικό φως. Αυτός είναι πιθανόν κι ένας από τους λόγους που εγκαταλείπει το νεορομαντικό Μόναχο και αυτό το οποίο τον οδηγεί στην αναγεννησιακή Ιταλία, εκεί όπου ανακαλύπτει ότι μια μυστηριώδης υποκειμενικότητα ήταν σε θέση με ένα προοπτικό κι ανεξάρτητο βλέμμα να παρουσιάζει μαγικές κι αινιγματικές πλευρές της πραγματικότητας. Αυτή η ανακάλυψη του λύνει τα χέρια, καθώς αισθάνεται ικανός να μεταχειριστεί τα απολλώνια τεχνάσματα και τους συμβολισμούς των Ονείρων χάριν μόνον της θεϊκής φαινομενικότητας κι όχι χάριν της εσωτερικής έκφρασης του υποκειμένου. Ερχόμενος μάλιστα στο Παρίσι, εκεί όπου η καλλιτεχνική avant-garde αλλάζει τα δεδομένα του προβλήματος του ρεαλισμού, ο De Chirico εξελίσσει κι εμπλουτίζει το έργο του, σταθερά κινούμενος πάνω στην ιδέα της «απο-ανθρωποιημένης» υποκειμενικότητας, από τη μία και, από την άλλη, της καθαρής αντικειμενικότητας, της διαυγούς φαινομενικότητας.

Ο De Chirico λοιπόν, ο καλλιτέχνης ο οποίος «ερωτεύθηκε» τη διαύγεια της ελληνικής φύσης και των κλασικών προτύπων, εκεί που η ετερότητα όντος και μη-όντος είναι κάτι παραπάνω από προφανής, εκεί όπου δεν χρειάζεται η σκέψη ή το συναίσθημα να υποκαταστήσει την όραση για να επιβεβαιώσει ότι υπάρχει το αντικειμενικό-αληθινό, ολοκληρώνει κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Παρίσι την πρώτη φάση της Pittura Metafisica. Το Παρίσι ενισχύει τη βαθιά πεποίθηση του De Chirico ότι η «η λεπτομερέστατα ακριβής και προσεκτικά προσδιορισμένη χρήση επιφανειών και όγκων αποτελεί τον πρωταρχικό κανόνα της μεταφυσικής ζωγραφικής αντίληψης».

Αν δει κανείς προσεκτικά το έργου του θα καταλάβει ότι το κυρίαρχο για τον καλλιτέχνη ζήτημα είναι η μυστηριακή φαινομενικότητα, η φαινομενικότητα η οποία είναι έξω και η οποία καθρεφτίζεται στην οθόνη του μυαλού με έναν αινιγματικό κι ονειρικό τρόπο. Αν και το όνειρο στη μοντέρνα-νεωτερική σκέψη και έκφραση ήταν πάντοτε το κίνητρο για να αναπτυχθεί η γρηγορούσα συνείδηση του υποκειμένου –στον ρομαντισμό το όνειρο χρησιμοποιείται ως δύναμη (Φαντασία) που ωθεί το υποκείμενο να ξεπεράσει τις πεπερασμένες και συμβατικές αντιλήψεις του, τα όριά του- στον Ιταλό καλλιτέχνη αποκτά μια μοναδική μνημοτεχνική αξία. Για τον De Chirico τα όνειρα δεν αποκαλύπτουν την αινιγματικότητά τους, αυτό που έχει σημασία είναι ότι το σώμα και ο νους αδρανούν τα μάτια και τότε το διεγερμένο βλέμμα αναδύει Μνήμες-Εικόνες οι οποίες φωτίζουν παράξενα τον νου.

Chirico autograph


Βιβλιογραφία:

- Λαμπρόπουλος, Κ., 2005, Γιώργος Μπουζιάνης, Giorgio de Chirico και η μοντέρνα τέχνη, διδακτ. διατριβή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
- http://el.wikipedia.org/. Πληροφορίες για τον Giorgio de Chirico.
- http://www.fondazionedechirico.org. Επίσημη ιστοσελίδα Ιδρύματος Giorgio ed Isa de Chirico.

Μαρία Μποϊλέ

Είμαι υποψήφια διδάκτωρ Ιστορίας της Τέχνης στο ΑΠΘ και υπότροφος του ΙΚΥ. Αποφοίτησα από το τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΕΚΠΑ, ενώ στο πλαίσιο του Προγράμματος Erasmus τμήμα των σπουδών μου ολοκληρώθηκε στο Università Cattolica del Sacro Cuore του Μιλάνου. Είμαι κάτοχος του Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης στο γνωστικό αντικείμενο Ιστορίας της Τέχνης του ΑΠΘ και του ΜΔΕ Διοίκησης Πολιτισμικών Μονάδων του ΕΑΠ.