Έζησε το κλίμα του υπαρξισμού και της αμφισβήτησης και συναναστράφηκε τον κύκλο του Τζιακομέττι και του Μπέκετ. Το 1961 επέστρεψε στην Ελλάδα και το 1965 πραγματοποίησε την πρώτη του ατομική έκθεση στο Γαλλικό Ινστιτούτο στην Αθήνα, την οποία προλόγισε ο Νάνος Βαλαωρίτης. Στα τέλη της δεκαετίας του '60 έκανε εκθέσεις στις γκαλερί Hammer και Micro του Βερολίνου με μεγάλη επιτυχία.
Το 1968 πήρε την υποτρογία της DAAD και εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο. Εκεί συνέχισε τα ασπρόμαυρα σχέδια με μελάνι που είχε αρχίσει από την Αθήνα, ενώ παράλληλα αρχίζει να μαζεύει ξύλα στις παραλίες και στους δρόμους, υλικά που χρησιμοποίησε στις πρώτες κατασκευές του. Το 1971 εξέθεσε στις γκαλερί Iolas της Γενεύης και Ιόλα-Ζουμπουλάκη της Αθήνας ζωγραφικά έργα με την τεχνική των περιγραμμάτων, στα οποία επιβάλλονται τα γνωστά του θεματικά μοτίβα όπως το βέλος, το λουλούδι, η φωτιά κ.ά.
Η δεκαετία του ΄70 ήταν για τον καλλιτέχνη μία ιδιαίτερα γόνιμη και δημιουργική περίοδος. Αποφάσισε να μείνει στο Βερολίνο και μετά τη λήξη της υποτροφίας του, όπου άρχισε να συνεργάζεται με τον Α. Ιόλα, να δουλεύει με έντονους ρυθμούς και να σχεδιάζει. Όλες οι αναζητήσεις του ξεκινούσαν από το σχέδιο, το οποίο παρέμεινε σημείο αναφοράς της δουλειάς του και αποτέλεσε τη βάση ολόκληρου του έργου του. Στα μέσα της δεκαετίας του ΄70 δημιούργησε μια σειρά χρηστικών αντικειμένων, π.χ. καρέκλες και ντουλαπάκια-βαλίτσες, για την Αίθουσα Τέχνης Πολύπλανο. Προς το τέλος της δεκαετίας, πραγματοποίησε μια ενότητα κολάζ με τσαλακωμένα και σκισμένα κουτιά από τσιγάρα Marlboro. Τον Ακριθάκη τον απασχολούσε περισσότερο το στοιχείο της βιωμένης πραγματικότητας, της φθοράς και της ευτέλειας και λιγότερο οι αναζητήσεις των Αμερικανών καλλιτεχνών της Ποπ αρτ και των Ευρωπαίων Νεορεαλιστών. Ο τελευταίος κύκλος της δουλειάς του περιλαμβάνει τις ξύλινες κατασκευές με χρωματιστά λαμπάκια, καθρέφτες και πλαστικά λουλούδια που δημιουργούν μια αίσθηση λαϊκού πανηγυριού. Σημαντικό έργο της εποχής είναι το Μπαρ, ένα μπαρ σε φυσικό μέγεθος το οποίο μετατρέπει την τέχνη σε βιωμένη πραγματικότητα.
Το έργο του Ακριθάκη διακρίνεται από μία μαγική αφηγηματικότητα και μία παιδική γραφή. Παρόλα αυτά, αντικατοπτρίζει την ιδέα της ένωσης, της τέχνης και της ζωής που απασχολούσε όλη την καλλιτεχνική κοινότητα εκείνη την εποχή. Το μαστόρεμα, το ασαμπλάζ και η ακατέργαστη πρακτική συνιστούν τον τρόπο ζωής του ίδιου του καλλιτέχνη. Το 1984 επέστρεψε οριστικά στην Αθήνα. Το 1986 συνεργάστηκε με τον Γιώργο Λάππα και άρχισε να δουλεύει πάνω στην ιδέα του εικαστικού τσίρκου. Το 1987 ο καλλιτέχνης παρουσίασε μια σειρά έργων για τα οποία χρησιμοποίησε παιχνίδια, πλαστικά ζωάκια, πολύχρωμες κλωστές και άλλα υλικά που όμως ακτινοβολούν μια τραγικότητα και μια αίσθηση θανάτου. Σε πιο περιορισμένη κλίμακα ασχολήθηκε επίσης με την εικονογράφηση βιβλίων και φιλοτέχνησε σκηνικά και κοστούμια για θεατρικές παραστάσεις.
Αυτή την εποχή η κατάσταση της φυσικής και της ψυχικής του υγείας χειροτέρεψε και νοσηλεύτηκε συχνά σε νοσοκομεία. Το 1990 εξέθεσε μια σειρά από έργα με λουλούδια στην γκαλερί 7 στην Αθήνα και την αφιέρωσε στους αυτόχειρες φίλους του. Είχε πραγματοποιήσει πολλές ατομικές εκθέσεις και είχει συμμετάσχει σε ομαδικές εκθέσεις σε πολλές πόλεις της Ευρώπης, όπως στο Βερολίνο, το Αμβούργο, στο Ντύσσελντολφ, στη Στουτγκάρδη, στη Βενετία, στο Μιλάνο, στο Δουβλίνο, στη Γενεύη κ.ά.
Το 1997 οργανώθηκε μια αναδρομική έκθεση του έργου του στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στη Θεσσαλονίκη και στην Εθνική Πινακοθήκη στην Αθήνα. Πέθανε το 1994 από ανακοπή καρδιάς.
Βιβλιογραφία
- Τα χρόνια της αμφισβήτησης. Η τέχνη του '70 στην Ελλάδα, επιμ. Μπία Παπαδοπούλου, Κατάλογος έκθεσης, ΕΜΣΤ 15.12.2005-7.5.20006.
- Επίσημο site της Εθνικής Πινακοθήκης: http://www.nationalgallery.gr