Ο Βαζάρι αφηγείται ότι ο Πολλαγιουόλο μελετούσε την ανατομία στο ανατομικό τραπέζι και ήταν ο πρώτος που απέδωσε πραγματικά το παίξιμο των μυών. Τα θέματά του, μυθολογικές σκηνές ή αλληγορικές παραστάσεις, ήταν διαλεγμένα ώστε να του δίνουν την ευκαιρία για να λύση τα προβλήματα που τον απασχολούσαν. Άρχισε την σταδιοδρομία του ως χρυσοχόος, μαθητής μάλλον του Βιττόριο Γκιμπέρτι. Από αυτή την πρώτη δραστηριότητά του σώζονται ένας σταυρός-λειψανοθήκη (1457-1459) και ένας αργυρός ανάγλυφος πίνακας με τη «Γέννηση του Ιωάννου του Προδρόμου», που εκτελέστηκε το 1477 για την Αγία Τράπεζα του Βαπτιστηρίου της Φλωρεντίας. Τα δύο αυτά έργα βρίσκονται σήμερα στο Μουσείο της Μητροπόλεως της Φλωρεντίας και μαρτυρούν την τάση του Πολλαϊόλο να ερευνά την κίνηση των μορφών και τον ιδιαίτερο τρόπο του να τονίζει την πιο χαρακτηριστική γραμμή και φωτοσκίαση κάθε κινήσεως.
Ο «Ηρακλής, Νέσσος και Δηιάνειρα» του Πανεπιστημίου του Γαίηλ (ΗΠΑ) και οι εκπληκτικοί μικροί πίνακες της Πινακοθήκης Ουφίτσι με τον «Ηρακλή και Ανταίο» και τον «Ηρακλή και την Λερναία Ύδρα», όπου επαναλαμβάνονται τα θέματα προγενέστερων πινάκων του που έχουν χαθεί. Άλλα χαρακτηριστικά έργα του είναι το χαρακτικό του «Μάχη Γυμνών» και τα σχέδια για το μνημείο του έφιππου Φραντσέσκο Σφόρτσα στο Μιλάνο.
Η προτίμηση του Πολλαϊόλο για θέματα που απαιτούσαν κίνηση χαρακτηρίζει και το γλυπτικό του σε χαλκό, όπως το σύμπλεγμα «Ηρακλής και Ανταίος» του Μουσείου Μπαρτζέλλο στη Φλωρεντία. Η αίσθηση της ζωηρής γραμμικής ενέργειας φανερώνεται και στα αγαλματίδια του «Δαυίδ» και στην ανδρική προτομή από τερακότα του Μουσείου Μπαρτζέλλο της Φλωρεντίας.
Το 1484 στη Ρώμη, ο Πολλαϊόλο άρχισε να κατασκευάζει μαζί με τον αδελφό του Πιέρο, το μεγάλο χάλκινο ταφικό μνημείο του πάπα Σίξτου Δ' για το Βατικανό, διακοσμημένο με επιβλητικά ανάγλυφα με τις αλληγορικές μορφές των Αρετών και των Ελευθερίων Τεχνών. Το έργο τελείωσε το 1493. Κατασκεύασε ακόμα στον Άγιο Πέτρο της Ρώμης το ταφικό μνημείο του Ιννοκεντίου Η', το 1493-1498, διακοσμημένο με ανάγλυφα κλασικίζοντα. Από το 1489, εγκαταστάθηκε στη Ρώμη, όπου και πέθανε.
Στο έργο του «Ανδρικό πορτραίτο», η μορφή είναι τοποθετημένη σε μια διαγώνιο που ξεκινά από τα αριστερά και που ισορροπείται στη στροφή της κεφαλής, δημιουργώντας ένα σύστημα από αντίθετες και ισορροπημένες δυνάμεις. Η σύνθεση αποκτά ζωντάνια, χάρης στο βλέμμα του εικονιζόμενου, που δημιουργεί ένα ψυχολογικό δεσμό με τον παρατηρητή. Τα έντονα περιγράμματα και το παιχνίδι του φωτός και της σκιάς, που ζωντανεύουν ακόμα περισσότερο το πλαισιωμένο από τα μαλλιά πρόσωπο, εξουδετερώνουν την απλότητα του όγκου στο μπούστο.
Το «Πορτραίτο κυρίας» 1465, είναι φτιαγμένο με περισσότερο αυθορμητισμό. Δεν απομακρύνεται από τον γραμμισμό του όταν ζωγραφίζει θέματα χωρίς κίνηση. Το πορτραίτο είναι η σύζυγος του Τζοβάννι ντε Μπάρντι. Το προφίλ διαγράφεται καθαρό πάνω στο γαλάζιο φόντο. Ο τρόπος εργασίας του καλλιτέχνη γίνεται πιο ακριβής και εκφράζει τέλεια αβρή και καθαρή ομορφιά, του νεανικού προσώπου και του μακρού λαιμού, των μαλλιών, του κεντημένου βελούδου, έτσι που να γίνεται το πορτραίτο σύμβολο του ιδεώδους της περίλαμπρης κομψότητας και πνευματικότητας, που χαρακτηρίζει το τέλος του φλωρεντινού 15ου αιώνα.
Η εικόνα της Αγίας Τράπεζας «Οι Άγιοι Ευστάθιος, Ιάκωβος και Βικέντιος» 1467-1468, παριστάνει τους προστάτες αγίους του καρδιναλίου και αποτελεί ένα από τα πρώτα δείγματα της συνεργασίας του Αντόνιο και του Πιέρο Πολλλαγιουόλο. Ο Αντόνιο, δημιουργός του γραφικού σχεδίου, επεξεργάστηκε την παράσταση των τριών αγίων με πρωτότυπο τρόπο. Έχουν τοποθετηθεί σε έναν εξώστη στρωμένο με μαρμάρινες πλάκες, που δένονται με το μωσαϊκό δάπεδο του ναού και με τις διαποίκιλες βαθμίδες που οδηγούν στην Αγία Τράπεζα. Ένα ορειχάλκινο κιγκλίδωμα, που υποβαστάζεται από μικρές κολώνες, περιορίζει την έκταση του εξώστη, αλλά δεν εμποδίζει τη θέα του κατηφορικού τοπίου, που αυλακώνεται από ρυάκια. Οι επιβλητικές φιγούρες των αγίων φορούν φαρδιές ρόμπες κεντημένες με χρυσάφι και με πετράδια, σύμφωνα με τις προτιμήσεις που επικρατούσαν στις αυλές της Βουργουνδίας και της Ισπανίας.
Ο μύθος του Ηρακλή, με την έννοια του ανθρώπου που διέθετε στον ύψιστο βαθμό φυσικές και πνευματικές δυνάμεις, παρά του ημίθεου, γοήτευε τον Πολλλαγιουόλο. Στον Ηρακλή έβλεπε μια έκφραση της καθαρής φυσικής δυνάμεως, που νοείται σαν μια ολοκληρωμένη και αυτάρκης πραγματικότητα. Ήταν ένα πλάσμα που έπαιρνε μέρος στην πολυποίκιλη ζωή του ανθρώπου, αλλά και έτοιμο να καταπολεμήσει τις κτηνώδεις πλευρές του. Ο Αντόνιο, απεικόνισε τις περιπέτειες του ήρωα σε τρεις μεγάλους πίνακες, ζωγραφισμένους για τον Λορέντσο των Μεδίκων. Στους πίνακες «Ο Ηρακλής και η Λερναία Ύδρα» και «Ηρακλής και Ανταίος» 1470, ο καλλιτέχνης ασχολήθηκε περισσότερο στις αξίες του φωτός και του χρώματος. Αξιοπρόσεκτη είναι η λεπτή τονική διαβάθμιση ανάμεσα στις κιτρινωπές πέτρες, τα καστανόχρωμα και πυκνά χαμόκλαδα του απλόχωρου τοπίου και στα αποστεγνωμένα, σκούρα και μαλλιαρά γυμνά. Η λάμψη ενός φύλλου, το αντιφέγγισμα ενός ρυακιού, ξαναφαίνονται στα δόντια και στα φλογισμένα μάτια των ηρώων που παλεύουν.
Στον πίνακα «Το μαρτύριο του Αγίου Σεβαστιανού» 1475, ο καλλιτέχνης προσπάθησε να δώσει στην εικόνα σωστό σχέδιο και αρμονική σύνθεση. Ο πίνακας παριστάνει το μαρτύριο του Αγίου Σεβαστιανού, που είναι δεμένος σε έναν κορμό δέντρου, με έξι δημίους γύρω του. η ομάδα αυτή σχηματίζει ένα όρθιο τρίγωνο. Κάθε δήμιος έχει μια αντίστοιχη μορφή στην άλλη πλευρά. Η διάταξη είναι τόσο ξεκάθαρη και συμμετρική, ώστε να καταντά σχεδόν υπερβολικά άκαμπτη. Ένας από τους δημίους, που σκύβει για να ετοιμάσει το τόξο του, είναι ζωγραφισμένος κατά μέτωπο, ενώ η αντίστοιχη μορφή στρέφει τα νώτα. Το ίδιο επαναλαμβάνεται με τους τέσσερις δημίους που σημαδεύουν τον άγιο. Με τον απλό αυτό τρόπο, ο ζωγράφος προσπάθησε να αναιρέσει την αυστηρή συμμετρία της σύνθεσης και να δώσει μια αίσθηση κινήσεων, που έρχονται σε αντίθεση η μία με την άλλη. Φαίνεται ο καλλιτέχνης να χρησιμοποίησε το ίδιο μοντέλο από διάφορες πλευρές, για τις αντίστοιχες φιγούρες. Με την σωστή απόδοση των μυών ο καλλιτέχνης ξέχασε το πραγματικό θέμα του πίνακα.
Ο Πολλαγιουόλο χρησιμοποίησε τη νέα τέχνη της προοπτικής, σε μια υπέροχη άποψη της Τοσκάνης, που χρησιμοποίησε για φόντο, το κύριο όμως θέμα της εικόνας και το φόντο δεν αποτελούν μια ενότητα. Από το λόφο, στο πρώτο πλάνο, όπου συμβαίνει το μαρτύριο, δεν υπάρχει πρόσβαση προς το τοπίο.
Βιβλιογραφία:
- E.H. Gombrich, 1998, «Το χρονικό της Τέχνης», Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης
- Εγκυκλοπαίδεια έγχρωμη «ΔΟΜΗ», Όλες οι γνώσεις για όλους, Τόμος 13ος, 1975, Εκδόσεις «ΔΟΜΗ» Αθήναι
- Εγκυκλοπαίδεια έγχρωμη «ΔΟΜΗ», Όλες οι γνώσεις για όλους, Πινακοθήκη, 1975, Εκδόσεις «ΔΟΜΗ» Αθήναι
- Τα Μεγάλα Μουσεία του Κόσμου, (Βασιλικό Μουσείο-Άμστερνταμ), (Πινακοθήκη Ουφίτσι-Φλωρεντία), 1970, Εκδόσεις Φυτράκη-Αθήναι
- Ιστοσελίδα της Wikipedia