Το 1505 ονομάστηκε στη Βιττεμβέργη αυλικός ζωγράφος του εκλέκτορα Φρειδερίκου της Σαξονίας. Γρήγορα άρχισε να αναγνωρίζεται και να εκτιμάται και το 1537 ανέλαβε το αξίωμα του δημάρχου, που το διατήρησε έως το 1544. Ακολουθώντας τον εκλέκτορα Ιωάννη Φρειδερίκο εγκαταστάθηκε το 1550 στο Άουγκσμπουργκ, όπου ανέπτυξε τη μεγαλύτερη ζωγραφική του δραστηριότητα.
Ο Κράναχ βρέθηκε στο Βιττεμβέργη την εποχή του προτεσταντικού κηρύγματος του Λουθήρου. Συνδέθηκε μαζί του φιλικά και έγινε ένθερμος υποστηρικτής των θεωριών του. Έχοντας το προνόμιο να χρησιμοποιεί το εργαστήριό του και ως τυπογραφείο, συνέβαλε στη διάδοση των κειμένων του Λουθήρου και εικονογράφησε πολλά χαρακτηριστικά θέματα. Το εκτεταμένο χαρακτικό και ζωγραφικό έργο του αντανακλά τη θέση της γερμανικής ζωγραφικής του 16ου αιώνα, που κυμαινόταν μεταξύ ιταλικής αναγεννησιακής τέχνης και γοτθικής παραδόσεως. Στα νεανικά του έργα, ιδίως στα τοπία, διακρίνεται η επίδραση της σχολής του Δούναβη. Αργότερα, τόσο τα χαρακτικά όσο και οι προσωπογραφίες του, αλλά κυρίως οι θρησκευτικές σκηνές, παρουσιάζουν μεγαλύτερη ένταση και δραματικότητα, που θυμίζουν την τέχνη του Ντύρερ. Άλλα έργα του, όπως οι λεπτές και αισθησιακές παραστάσεις της Αφροδίτης ή η συχνή παράσταση του Αδάμ και της Εύας, με τις κυματοειδείς γραμμές και τις λεπτομέρειες του περιβάλλοντος, φανερώνουν ότι ο Κράναχ, χωρίς να είναι αδιάφορος προς τις αναγεννησιακές αρχές, παρέμενε πιστός στο γοτθικό πνεύμα.
Στα πολυάριθμα έργα του, ανήκουν ο νεανικός πίνακας της «Σταυρώσεως», η «Μετάνοια του Αγίου Ιερώνυμου», 1502, οι ξυλογραφίες, οι χαλκογραφικές προσωπογραφίες του Λουθήρου, του Μελάγχθωνος και της Αικατερίνης Μπόρα, συζύγου του Λουθήρου, το δίπτυχο με τις προσωπογραφίες του Γιοχάνες Κούσπιαν και της συζύγου του, η «Προσωπογραφία νέου» και η «Αυτοπροσωπογραφία», το «Μαρτύριο της Αγίας Αικατερίνης» και οι πολυάριθμες επαναλήψεις του, από το 1503 και ύστερα, η «Αφροδίτη» του Ερμιτάζ, 1509 και η Αφροδίτη της Πινακοθήκης Μποργκέζε της Ρώμης, το «Φύρστεναλτάρ», του 1510, οι δεκατρείς χαλκογραφίες των «Παθών» και οι δώδεκα των «Μαρτυρίων των Αποστόλων». Το έμβλημά του ήταν ένας στεφανωμένος δράκος με ένα δαχτυλίδι στο στόμα, σφραγίδα που του είχε προσφέρει ο εκλέκτορας Φρειδερίκος της Σαξονίας. Από τα πέντε παιδιά του ο Χανς και κυρίως ο Λούκας Κράναχ ο Νεώτερος (Βιττεμβέργη 1515-1586), συνέχισαν την τέχνη, χωρίς όμως να κατορθώσουν να αποκτήσουν και την πατρική φήμη.
Στο έργο του «Σταύρωση», 1503, η αυθόρμητη και μνημειακή απλότητα της σύνθεσης φανερώνει μια πνευματική συγγένεια με τον Ντύρερ. Η κατά την παράδοση μετωπική τοποθέτηση του Ιησού πάνω στο Σταυρό, εγκαταλείπετε, και ο Σταυρός ιδωμένος από τα πλάγια, εισχωρεί μέσα στο φόντο και μόνος του προσδιορίζει τον χώρο για τη θέα του τοπίου. Στην αριστερή γωνία, ο σταυρός ενός από τους ληστές, είναι επίσης σχεδιασμένος από τα πλάγια. Σε αντίθεση με τον τρίτο σταυρό που τον βλέπουμε κατά μέτωπο, σημαδεύει, με έναν τρόπο ρωμαλέο, ένα τετραγωνικό κομμάτι χώρου, που μπορεί εύκολα να το μετρήσει κανείς και που η αυλαία των δέντρων, στο βάθος, το ξεχωρίζει αλλά και το συνδέει με τον ανοιχτό χώρου του τοπίου στο φόντο. Το τοπίο δεν είναι απλός χώρος, είναι μια σπουδή της φύσεως. Φανερή συγκίνηση εκφράζεται με την απόδοση της πνοής της αύρας πάνω στη ψηλή ιτιά, ή στην μεγαλόπρεπη βελανιδιά, ή την ωχρό-γαλανή φωτεινότητα των χιονισμένων Άλπεων στον ορίζοντα, πίσω από τους υπόφαιους λόφους και τους βράχους στρωμένους με πράσινο ταπέτο. Το φως επηρεάζει τις μορφές, δημιουργώντας μια μυστηριώδη ακτινοβολία πάνω στα κίτρινα, βαθυκύανα και κόκκινα φορέματα των θλιμμένων θεατών, καθώς και πάνω στη ματωμένη και πελιδνή σάρκα των εσταυρωμένων. Έτσι δημιουργείται μια απόλυτη αδελφότητα ανάμεσα στις ανθρώπινες μορφές και στο τοπίο. Η πνευματική αρμονία ανθρώπου και φύσεως, εκφράζεται σε τόνους ρομαντικούς.
Ο Κράναχ είχε γοητευθεί από τους βόρειους πρόποδες με τα γέρικα δάση και τους ρομαντικούς ορίζοντές τους. Στο ποιητικό του έργο «Ανάπαυση κατά τη φυγή στην Αίγυπτο», 1504, ο Κράναχ παριστάνει την Αγία Οικογένεια, η οποία ξαποσταίνει κοντά σε μια πηγή, σε ένα βουνό με πυκνά δέντρα και θέα σε μια πράσινη κοιλάδα. Γύρω στην Παναγία έχει μαζευτεί ένα πλήθος από μικρούς αγγέλους. Ένας προσφέρει στον Χριστό βατόμουρα, άλλος κουβαλά νερό με ένα όστρακο, ενώ μια ομάδα ψυχαγωγεί τους κουρασμένους φυγάδες παίζοντας μουσική με πίπιζες και φλογέρες.
Ο βωμός της Αγίας Αικατερίνης, το 1506, ανήκει στα έργα που ο Γερμανός ζωγράφος πραγματοποίησε κατά την πρώτη περίοδο της διαμονής του στη Βιττεμβέργη. Η αναπαράσταση του «Μαρτυρίου της Αγίας Αικατερίνης», εκτυλίσσεται μέσα σε θύελλα. Φλόγες πέφτουν από τον ουρανό επάνω στη ρόδα του μαρτυρίου και ενώ οι θεατές τρομοκρατημένοι πέφτουν στη γη, ο ένας πάνω στον άλλο, ο δήμιος απαθής βγάζει το σπαθί του. Ο απειλητικός ουρανός και το εκφραστικό χρώμα των φοβισμένων προσώπων δημιουργούν μια παράξενη, εξωπραγματική ατμόσφαιρα, εντελώς αντίθετη με την ακρίβεια των λεπτομερειών.
Η περίοδος μεταξύ 1520 και 1540, σημειώνει το απόγειο της προσωπογραφικής τέχνης του Κράναχ. Είχε δημιουργήσει ένα σχήμα που του επέτρεπε μια μαζική ζωγραφική παραγωγή, με την κατάργηση του τοπιογραφικού βάθους, με το γραμμικό σχεδιασμό, με τη χρησιμοποίηση χρωματισμένου φόντου. Το «Γυναικείο πορτραίτο», 1522, χαρακτηρίζει το στυλ του καλλιτέχνη εκείνη την εποχή. Πρόσωπο τοποθετημένο σε στάση τριών τετάρτων, τολμηρό κόψιμο κάτω από τη μέση, βλέμμα χαμηλωμένο. Στον πίνακα αυτό, η έντονη γραμμή παρεκκλίνει από τις πολιτιστικές αναμνήσεις και τις κλασικές τάσεις, για να υιοθετήσει ένα αυστηρό στυλ, που θα μπορούσε να συσχετιστεί με τις παλαιές γοτθικές εικόνες. Δίνει σε όλα τα έργα του μια εξαίρετη κομψότητα, όπως δείχνει εδώ ο γύρος του ανασηκωμένου καπέλου, που από κάτω του γέρνει το λευκό πρόσωπο.
Στο έργο του «Λουκρητία», 1524, δημιουργείται μια πνευματική ανησυχία με την αναδρομή στη γοτθική παράδοση, όπως στα σταυρωμένα πόδια, στην ένταση των περιγραμμάτων, καθώς και στο μελετημένο θέλγητρο της πόζας.
Τα γυμνά του Κράναχ είναι απαλλαγμένα από κάθε φροντίδα ανατομικής ακρίβειας. Τα γυμνά του είναι επιμήκη, λυγερά, δίχως κόκαλα και οι πόζες τους συχνά προσποιητές. Αναδίνουν ένα ψυχρό, εκλεπτυσμένο ερωτισμό. Συχνά οι φιγούρες του είναι στημένες σε σκοτεινό φόντο, που δίνει αναγλυφική διάσταση στη σιλουέτα και τονίζει τη σάρκα. Ο Κράναχ, απεικόνισε πολλές φορές τους πρωτόπλαστους «Αδάμ και Εύα», 1528, πάνω σε σκοτεινό βάθος, τους έστησε μπροστά σε εντυπωσιακά ζωγραφισμένα, σχηματικά φυλλώματα και τους παρέστησε στον Επίγειο Παράδεισο τριγυρισμένους από ζώα.
Το έργο του «Η Αφροδίτη σε ένα τοπίο», 1529, δείχνει ένα λυγερό σώμα που στρέφεται ελαφρά γύρω από τον άξονά του και με επιτηδευμένες λεπτομέρειες, όπως η άκρη του διάφανου πέπλου, τα μαλλιά και το περιδέραιο. Το φλαμανδικό στυλ δεσπόζει στην τέχνη του ζωγράφου. Η Αφροδίτη η συγκεκριμένη είναι από τις πιο υποβλητικές. Φλαμανδικά στοιχεία φαίνονται στο σώμα, που χαρακτηρίζεται από την έλλειψη βάρους και πραγματικής κινήσεως με την κλασική ή ιταλική έννοια. Επίσης στο τοπίο που καθρεπτίζεται δεξιά, μέσα στην ακίνητη επιφάνεια της λίμνης. Τέλος είναι και η επιτήδευση σε ορισμένες λεπτομέρειες, όπως το αφηρημένο αραβούργημα που σχεδιάζουν τα χαλίκια στο έδαφος, οι μικροί κυματισμοί στα μαλλιά, όπου παίζουν μεταλλικές ανταύγειες, η λάμψη που φωτίζει το σκοτεινό δάσος και ο πλούτος ενός χρωματισμού που περιορίζεται, σκόπιμα, σε ορισμένα βασικά χρώματα.
Το έργο του «Πορτραίτο του Γκάιλερ φον Κάιζερσμπεργκ», 1520-1530, πρόκειται για μεταθανάτια προσωπογραφία του περίφημου ουμανιστή και ιεροκήρυκα από το Στρασβούργο, που έζησε από το 1443 έως το 1510. Σαν μοντέλο χρησίμευσε η ξυλογραφία στο εξώφυλλο των «Σχολίων» του Κάιζερσμπεργκ, που τυπώθηκαν στο Στρασβούργο το 1522. Σε αυτή την προσωπογραφία, μια νευρώδης, σχεδόν μανιεριστική γραμμή χρησιμεύει για να αποδώσει φυσικές λεπτομέρειες, που έχουν μελετηθεί με οξεία παρατηρητικότητα, καθώς και τις ηθικές ιδιότητες ενός τυραννικού προβληματισμού. Ήταν η στάση παρακμής και φυγής, μιας γενιάς που είχε ζήσει και υποφέρει έντονα, κατά την κρίση του ουμανισμού και της Μεταρρυθμίσεως.
Βιβλιογραφία:
- E.H. Gombrich, 1998, «Το χρονικό της Τέχνης», Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης
- Εγκυκλοπαίδεια έγχρωμη «ΔΟΜΗ», Όλες οι γνώσεις για όλους, Τόμος 9ος, 1975, Εκδόσεις «ΔΟΜΗ» Αθήναι
- Εγκυκλοπαίδεια έγχρωμη «ΔΟΜΗ», Όλες οι γνώσεις για όλους, Πινακοθήκη, 1975, Εκδόσεις «ΔΟΜΗ» Αθήναι
- Τα Μεγάλα Μουσεία του Κόσμου, (Εθνική Πινακοθήκη-Ουάσιγκτων), (Πινακοθήκη Ουφίτσι-Φλωρεντία), (Λούβρο-Παρίσι), (Παλαιά Πινακοθήκη-Μόναχο), 1970, Εκδόσεις Φυτράκη-Αθήναι
- Ιστοσελίδα της Wikipedia