Το 1801, περιηγήθηκε στην περιοχή του Ντερμπυσάιρ, φημισμένη για τις φυσικές καλλονές της και την άλλη χρονιά έλαβε μέρος για πρώτη φορά, στην έκθεση της Βασιλικής Ακαδημίας. Αλλά σιγά-σιγά εγκατέλειψε την παραδοσιακή συμβατικότητα και έφτασε σε μια αξιόλογη λυρική ένταση στη σειρά των σπουδών που ζωγράφισε με λάδι το 1802, έχοντας την πρόθεση να τα χρησιμοποιήσει για να κατασκευάσει περισσότερο επεξεργασμένους πίνακες. Το 1803, ταξίδεψε με πλοίο από το Λονδίνο στο Ντηλ και φιλοτέχνησε θαλασσογραφίες. Το 1809, συνδέθηκε αισθηματικά με τη Μαίρη Μπίκνε, που ανήκε σε ανώτερη κοινωνική τάξη.
Στην πρώτη περίοδο ανήκουν η «Θέα ανάμεσα από τις λίμνες» (1806) και το «Malvern Hall» (1808). Έβλεπε την φύση με ευλάβεια, προτιμούσε την ήρεμη όψη της, και την αποτύπωνε στους πίνακές του με αίσθηση ποιητική. Τον ενδιέφεραν κυρίως οι εντυπώσεις που προκαλεί το ηλιακό φως την ώρα της δύσεως ή υπό ορισμένες ατμοσφαιρικές συνθήκες, τις οποίες απέδωσε με μικρές πινελιές, πλατύτερες λευκές επιφάνειες και υπέρ επιθέσεις ζωηρών χρωμάτων. Όταν εγκαταστάθηκε στο Χάμπστεντ, συνοικία τη βόρεια περιοχή του Λονδίνου, δημιούργησε πολλές σπουδές και σημείωνε τακτικά στην πίσω όψη τους την ημερομηνία, την ώρα και τις καιρικές συνθήκες. Ο Κόνσταμπλ που δεν ενδιαφερόταν για τα ιστορικά, θρησκευτικά και μυθολογικά θέματα, τόσο συνηθισμένα στην εποχή του, θεωρείται ο πρώτος ζωγράφος που εργάστηκε κατευθείαν στο ύπαιθρο.
Με τον Κόνσταμπλ αρχίζει ουσιαστικά η νέα αντίληψη της ζωγραφικής του υπαίθρου. Το «Κάρο με το σανό», η «Άποψη της Στόουρ» και το «Κανάλι στην Αγγλία» εξετέθησαν στο Παρίσι στο Σαλόν το 1828 και επηρέασαν βαθιά τους ζωγράφους του γαλλικού ρομαντισμού. Το έργο του Κόνσταμπλ επέδρασε άμεσα και στον Κορό, στους ζωγράφους της «Σχολής της Μπαρμπιζόν», στον Πισσαρρό και έμμεσα σε άλλους εμπρεσιονιστές. Το 1835, ο Κόνσταμπλ έδωσε μια σειρά διαλέξεων σχετικά με τη ζωγραφική του τοπίου στο Βασιλικό Ινστιτούτο και εγκαινίασε τις παραδόσεις του στη Βασιλική Ακαδημία. Οι Άγγλοι άρχισαν να εκτιμούν τον Κόνσταμπλ στο τέλος του αιώνα όταν στη Γαλλία ήταν ήδη πολύ γνωστός.
Το καλοκαίρι του 1816, ο Κόνσταμπλ επισκέφθηκε τον στρατηγό Ρεμπόου, στο Wivenhoe, όπου ζωγράφισε το τοπίο στο πάρκο «Wivenhoe Park», ένα εξαίσιο δάσος και ένα ποτάμι. Τα πολυάριθμα σχέδιά του βεβαιώνουν ότι εκείνη τη χρονιά, ο καλλιτέχνης είχε μελετήσει με πολλή προσοχή τους ολλανδούς τοπιογράφους. Όλα αυτά ωστόσο χάνουν κάθε σημασία μπροστά στην εξαιρετική ενότητα που χαρακτηρίζει τον εικονιζόμενο πίνακα. Κάθε στοιχείο, κάθε γωνιά του τοπίου ζει μια ιδιαίτερη ποιοτική ζωή, γεμάτη ευαισθησία και όλα μαζί δημιουργούν μια ασύγκριτη πραγματικότητα, πλασμένη από σιωπή και προδοσία. Το νερό, ο ουρανός, τα δέντρα, τα λιβάδια, τα ζώα, τα σπίτια αλλά και οι μικροσκοπικές ανθρώπινες φιγούρες, βρίσκουν την ενότητά τους μέσα στη ρευστή και χρυσή ατμόσφαιρα που διαπερνά το χρώμα, πλούσιο σε παραλλαγές και αποχρώσεις, πειθαρχημένο σε έναν αργό και συνεχή ρυθμό. Πάνω απλώνεται ένας θριαμβευτικός ουρανός, πηγή του φωτός και πηγή της ζωής, το κυριότερο μέσον για να ξεχυθεί το αίσθημα, όπως έλεγε, ουρανός όπου η χαρούμενη πομπή από διάφανα σύννεφα ολοκληρώνει αυτή την στιγμή της εκτός χρόνου γαλήνης.
Ο Κόνσταμπλ ήθελε να ζωγραφίζει τον κόσμο όπως τον έβλεπε με τα δικά του μάτια. Τον ενδιέφερε μόνο η αλήθεια. Έγραφε σε ένα φίλο του το 1802, πως υπάρχει αρκετός χώρος για έναν ζωγράφο της φύσης και πως το μεγάλο ελάττωμα σήμερα είναι η προσπάθεια να κάνει ο καλλιτέχνης κάτι πέρα από την αλήθεια. Ο Κόνσταμπλ περιφρονούσε όλα τα κλισέ, όπως ένα εντυπωσιακό δέντρο στο πρώτο πλάνο που χρησίμευε για αντίθεση στη μακρινή θέα που άνοιγε στο κέντρο της σύνθεσης. Τα θερμά χρώματα, κατά προτίμηση καστανοί και χρυσοί τόνοι, για το πρώτο πλάνο και το φόντο που έπρεπε να έχει αχνές μπλε αποχρώσεις. Του άρεσε να πηγαίνει στην εξοχή και να σχεδιάζει τοπία εκ του φυσικού, που τα επεξεργαζόταν αργότερα στο εργαστήριό του. Ένα τέτοιο σχέδιο είναι και η «Σπουδή με κορμούς δέντρων» (1821), που είναι συχνά πιο τολμηρά από τα τελειωμένα του έργα.
Ο Κόνσταμπλ μυήθηκε στη ζωγραφική από τα έργα του Ουίλσον και του Γκέινσμπορω και επηρεάστηκε από τις θεωρίες των συγχρόνων του ποιητών που υποστήριζαν την ανάγκη της άμεσης εμπνεύσεως από τη φύση. Ο Κόνσταμπλ εκτελούσε συνήθως σχέδια από το φυσικό στα οποία βάσιζε τους καθεαυτό πίνακές του που εκτελούσε αργότερα στο εργαστήριο. «Το κάρο του σανού» (1821), ο τρίτος από τους πίνακές του σε μεγάλο μέγεθος, αποτελεί ορόσημο. Παριστάνει μια απλή αγροτική σκηνή, ένα κάρο του σανού που διασχίζει ένα ποτάμι. Επιδιώκει παρά την πολλή επεξεργασία, να διατηρήσει τον τόνο, το χρώμα και την ατμόσφαιρα των προσχεδίων. Αυτή η σύνθεση έχει μεγάλη σημασία για την εξέλιξη του Κόνσταμπλ , αλλά και γενικότερα για την ιστορία της τοπιογραφίας. Παρατηρούμε την απόλυτη ειλικρίνεια του καλλιτέχνη και την τέλεια έλλειψη κάθε πόζας και εκζήτησης, που αποδίδεται με τα εξής στοιχεία, όπως στο φόντο το φως του ήλιου που απλώνεται στα λιβάδια, τα σύννεφα που περνούν, το ποτάμι που τρέχει και στο μύλο που είναι ζωγραφισμένος με τόση αυτοσυγκράτηση και απλότητα.
Ο αρμονικός κραδασμός των χρωμάτων ζωντανεύει την σκηνή και ισορροπεί απόλυτα την ανάγκη της αφηγήσεως και τη χαρακτηριστική τεχνοτροπία του καθαρού ρεαλισμού που προαναγγέλλει τον Κουρμπέ. Οι νέοι Γάλλοι ρομαντικοί ζωγράφοι δέχτηκαν με ενθουσιασμό το έργο αυτό όταν παρουσιάστηκε στο Παρισινό Σαλόν του 1824. Ο Κόνσταμπλ είχε πραγματικά αποκαλύψει ένα νέο όραμα της φύσεως. Τη φωνή του άκουσαν εκείνοι που θα ανανέωναν τη ζωγραφική, οι ρεαλιστές και οι εμπρεσιονιστές.
Η μακροχρόνια φιλία του Κόνσταμπλ με τον επίσκοπο Φίσερ του Σώλσμπερυ εξηγεί την προτίμησή του για τον πίνακα «Ο Καθεδρικός ναός του Σώλσμπερυ» (1825), που επανέρχεται συχνά στους πίνακές του, στις σπουδές του, στα σκίτσα του, στις σημειώσεις του και που το παρατηρεί κάτω από όλες τις δυνατές οπτικές γωνίες, στις πιο διαφορετικές αποστάσεις και με αλλιώτικη, κάθε φορά, ψυχική διάθεση. Άλλοτε πάλι επαναλαμβάνει την ίδια εικόνα εισάγοντας κάποιες παραλλαγές στην τεχνική και στις διαστάσεις. Στην προκειμένη περίπτωση το αποτέλεσμα είναι εξαιρετικά επιτυχημένο. Το λαμπρό γκαζόν του πρώτου επιπέδου αποδίδεται στο επιβλητικό βάθος του, με τα πλούσια φυλλώματα της δεντροστοιχίας αριστερά. Μια άλλη θαυμαστή γωνιά του υπαίθρου χρησιμεύει σαν στοιχείο ενωτικό με την ασημένια μητρόπολη, την κατάφορτη από ιστορία.
Η σύνθεση ισορροπεί στέρεα σε πλατιές ομοιογενείς ζώνες, ενώ αντίθετα ο διάχυτος παλμός του χρώματος ολοένα αλλάζει. Αυτό το χρώμα φεγγοβολά στον ήλιο, πάνω στα φύλλα, στους κορμούς, στα μικρά δέντρα αριστερά. Διάφανο στις μακρές σκιές που απλώνονται στο λιβάδι, αλλάζει τόνο στη βλάστηση δεξιά και αναλάμπει στα ποικίλματα και στις θαμπωτικές επιφάνειες του ναού και του πύργου. Μεγαλύτερη έμφαση δίνεται στον ουρανό, με τις δονούμενες λευκές και ευλύγιστες μάζες που εξατμίζονται στο φως, άλλοτε ρόδινες ή χρυσαφιές, άλλοτε ελαφρά σκιασμένες και που η χαρούμενη πορεία τους μετριέται με το διάφανο γαλάζιο του απείρου.
Η παραμονή του καλλιτέχνη κοντά στον Φίσερ, τα καλοκαίρια και το φθινόπωρο, κράτησε από το 1811 ως το 1829. Ο τελευταίος του γνωστός πίνακας, αφιερωμένος στο Σώλσμπερυ, χρονολογείται το 1831. Βρίσκεται στην συλλογή του λόρδου Άστον, ενώ το προσχέδιό του φυλάσσεται στην Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου.
Επιτυχημένος όχι μόνο σαν καλλιτέχνης, αλλά και σαν επαγγελματίας, ο Κόνσταμπλ απέκτησε λιγοστούς φίλους και απέφυγε να πλησιάσει την υψηλή αγγλική κοινωνία του καιρού του. Η ζωή του κύλησε σε οικογενειακό περιβάλλον, χωρίς ταξίδια και περιπέτειες. Ο μεγάλος του έρωτας ήταν η φύση, που την τραγούδησε με αίσθημα, με ζεστούς χρωματικούς τόνους και με ειλικρινή ρομαντισμό. Ο Νόρμπερτ Λύντον, σημειώνει, ότι ο Κόνσταμπλ ήταν από ένστικτο ένας θρησκευόμενος άνθρωπος. Η επαφή με τη φύση για τον Κόσταμπλ ήταν επαφή με το Θεό. Ο ουρανός σε κάθε τοπιογραφικό πίνακα ήταν το κύριο όργανο του αισθήματός του. Ο ιταλός τεχνοκρίτης Λιονέλλο Βεντούρι, παρατηρεί, υπογραμμίζοντας τις δύο φύσεις του καλλιτέχνη, τη ρεαλιστική και τη ρομαντική, πως όταν η μία από τις δύο κυριαρχεί, η καλλιτεχνική αξία εξασθενεί και όταν συμπίπτουν δημιουργούν αριστουργήματα όπως εκείνα της περιόδου 1820 έως 1825.
Βιβλιογραφία:
- E.H. Gombrich, 1998, «Το χρονικό της Τέχνης», Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης
- Εγκυκλοπαίδεια έγχρωμη «ΔΟΜΗ», Όλες οι γνώσεις για όλους, Τόμος 8ος, 1975, Εκδόσεις «ΔΟΜΗ», Αθήναι
- Εγκυκλοπαίδεια έγχρωμη «ΔΟΜΗ», Όλες οι γνώσεις για όλους, Πινακοθήκη, 1975, Εκδόσεις «ΔΟΜΗ», Αθήναι
- Τα Μεγάλα Μουσεία του Κόσμου, (Εθνική Πινακοθήκη-Ουάσιγκτων), 1970, Εκδόσεις Φυτράκη - Αθήναι
- Ιστοσελίδα της Wikipedia