Jean-Auguste-Dominique Ingres. Ο Ένγκρ ήταν Γάλλος ζωγράφος που γεννήθηκε στο Μοντωμπάν το 1780 και πέθανε στο Παρίσι το 1867. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους ζωγράφους του 19ου αιώνα και ο κυριότερος εκπρόσωπος, μαζί με τον Νταβίντ, του νεοκλασικού ρεύματος. Κληρονόμησε από τον πατέρα του την κλίση προς το σχέδιο και σε ηλικία έντεκα χρονών άρχισε την καλλιτεχνική του εκπαίδευση στην Τουλούζη με τρεις δασκάλους, τον ζωγράφο Ροκ, τον γλύπτη Βιγκάν και τον τοπιογράφο Μπριάν. Το 1797 συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι στο εργαστήριο του Νταβίντ, όπου γρήγορα διακρίθηκε για την επιμονή του και τη δεξιοτεχνία του. Ο Νταβίντ την εποχή εκείνη είχε εγκαταλείψει τον ρεαλισμό της επαναστατικής περιόδου της τέχνης του και δημιουργούσε πίνακες όπως «Οι Σαβίνες», εμπνευσμένους από την καθαρότητα του ελληνικού ρυθμού. Η στροφή του Νταβίντ προς την αρχαία τέχνη δεν άφησε ανεπηρέαστο τον μαθητή του.
Ο Ένγκρ δημιούργησε ένα καθαρά προσωπικό ύφος, που το διαποτίζει η ρομαντική φαντασία. Ένθερμος λάτρης της αρχαιότητας, διακήρυξε «μπροστά στα θαύματα των αρχαίων, ακόμα και η αμφιβολία είναι μορφή». Κατά τον Ένγκρ, η εκφραστική δύναμη της ζωγραφικής βασίζεται στο σχέδιο, ένα πράγμα καλοσχεδιασμένο είναι πάντοτε, αρκετά καλά ζωγραφισμένο. Το χρώμα ήταν για αυτόν ένα στοιχείο επικίνδυνο, που μπορούσε να παρεμποδίσει τη βαθιά μελέτη που απαιτεί η μεγάλη καθαρότητα της φόρμας. Ωστόσο, δεν περιορίστηκε σε μια ψυχρή και επιφανειακή μίμηση των κλασικών προτύπων, αλλά πέτυχε να προβάλει βαθύτερες πλαστικές αρμονίες, ακόμη και να μεταδώσει την αισθησιακή ζέση ενός θέματος. Υπήρξε, όμως, πάντοτε, δεινός πολέμιος του ρομαντισμού.
Η Λουομένη ή "Η Λουομένη του Βαλπενσόν"
Το 1806 ο Ένγκρ κέρδισε το «Μεγάλο βραβείο της Ρώμης» και εγκαταστάθηκε ως υπότροφος στην έπαυλη Μέντιτσι. Εκεί χωρίς να απομακρυνθεί από τις βασικές αρχές του Νταβίντ, εκδηλώθηκε η κλίση του προς την καθαρότητα, την αγνότητα και την αφέλεια της μορφής. Τα χρόνια της υποτροφίας του στη Ρώμη από το 1806 έως το 1810, ήταν τα παραγωγικότερά του. Στο διάστημα αυτό δημιούργησε τις προσωπογραφίες της Κυρίας και της Δεσποινίδος Ριβιέρ, επέκτεινε τη θεματογραφία του σε τοπία, προσωπογραφίες και γυναικεία γυμνά και σταθεροποίησε την πρωτότυπη θέση του σε σχέση με τον νεοκλασικισμό του Νταβίντ. Ήταν έξοχος προσωπογράφος, οξύς, ακριβής, σχεδόν σχολαστικός, εισάγει πολλές φορές, ακόμα και στα πορτραίτα του ηθελημένες παραμορφώσεις, σοφά υπολογισμένες για το αισθητικό αποτέλεσμα. Ιδιαίτερα θελκτικά είναι τα γυναικεία γυμνά του, όπου συναντάμε συνήθως, σε διάκοσμο εξωτικό, έναν παντοδύναμο αισθησιασμό, ένα πάθος για την τελειότητα, έναν έρωτα για τη ρευστή, κυματιστή γραμμή και για τη φιλντισένια σάρκα, επέμενε στην πειθαρχία της απόλυτης ακρίβειας και αντιπαθούσε φοβερά τον αυτοσχεδιασμό και την ακαταστασία. Η μαστοριά του στην απόδοση των μορφών και στη νηφάλια διαύγεια της σύνθεσής του φαίνεται στα έργα του «Το Τούρκικο λουτρό», «Αναδυόμενη Αφροδίτη», «Η Λουομένη», «Η πηγή» και άλλα.
Το αυστηρό ύφος του πηγάζει από την απαίτηση της αντικειμενικότητας και της ακρίβειας στην οπτική απόδοση του πραγματικού και οι επίμονες συνθετικές αναζητήσεις του δίνουν στην τέχνη του τη χαρακτηριστική της ζωτικότητα που εκδηλώνεται ιδιαίτερα στην εξαιρετική επιμέλεια και οξυδέρκεια του σχεδίου του. Μετά τη λήξη της υποτροφίας ο Ένγκρ, απογοητευμένος από την αδιαφορία του Παρισιού για το έργο του, γοητευμένος από την Ιταλία, παρέτεινε την διαμονή του στη Ρώμη σχεδόν δέκα χρόνια. Το 1820 παρακινούμενος από τον γλύπτη Λορέντσο Μπαρτολίνι εγκαταστάθηκε στη Φλωρεντία. Στο τέλος του 1824 όταν πληροφορήθηκε την επιτυχία του έργου του «Η στέψη του Λουδοβίκου ΙΓ'» που είχε εκτεθεί εκείνο το έτος στο Παρίσι μαζί με τις «Σφαγές της Χίου» του μεγάλου ανταγωνιστή του Ντελακρουά, επέστρεψε στη γαλλική πρωτεύουσα. Από αυτή τη στιγμή αρχίζει η επίσημη αναγνώριση του Ένγκρ.
Το 1825 εκλέγεται μέλος του Ινστιτούτου, το 1829 καθηγητής της Σχολής Καλών Τεχνών, το 1830 τελειώνει την σύνθεση «Η Αποθέωση του Ομήρου» για τη διακόσμηση της οροφής μιας αιγυπτιακής αίθουσας του Λούβρου. Το 1834 όμως η ψυχρή υποδοχή του έργου του «Το Μαρτύριο του Αγίου Συμφοριανού» αναζωπύρωσε τις παλαιές του απογοητεύσεις. Κατόρθωσε να διοριστεί διευθυντής της επαύλεως Μέντιτσι και εγκαταστάθηκε και πάλι στην Ιταλία, για να επιστρέψει στην πατρίδα του μόνο το 1841. Ο Ένγκρ θεωρούσε τον εαυτό του μεγάλο ζωγράφο ιστορικών θεμάτων, ενώ σπάνια οι θρησκευτικές ή μυθολογικές συνθέσεις του έφτασαν σε υψηλή καλλιτεχνική στάθμη. Αντίθετα αποκαλύπτεται πολύ μεγάλος καλλιτέχνης στα ασύγκριτα σχέδια και στις προσωπογραφίες στις οποίες ο ίδιος δεν έδινε ιδιαίτερη σημασία, ισχυριζόταν μάλιστα ότι τις εκτελούσε για βιοποριστικούς λόγους.
Η κυρία Ριβιέρ
Ο Ένγκρ διαμορφώθηκε στη σχολή του μεγάλου νεοκλασικού ζωγράφου Νταβίντ, αλλά θεωρήθηκε εσφαλμένα ως ο τελευταίος εκπρόσωπος του κινήματος αυτού, αντίπαλος του ρομαντισμού και των χρωματικών αναζητήσεων του Ντελακρουά. Παρέμεινε βέβαια πιστός στις απαιτήσεις της σοφής συνθέσεως και της καθαρότητας της μορφής. Μολονότι, όπως οι νεοκλασικοί καλλιτέχνες, θεωρεί το χρώμα δευτερεύουσα ζωγραφική αξία και το περιορίζει στον ρόλο του απλού γεμίσματος της μορφής, διαφέρει από εκείνους για το σχέδιό του που δεν είναι ποτέ αφηρημένο ή σχηματικό αλλά μαρτυρεί με τους κυματισμούς και τα αραβουργήματά του την εσωτερική συγκρατημένη συγκίνηση και την εκφραστική πρόθεση του ζωγράφου. Οι προσωπογραφίες, το είδος που ο Ένγκρ προτιμούσε, αποκαλύπτουν κάτω από την κλασική τους επιφάνεια την οξεία ευαισθησία του καλλιτέχνη. Η προσωπογραφία της «Κυρίας Ριβιέρ», εκτελεσμένη το 1805 μαζί με εκείνες του συζύγου και της κόρης της, αποτελεί ένα εύγλωττο δείγμα της τέχνης του Ένγκρ. Το έργο είναι γνωστό ακόμη με τον τίτλο «Η γυναίκα με το σάλι», από το ύφασμα που την περιβάλλει και πέφτει σε χαριτωμένες πτυχές. Το ωοειδές πλαίσιο αναδεικνύει την μορφολογική τελειότητα της προσωπογραφίας και της δίνει την κομψότητα ενός πολύτιμου κοσμήματος.
Η Μαντάμ Μουατεσσιέ
«Ποτέ ομορφιά πιο βασιλική, πιο λαμπερή, πιο περήφανη, πιο ολύμπια δεν είχε εμπιστευθεί στον χρωστήρα ενός καλλιτέχνη τη φροντίδα να απεικονίσει τα ευγενικά χαρακτηριστικά της». Έτσι εκφραζόταν ο ποιητής Θεόφιλος Γκωτιέ για τη Μαντάμ Μουατεσσιέ, που ο Ένγκρ δέχτηκε να φιλοτεχνήσει το πορτραίτο της το 1844. Ο καλλιτέχνης θα πρέπει να προαισθανόταν πόσο έμελλε να τον τυραννήσει αυτή η δουλειά, γιατί ήταν γεμάτος ενδοιασμούς και πάντοτε ανικανοποίητος από τον εαυτό του. Εφτά χρόνια εργάστηκε σε αυτόν τον πίνακα, που τον τελείωσε το 1851. Ωστόσο δεν φαινόταν ικανοποιημένος και αμέσως άρχισε έναν δεύτερο, που τον τελείωσε μόλις το 1856. Κατά τη συ6νήθειά του έκανε πολλές προκαταρτικές σπουδές για το σύνολο και για τις λεπτομέρειες. Το πορτραίτο είναι λιγότερο πομπικό και βρίσκουμε κλασικά σύμβολα αυτής της πληθωρικότητας που χαρακτηρίζει τον μεγαλοαστισμό της δεύτερης Αυτοκρατορίας. Το μοντέλο είναι ντυμένο σε μαύρο βελούδο, στέκεται όρθιο, σε στάση σχεδόν επίσημη, ανάμεσα σε ένα διάκοσμο που ελάχιστες λεπτομέρειες μας επιτρέπουν να τον καθορίσουμε. Τα κοσμήματα, τα λουλούδια, οι δαντέλες, η ελαφρά ρόδινη σάρκα δημιουργούν αντίθεση με τους βαθύς τόνους στο φόρεμα και στην ταπετσαρία. Υπάρχουν μερικές τολμηρές παραμορφώσεις που τις δικαιολογεί απόλυτα το καθαρό και κομψό στυλ. Αυτό παρατηρείται στη διαμόρφωση του αριστερού μπράτσου και στην απίθανη σχέση του με τον εύθραυστο ώμο. Στο ύψος της μέσης το δεξί χέρι, με τη λεπτή άρθρωση, που κρατά την άκρη του μαργαριταρένιου κολιέ ελαφρά λυγισμένο, φαίνεται να εκφράζει το εικονιστικό ιδανικό του Ένγκρ. Ιδανικό που το ξαναβρίσκουμε στη δομή του προσώπου με το στοχαστικό και σαν αινιγματικό προσηλωμένο βλέμμα.
Το Τουρκικό Λουτρό
Το έργο του «Τούρκικο Λουτρό» προοριζόταν για τον πρίγκιπα Ναπολέοντα, αλλά η γυναίκα του έκρινε το έργο ανήθικο και ο καλλιτέχνης το αντάλλαξε με μια αυτοπροσωπογραφία. Αργότερα ο Ένγκρ έδωσε διαφορετικό σχήμα στον πίνακά του. Σε ένα από τα τετράδιά του, ο ζωγράφος αναφέρει ένα απόσπασμα από τις επιστολές της Λαίδης Μόνταιγκυ, «Υπήρχαν εκεί, κάπου διακόσιες λουόμενες. Οι σοφάδες ήταν σκεπασμένοι με μαξιλάρια και το πάτωμα με πλούσια χαλιά. Οι γυναίκες ήταν ολόγυμνες. Ωστόσο δεν έβλεπες καμιά άπρεπη χειρονομία, καμιά άσεμνη στάση». Το θέμα απασχολούσε τον Ένγκρ πολλά χρόνια. Αλλά η οριστική παραλλαγή χρονολογείται το 1863. Ο καλλιτέχνης ήταν τότε 84 χρονών. Ωστόσο, το έργο αυτό, μπορεί να θεωρηθεί σαν το αριστούργημά του, κατάληξη και σύνθεση όλων των θεμάτων που πολλές φορές των είχαν απασχολήσει. Έργο εκτελεσμένο σε πολύ ώριμη ηλικία, χαρακτηρίζεται ωστόσο από έκτακτη ζεστασιά και φρεσκάδα.
Υπάρχουν πολλά σχέδια του Ένγκρ που δείχνουν πως είχε αρχίσει να μελετά κάθε φιγούρα χωριστά. Έκανε πολλά σκίτσα και τα δοκίμαζε πριν μελετήσει τις σχέσεις των μορφών στη συνολική σύνθεση. Είναι φανερό ότι ο καλλιτέχνης αναζήτησε με πάθος τη βαθιά γνώση, στην οποία υπέταξε όλες τις άλλες αξίες. Ο πίνακας το «Τούρκικο Λουτρό» δείχνει τις πιο καθαρές και τις λιγότερο συμβατικές αισθητικές αντιλήψεις του, όπως να υπερβάλει το μοντέλο του, να εκφράσει την ειλικρίνεια και την εγκατάλειψη. Δε χάνεται στις λεπτομέρειες, αλλά και φροντίζει να μην εξασθενήσει η κεντρική ιδέα. Αρνιέται να παρατηρήσει σχολαστικά την ανατομική πραγματικότητα. Το γυμνό που φιγουράρει στο πρώτο πλάνο δεξιά, δείχνει σε πιο βαθμό ο Ένγκρ ήξερε να μεταβάλλει την παραμόρφωση σε ρυθμική αρμονία.
Βιβλιογραφία:
E.H. Gombrich, 1998, «Το χρονικό της Τέχνης», Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης
Εγκυκλοπαίδεια έγχρωμη «ΔΟΜΗ», Όλες οι γνώσεις για όλους, Τόμος 5ος, 1975, Εκδόσεις «ΔΟΜΗ» Αθήναι
Εγκυκλοπαίδεια έγχρωμη «ΔΟΜΗ», Όλες οι γνώσεις για όλους, Πινακοθήκη, 1975, Εκδόσεις «ΔΟΜΗ» Αθήναι
Τα Μεγάλα Μουσεία του Κόσμου, (Λούβρο-Παρίσι), (Εθνική Πινακοθήκη- Ουάσιγκτον), 1970, Εκδόσεις Φυτράκη-Αθήναι