Λένε πως αποσύρθηκε εκούσια στο τέλος της ζωής του σε μοναστήρι, πως τον τυραννούσαν αισθήματα ενοχής και πως είχε κρίσεις μελαγχολίας. Του αποδίδονται αρκετά άλλα έργα μεταξύ των οποίων, ορισμένες «Παναγίες», ο «Ιησούς Θρηνούμενος», το «Προπατορικό αμάρτημα», το «Τρίπτυχο των μάγων» και ο «Βωμός Μονφόρτε».
Το σημαντικότερο έργο του Ούγκο βαν ντερ Γκους, είναι το «Τρίπτυχο Πορτινάρι». Είναι μοναδικό στη φλαμανδική ζωγραφική του 15ου αιώνα, για το επιβλητικό του μέγεθος. Εκτελέστηκε γύρω στο 1475, για τον πλούσιο Φλωρεντινό έμπορο της Μπρυζ Τομμάζο Πορτινάρι, γενικό πράκτορα του οίκου των Μεδίκων στη Βρύγη από το 1465 και προοριζόταν για την εκκλησία Σάντα Μαρία Νοβέλλα της Φλωρεντίας.
Στην αριστερή πτέρυγα, ο καλλιτέχνης απεικόνισε τον Πορτινάρι με τους γιούς του, Αντόνιο και Πιτζέλλο. Είναι γνωστό πως ο Αντόνιο γεννήθηκε το 1472, ο Πιτζέλλο το 1474 και η Μαρία, η κόρη, πιθανώς το 1471. Υπολογίζοντας, επομένως, τις ηλικίες των παιδιών όπως εικονίζονται στον πίνακα μπορούμε να τον χρονολογήσουμε μεταξύ 1476 και 1478.
Το εντυπωσιακό χαρακτηριστικό του κεντρικού φατνώματος με την «Προσκύνηση των Ποιμένων» είναι η ιδιαίτερη αντίληψη του χώρο. Ο συνηθισμένος παρατηρητής ξαφνιάζεται με το γεγονός ότι ο όμιλος των ποιμένων, που υποτίθεται πως βρίσκεται πίσω από τους αγγέλους, είναι ουσιαστικά στο ίδιο επίπεδο με αυτούς. Στην πραγματικότητα η σύνθεση του Βαν ντερ Γκους, κατάγεται από τα θρησκευτικά δράματα στο θέατρο. Σε αυτά οι ηθοποιοί έπαιρναν τις θέσεις τους σε μια σκηνή που υψωνόταν προοδευτικά προς τα πίσω. Είναι λοιπόν ένας χώρος σκηνής. Ο θεατρικός χαρακτήρας μαρτυρείται ακόμα και από την έντονη έκφραση των μορφών και ιδιαίτερα από την εκστατική λατρεία των αγγέλων και τη γεμάτη έξαρση στάση των ποιμένων. Οι μορφές είναι πλασμένες με δύναμη. Τα πρόσωπα αποκαλύπτουν μια ασυνήθιστη ομορφιά, που φτάνει στα λαμπρά χαρακτηριστικά των τριών βοσκών, σε ένα ρεαλισμό ολότελα νέο για την φλαμανδική ζωγραφική.
Η νεκρή φύση στο πρώτο επίπεδο πάντοτε θαυμαζόταν. Τα άνθη στα δύο ανθοδοχεία, ίριδες, κρίνα, μυοσωτίδες, βιολέτες, είναι σύμβολα της Παρθένου. Εκείνο που προκαλεί εντύπωση στις δύο πτέρυγες είναι το γιγαντιαίο μέγεθος και η επιβλητική αυστηρότητα των τεσσάρων αγίων. Εντυπωσιακές είναι και οι προσωπογραφίες των δύο δωρητών, με τα δυνατά περιγράμματα, το πελιδνό χρώμα και την έντονη έκφραση. Σε αυτήν ακριβώς την συνύφανση ρεαλιστικών τόνων και οράματος βρίσκεται η γοητευτική ατμόσφαιρα του μεγάλου τρίπτυχου. Από τότε που έφτασε στη Φλωρεντία, το 1478, προκαλούσε το ενδιαφέρον και το θαυμασμό για τις έντονα νατουραλιστικές του λεπτομέρειες, για τη μεγάλη πρωτοτυπία των μορφών και τους χρωματικούς του τόνους. Καλλιτέχνες όπως ο Λορέντσο ντι Κρέντι και ο Πιέρο ντι Κόζιμο δανείστηκαν πολλά στοιχεία για το έργο τους από αυτόν τον πίνακα.
Το εικονιζόμενο δεξιό φύλλο παρουσιάζει τη δωρήτρια Μαρία Πορτινάρι και την κόρη της να προσκυνούν γονατιστές το Θείο Βρέφος που βρίσκεται στο κεντρικό φύλλο. Πίσω τους στέκουν οι προστάτιδες άγιες Μαργαρίτα και Μαγδαληνή. Το πρώτο επίπεδο προβάλλεται σε ένα τοπίο λουσμένο στο διάφανο φως. Οι μικρές ανθρώπινες μορφές ανάμεσα στα δέντρα και στα μονοπάτια, η αντανάκλαση του σπιτιού στο νερό της λίμνης και οι μακρινοί λόφοι προαναγγέλλουν τον Μπρέγκελ και την ποιητική ερμηνεία της φύσεως των καλύτερων Ολλανδών ζωγράφων του 17ου αιώνα. Ο «Βωμός Πορτινάρι» παρέμεινε στην εκκλησία της Σάντα Μαρία Νουόβα ως το 1897.
Στην τέχνη του υπάρχει κάτι το έντονο και το σοβαρό, που την κάνει να διαφέρει αισθητά. Στο έργο του «Η Κοίμηση της Θεοτόκου» (1480), αυτό που κάνει εντύπωση είναι ο θαυμαστός τρόπος με τον οποίο ο καλλιτέχνης έχει αποδώσει τις διαφορετικές αντιδράσεις των δώδεκα Αποστόλων μπροστά στο γεγονός που συμβαίνει κάτω από τα μάτια τους. Το φάσμα των εκφράσεων από την ήρεμη θλίψη ως τη βαθιά συμπόνια και την αδιάκριτη σχεδόν έκπληξη. Ο βαν ντερ Γκους προσπαθεί να θυμίσει μια πραγματική σκηνή, χωρίς όμως να αφήσει καμία γωνία του πίνακα άδεια ή χωρίς νόημα. Οι δύο Απόστολοι στο πρώτο πλάνο και το όραμα του Χριστού πάνω από την κλίνη της Παναγίας δείχνουν με σαφήνεια κατά πιο τρόπο θέλησε να μοιράσει τις φιγούρες του και να μας τις δείξει. Αλλά αυτή η φανερή προσπάθεια, που κάνει την κίνηση κάπως αφύσικη, εντείνει την αίσθηση της συγκίνησης γύρω από το ήρεμο πρόσωπο της Παναγίας που πεθαίνει και που μόνη μέσα στο κατάμεστο δωμάτιο αξιώνεται να δει τον Χριστό, καθώς ανοίγει την αγκαλιά του για να την δεχτεί.
Βιβλιογραφία:
E.H. Gombrich, 1998, «Το χρονικό της Τέχνης», Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης
Εγκυκλοπαίδεια έγχρωμη «ΔΟΜΗ», Όλες οι γνώσεις για όλους, Τόμος 3ος, 1975, Εκδόσεις «ΔΟΜΗ» Αθήναι
Εγκυκλοπαίδεια έγχρωμη «ΔΟΜΗ», Όλες οι γνώσεις για όλους, Τόμος 15ος, 1975, Εκδόσεις «ΔΟΜΗ» Αθήναι
Εγκυκλοπαίδεια έγχρωμη «ΔΟΜΗ», Όλες οι γνώσεις για όλους, Πινακοθήκη, 1975, Εκδόσεις «ΔΟΜΗ» Αθήναι
Τα Μεγάλα Μουσεία του Κόσμου, (Ουφίτσι-Φλωρεντία), 1970, Εκδόσεις Φυτράκη-Αθήναι
Ιστοσελίδα της Wikipedia