Η Παρθένος και ο μικρός Ιησούς παριστάνονται ψηλά, σε ένα χρυσό δίσκο με αγγελούδια ολόγυρα. Το στρογγυλεμένο σχήμα του πίνακα, με τις αντίστοιχες καμπύλες του φωτοστέφανου, του ουράνιου τόξου, των θάμνων στο πρώτο επίπεδο, δείχνουν ότι ο καλλιτέχνης ήθελε να απομονώσει τοπίο και πρόσωπα, μεταφέροντας σε μνημειακή διάσταση τις καθαρές κατασκευές. Στο έργο αυτό, δανείζεται από τους Βενετούς, Μπελλίνι και Τζορτζιόνε, τη νέα χρησιμοποίηση του χρώματος. Σε αυτό το υγρό τοπίο, το χτισμένο χωρίς συμμετρία, τα χρώματα είναι εξαιρετικά διαβαθμισμένα και ο σκελετός χάνεται κάτω από τα πολυτελή κόκκινα, τα ζεστά καφετιά, τα ασημογάλαζα και τα γκρίζα.
Στην «Αίθουσα του Ηλιόδωρου», όπου ανιστορούνται τα μεγάλα γεγονότα της παποσύνης, ο καλλιτέχνης έφτασε σε δραματικές εκφράσεις. Με τον «Ηλιόδωρο κυνηγημένο από τον ναό της Ιερουσαλήμ» (1511-1512), πολιτική αλληγορία της αποχωρήσεως των Γάλλων από την Ιταλία. Με την ποιητικότατη «Απελευθέρωση του Αγίου Πέτρου» (1514), που συμβολίζει την πάλη του φωτός με το σκότος. Με τη «Συνάντηση Λέοντος Α' και Αττίλα μπροστά στις πύλες της Ρώμης» (1513-1514) και τέλος με τη «Λειτουργία της Μπολσένα» (1512), όπου ο πάπας απεικονίζεται γονατισμένος. Τα θέματα αυτά φαίνονται ότι ανταποκρίνονται σε μια άλλη πλευρά, πολιτική και θρησκευτική, του παπικού προγράμματος και με τον θεαματικό και θαυματουργό χαρακτήρα τους, υπερασπίζονται την αδιάλλακτη στάση της παποσύνης, στα πρώτα χρόνια της Μεταρρυθμίσεως.
Ο Ιούλιος Β' πέθανε το 1513. Τον διαδέχθηκε ο Λέων Ι', που έδειξε για τον Ραφαήλ την ίδια σταθερή εύνοια. Στη νέα αίθουσα που ανέλαβε να διακοσμήση ο καλλιτέχνης, μόνο η «Πυρκαγιά του Μπόργκο», είναι εκτελεσμένη ολόκληρη με το χέρι του. Στη σύνθεση αυτή απεικονίζονται πολλές γυμνές μορφές, που έδιναν την ευκαιρία στο ζωγράφο, να επιδείξει τις ανατομικές γνώσεις του. Στην αίθουσα της «Πυρκαγιάς του Μπόργκο» (1514-1517) και της «Αίθουσας του Κωνσταντίνου» (1517-1525), που ζωγράφισαν ο Τζούλιο Ρομάνο και ο Τζοβάνι Φραντσέσκο Πέννι, μαθητές του Ραφαήλ, σε σχέδια του Ραφαήλ, τα θέματα είναι ιστορικά, όπως «Η Πυρκαγιά του Μπόργκο» (1514), η «Μάχη της Όστια» (1514-1515), η «Στέψη του Καρλομάγνου» (1516-1517) και ο «Όρκος του Λέοντα Γ'» (1517), και στην τελευταία αίθουσα το «Όραμα του σταυρού», η «Μάχη του Κωνσταντίνου εναντίον του Μαξεντίου», η «Βάπτιση του Κωνσταντίνου» και η «Δωρεά της Ρώμης».
Η επίδραση του Μιχαήλ Άγγελου, ο οποίος από το 1508 έως το 1512 είχε πραγματοποιήσει τη διακόσμηση του θόλου της Καπέλα Σιστίνα, διακρίνεται ιδιαίτερα στη δεύτερη αίθουσα, την «Αίθουσα του Ηλιόδωρου», όπως μαρτυρούν τα γυμνά με τις δραματικές κινήσεις της «Πυρκαγιάς του Μπόργκο» (1511) και λίγο αργότερα οι «Σίβυλλες», των τοιχογραφιών του παρεκκλησίου του Αγκουστίνο Κίτζι (1514) στη Σάντα Μαρία ντέλα Πάτσε. Συγχρόνως ο Ραφαήλ, επηρεάστηκε από τις χρωματικές κατακτήσεις της βενετσιάνικης ζωγραφικής και του ίδιου του Τισιανό και του Σεμπαστιάνο ντελ Πιόμπο, που έφτασε στη Ρώμη το 1511.
Η μεγάλη τοιχογραφία της «Λειτουργίας της Μπολσένα», που αποτελεί μία από τις κορυφές της τέχνης του Ραφαήλ και η έντονη φωτοσκίαση στην «Απελευθέρωση του Αγίου Πέτρου», μαρτυρούν την ευαισθησία του Ραφαήλ στο χρώμα και την εκπληκτική του ικανότητα αφομοίωσης. Όπως επίσης και μερικές προσωπογραφίες, όπως ο «Καρδινάλιος», στη Μαδρίτη, η «Παναγία του Φολίνιο» (1511-1512), όπου διακρίνονται επαφές με τη ζωγραφική της Φερράρας, μαρτυρούν την ευαισθησία του, στο χρώμα και την εκπληκτική του ικανότητα αφομοίωσης.
Στην τοιχογραφία «Ο Ηλιόδωρος διώχνεται από τον ναό» (1511-1512), το αριστερό σύμπλεγμα, με τα φεγγερά χρώματα, είναι το τμήμα που ασφαλέστερα αποδίδεται στον ίδιο τον Ραφαήλ. Κάτω φιγουράρει η χρονολογία 1514, έτος της ενθρονίσεως του νέου πάπα, Λέοντος Ι', που μετά τον θάνατο του Ιουλίου Β' (1513), έδωσε εντολή να συνεχιστούν οι εργασίες της διακοσμήσεως, χωρίς να διστάσει να επεμβαίνει. Ο πάπας που απεικονίζεται αριστερά, φαίνεται να παρακολουθεί το βιβλικό επεισόδιο σαν απλός θεατής. Ίσως το πρόσωπο αυτό να έχει προστεθεί αργότερα, γιατί αποκρύβει το λαμπρό σύμπλεγμα, που βρίσκεται πίσω και που είναι επινόηση του Ραφαήλ, εκτελέστηκε όμως από άλλους καλλιτέχνες. Ίχνη από ρετούς διακρίνονται στο δεξιό τμήμα.
«Η Λειτουργία της Μπολσένα» 1512, είναι από τις πιο επιβλητικές τοιχογραφίες σε ολόκληρο τον κύκλο. Συνοψίζει τις εμπειρίες του Ραφαήλ από τη γνωριμία του με τη βενετική ζωγραφική, που άρχισε γύρω στα 1511-1512. Αναφέρεται σε ένα θαύμα. Η απεικόνιση θαυματουργικών σκηνών είχε σκοπό να υπερασπίσει το σωστό δόγμα, που δεχόταν τότε βίαιες επιθέσεις. Τα επεισόδια του Ηλιοδώρου και του Αγίου Λέοντος, μαρτυρούσαν ένα είδος εθνικιστικής δυσπιστίας απέναντι στους βαρβάρους. Το επεισόδιο αυτό είναι αφιερωμένο στην υπεράσπιση του βασικού μυστηρίου της Καθολικής Εκκλησίας, της Θείας Ευχαριστίας. Παριστάνει ένα θαύμα που είχε συμβεί το 1263, όταν κάποιος Βοημός ιερέας, ταξιδεύοντας από την Πράγα στην Ρώμη λειτουργούσε στην Μπολσένα. Ο ιερέας αυτός που βασανιζόταν από αμφιβολίες για το δόγμα της μετουσιώσεως, είδε τότε να κυλά αίμα από τον άζυμο άρτο και να βάφει το κάλυμμα της Αγίας Τράπεζας.
Η σύνθεση προσαρμόστηκε στον περιορισμένο χώρο του τοίχου που κόβεται από το παράθυρο. Η σκηνή ξετυλίγεται δεξιά και αριστερά. Ο βωμός φιγουράρει ψηλά και διακρίνεται στο βάθος η καμπύλη μιας ξύλινης αψίδας. Οι λεπτομέρειες είναι έξοχες στο κατώτερο τμήμα, αριστερά με τα συγκινημένα πλήθη, δεξιά με τα ωραιότερα πορτραίτα των καρδιναλίων και την ψυχρή αξιοπρέπεια εκείνων που κρατούν τη Sedia gestatoria (η καρέκλα - θρόνος για την εκτέλεση).
Στην τοιχογραφία «Ο Άγιος Λέων ο Μέγας σταματά τον Αττίλα» (1514), μεγάλο μέρος της όλης εργασίας έχει εκτελεσθεί από τους βοηθούς και συγκεκριμένα τον Τζούλιο Πέννι και τον Τζούλιο Ρομάνο. Οι ίδιοι βοηθοί, καθώς και άλλοι, είχαν την πλήρη ευθύνη για την εκτέλεση των τοιχογραφιών στις επόμενες αίθουσες, επειδή ο Ραφαήλ ήταν παραφορτωμένος με υποχρεώσεις εκείνη την εποχή. Κατά τις τότε αντιλήψεις, σημασία είχε περισσότερο η πατρότητα της ιδέας, παρά η αυθεντικότητα της εκτελέσεως. Ο Ραφαήλ χρησιμοποιούσε τους βοηθούς του και περιοριζόταν στο να επιβλέπει την εκτέλεση των σχεδίων του.
Για να δημιουργηθεί ένα στυλ τόσο νέο και τόσο τολμηρό, όπως αυτό που χαρακτηρίζει τη «Ζωή του Αγίου Πέτρου», χρειαζόταν ίσως η ανακάλυψη της βενετικής ζωγραφικής και ιδιαίτερα των φωτιστικών εντυπώσεων του Σεμπαστιάνο ντελ Πόμπιο, που είχε φτάσει στη Ρώμη το 1511. Στην «Απελευθέρωση του Αγίου Πέτρου» (1513-1514), αυτή η τόσο γοητευτική νύχτα δεν αντιπροσώπευε ένα τυχαίο νεωτερισμό. Υπήρχε ένα ρεύμα λουμινιστικής ζωγραφικής, το οποίο στον Ραφαήλ εμφανίζεται σε μια μορφή ρεαλιστική, που συνδέεται με την περιγραφή των φυλακών. Χρησιμοποιεί τη συνεχή αφήγηση, για να εκφράσει με περισσότερη δύναμη, τις εντυπώσεις που ταιριάζουν στο όνειρο και στο μυστικιστικό όραμα και να τις συγχωνεύσει στο ημίφως του περιβάλλοντος.
Ο Βαζάρι περιγράφει την τρομερή φυλακή, την όψη του αλυσοδεμένου γέροντα ανάμεσα στους δύο στρατιώτες, τον βαρύ ύπνο των φρουρών και το θαμπωτικό φέγγος του αγγέλου, που φωτίζει μέσα στη νύχτα, τις παραμικρές λεπτομέρειες του κελιού και κάνει να αστράφτουν οι πανοπλίες με μια λάμψη τόσο ζωντανή, ώστε να φαίνεται υπερφυσική. Το ίδιο παρατηρούμε και στη σκηνή, όπου ο Άγιος Πέτρος, λυτρωμένος από τις αλυσίδες του, εγκαταλείπει τη φυλακή με τη συνοδεία του αγγέλου. Έχει την έκφραση του ανθρώπου που νομίζει πως ονειρεύεται μάλλον, παρά πως ενεργεί πραγματικά. Παρατηρούμε τον τρόμο και την έκπληξη των φρουρώ, που βρίσκονται έξω και ακούνε τον βρόντο της σιδερένιας πύλης. Ένας φρουρός ξυπνά τους άλλους και η λάμψη του δαυλού που κρατά, τους φωτίζει και αντιφεγγίζει τις πανοπλίες. Ενώ το φως της σελήνης αποκαλύπτει τα σημεία, όπου ο δαυλός δεν μπορεί να φτάσει. Το ζωγραφισμένο φως με τις νυχτερινές του λάμψεις, συναγωνίζεται το ζωντανό φως, ώστε νομίζει κανείς πως βλέπει τον δαυλό να καπνίζει και τον άγγελο να φεγγοβολά, σε ένα σκοτάδι τόσο αληθινό.
Η τοιχογραφία «Η Πυρκαγιάς του Μπόργκο» (1514-1517), είναι η τελευταία στις Αίθουσες του Βατικανού που έχει τη σφραγίδα του Ραφαήλ. Η όλη διακόσμηση του χώρου, προς τιμήν του Λέοντος Ι', αφιερώθηκε στην ιστορία των παπών, που είχαν το όνομα Λέων. Εδώ περιγράφεται ένα θαύμα που αποδίδεται στον Λέοντα Δ'. Ο Λέοντα Δ', με την εμφάνιση του στον εξώστη, για να δώσει την ευλογία του, έσβησε μια επικίνδυνη πυρκαγιά, που είχε ανάψει στην πολυκατοικημένη συνοικία του Μπόργκο. Διακρίνεται η πρόσοψη της βασιλικής του Κωνσταντίνου και ένα παλάτι σε στυλ ραφαηλιτικό.
Το σχέδιο είναι του Ραφαήλ, έχει την αίσθηση του θεατρικού και τη γεύση του αρχαίου, στοιχεία που οφείλονται στο νέο ενδιαφέρον του καλλιτέχνη, για τον κλασικό κόσμο και τον λατινικό πολιτισμό. Έτσι το θαύμα ταυτίζεται με τον μύθο της πυρκαγιάς της Τροίας, όπως φαίνεται αριστερά, το περίφημο βιργιλιανό σύμπλεγμα του Αινεία, που φεύγει με την οικογένειά του. Η εκτέλεση των προσώπων του πρώτου επιπέδου αποδίδεται στον Τζούλιο Ρομάνο και το υπόλοιπο στον Τζούλιο Πέννι. Περίεργη λεπτομέρεια το επεισόδιο του μωρού, που περνά από χέρι σε χέρι πάνω από τον τοίχο.
Βιβλιογραφία:
- E.H. Gombrich, 1998, «Το χρονικό της Τέχνης», Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης
- Εγκυκλοπαίδεια έγχρωμη «ΔΟΜΗ», Όλες οι γνώσεις για όλους, Τόμος 13ος, 1975, Εκδόσεις «ΔΟΜΗ» Αθήναι
- Εγκυκλοπαίδεια έγχρωμη «ΔΟΜΗ», Όλες οι γνώσεις για όλους, Πινακοθήκη, 1975, Εκδόσεις «ΔΟΜΗ» Αθήναι
- Τα Μεγάλα Μουσεία του Κόσμου, (Μουσεία Βατικανού-Ρώμη), 1970, Εκδόσεις Φυτράκη-Αθήναι
- Ιστοσελίδα της Wikipedia