Στο πρώτο έργο του, τη «Θυσία του Ισαάκ» του 1715 στην εκκλησία του Οσπενταλέτο της Βενετίας και σε άλλα, όπως «Το μαρτύριο του Αγίου Βαρθολομαίου» το 1721, είναι φανερή, στις βίαιες αντιθέσεις του φωτός και της σκιάς και στην έντονη προβολή των επιπέδων, η επίδραση του Πιατσέττα, αν και διακρίνεται ήδη κάποιος ισχυρότερος χρωματικός παλμός. Συνέχισε τον δρόμο αυτό ενθαρρυνόμενος από το παράδειγμα του Ρίτσι, ώσπου εγκατέλειψε τελείως τις έντονες μπαρόκ φωτοσκιάσεις για να καταλήξει σε ολική φωτεινότητα και σε χρώμα – φως. Σε αυτό συγγενεύει με τον Βερονέζε. Αντίθετα όμως από αυτόν, δεν επιδιώκει ένα κλασικό ιδανικό. Η ιδιότροπη και θερμή ιδιοσυγκρασία του τον κατευθύνει μάλλον προς διαρκώς νέες λύσεις με πλούσια κίνηση. Συχνά επίσης διαφαίνεται μια θεατρική διάθεση, αν και στα μικρότερα έργα του ο Τιέπολο εκφράζεται με περισσότερο εσωτερικό και ποιητικό τόνο.
Το 1725 ζωγράφισε τη «Δόξα της Αγίας Θηρεσίας» (εκκλησία των Σκάλτσι, Βενετία), όπου συνεργάστηκε για πρώτη φορά μαζί του ο πλαισιογράφος Τζερόλαμο Μενγκότσι - Κολόννα. Το 1726 δημιούργησε στο Ούντινε τις τοιχογραφίες του παρεκκλησίου της Αγίας Μεταλήψεως στη μητρόπολη και τις τοιχογραφίες του αρχιεπισκοπικού μεγάρου με σκηνές από την Βίβλο. Κατά την περίοδο από το 1731 έως το 1740, ελευθερωμένος πια από κάθε βαριά μπαρόκ επίδραση του 17ου αιώνα και τείνοντας προς την κατάκτηση ενός όχι φυσικού «αφηρημένου» φωτός, ο Τιέπολο δημιούργησε αληθινά αριστουργήματα. Το 1731 τις τοιχογραφίες τις «Ιστορίες του Σκιπίωνος», στο μέγαρο Ντουνιάνι του Μιλάνου. Το 1733 τις «Ιστορίες από τον βίο του Βαπτιστή», στον τρούλο του παρεκκλησίου Κολλεόνι στο Μπέργκαμο.
Το 1737 - 1739 την οροφή της εκκλησίας των Ιησουιτών, στη Βενετία. Το 1740, πάλι στο Μιλάνο, την οροφή του μεγάρου Κλέριτσι. Από το 1740 έως το 1743 εργάστηκε στη Σχολή των Καρμηλιτών στη Βενετία. Το 1743 δημιούργησε τις τοιχογραφίες με «Ιστορίες του Δαρείου και του Σκιπίωνος» στην έπαυλη Κορντελλίνα στο Μοντέκκιο. Το 1746 πραγματοποίησε τοιχογραφίες στο μέγαρο Λάμπια στη Βενετία. Ίσως στην περίοδο αυτή ανήκει ο αμφισβητούμενος πίνακας «Cοnsilium in Αrena», που άλλοι αποδίδουν στον καλλιτέχνη, άλλοι στον γιο του Τζαντομένικο και άλλοι σε συνεργασία των δύο. Το οξύτατο παρατηρητικό πνεύμα του Τιέπολο φαίνεται στα 24 «Σκέρτσα» με ακουαφόρτε και στις «Καρικατούρες», που ανήκουν σε διάφορες εποχές.
Το έργο «Το στήσιμο του αγάλματος ενός αυτοκράτορα», το 1734-1735, ήταν γνωστό από την πρώτη δεκαετία του αιώνα και ο Σακ αναφέρει ότι δεν βρισκόταν σε καλή κατάσταση. Στο επάνω μέρος, ο Άγγελος της Φήμης είναι ένας πρόδρομος της Αλήθειας, ενώ οι μορφές κάτω παρουσιάζονται σε τολμηρή προοπτική σμίκρυνση και διατάσσονται σε κλιμακωτή σειρά. Οι περήφανοι στρατιώτες είναι παρμένοι από το γνωστό θεματολόγιο του καλλιτέχνη, όπως και η ελκυστική μορφή με τους φωτεινούς τόνους αριστερά. Αλλά περισσότερο χαρακτηριστική είναι η κλιμακωτή διάταξη των μορφών, πάνω σε ένα βαθύ, διάφανο ουρανό.
Ο πίνακας «Τηλέμαχος και Μέντωρ», το 1740, αποτελεί μέρος του δεξιού τμήματος μιας πολύ μεγαλύτερης συνθέσεως, αφιερωμένης σε μια από τις περιπέτειες του Τηλέμαχου, γιου του Οδυσσέα, και της Αθηνάς μεταμορφωμένης σε Μέντορα. Την εποχή εκείνη ο καλλιτέχνης αμφιταλαντευόταν ανάμεσα σε μια πλαστική αντίληψη της μορφής, απόρροια της γνωριμίας του με τον Πιατσέττα όταν ήταν νέος, και σε έναν τονισμό της ατμόσφαιρας και του χρώματος. Κατευθύνεται σε σκηνικές και διακοσμητικές προθέσεις και προς έναν ρητό και φωτεινό αισθησιασμό. Είναι φανερή η νεανική έμφαση στη μορφή. Το έργο είναι φιλοτεχνημένο με ευαισθησία και έχει έναν τόνο πεζό και δεν πλουτίζει το θεματολόγιό του.
Ζωγράφος προικισμένος με ανεξάντλητη αφηγηματική φαντασία και εξαιρετική ιδιοφυία, ο Τιέπολο δημιούργησε στο Μιλάνο, στο Ούντινε, στο Μπέργκαμο, στο Βύρτσμπουργκ, στη Βενετία και στη Μαδρίτη μνημειακές τοιχογραφίες χαρακτηριστικές για τους απέραντους, λουσμένους στο φως ουρανούς και για τη χρησιμοποίηση μιας ιδιαίτερης τεχνικής που δίνει την ψευδαίσθηση του βάθους. Μέσα σε αυτούς τους τεράστιους χώρους, στις καθαρές και πάμφωτες ατμόσφαιρες, που διακόπτονται από λευκά σύννεφα, συναθροίζονται μορφές μυθολογικές, αλληγορικές ή από τον κόσμο της λογοτεχνίας, με ροδαλές σάρκες και πολυτελή ενδύματα και μανδύες, που δημιουργούν ένα κλίμα μελοδραματικού παρά τραγικού μεγαλείου. Στην ωριμότητα της ηλικίας του και εξαιρετικά γόνιμης τέχνης του, ο Τιέπολο, συνδυάζοντας τη σαιξπηρική επιβλητικότητα με τη ζωντάνια του μπαρόκ, πραγματοποιεί στη Βενετία το σκηνογραφικό του αριστούργημα, τις δύο μεγάλες νωπογραφίες, το 1745-1750, της κεντρικής αίθουσας του μεγάρου Λάμπια που απεικονίζουν η μία τη «Συνάντηση του Αντωνίου και της Κλεοπάτρας» και η άλλη «Το Συμπόσιο της Κλεοπάτρας».
Η νωπογραφία «Το Συμπόσιο της Κλεοπάτρας», είναι ένα τμήμα από ένα τεράστιο διακοσμητικό έργο που ζωγράφισε για ένα βενετσιάνικο παλάτι το 1750. Παριστάνει ένα θέμα που έδωσε την ευκαιρία στον Τιέπολο να παρουσιάσει χαρούμενα χρώματα και πολύτιμα ρούχα. Ο θρύλος αναφέρει πως ο Μάρκος Αντώνιος, για να τιμήσει την βασίλισσα της Αιγύπτου, έκανε μια γιορτή που τέτοια δεν είχε δει ποτέ ο κόσμος. Τα πιο ακριβά και σπάνια φαγητά εμφανίζονταν σε μια ατελείωτη σειρά. Η βασίλισσα όμως δεν εντυπωσιάστηκε. Στοιχημάτισε με τον περήφανο Ρωμαίο πως εκείνη θα του παρουσίαζε ένα φαγητό πολύ πιο ακριβό από οτιδήποτε της είχε προσφέρει ως τότε. Πήρε ένα φημισμένο μαργαριτάρι από το σκουλαρίκι της, το διέλυσε σε ξίδι και ήπιε το υγρό. Στη νωπογραφία του καλλιτέχνη, βλέπουμε την Κλεοπάτρα να δείχνει στον Μάρκο Αντώνιο το μαργαριτάρι, ενώ ένας μαύρος υπηρέτης της προσφέρει ένα ποτήρι.
Βιβλιογραφία:
- E.H. Gombrich, 1998, «Το χρονικό της Τέχνης», Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης
- Εγκυκλοπαίδεια έγχρωμη «ΔΟΜΗ», Όλες οι γνώσεις για όλους, Τόμος 15ος, 1975, Εκδόσεις «ΔΟΜΗ» Αθήναι
- Εγκυκλοπαίδεια έγχρωμη «ΔΟΜΗ», Όλες οι γνώσεις για όλους, Πινακοθήκη, 1975, Εκδόσεις «ΔΟΜΗ» Αθήναι
- Τα Μεγάλα Μουσεία του Κόσμου, (Εθνική Πινακοθήκη-Ουάσιγκτων), (Μουσείο Καλών Τεχνών-Βοστώνη), (Βασιλικό Μουσείο-Άμστερνταμ), (Παλαιά Πινακοθήκη-Μόναχο), (Ουφίτσι-Φλωρεντία), 1970, Εκδόσεις Φυτράκη-Αθήναι
- Ιστοσελίδα της Wikipedia