Καθώς και στο έργο του «Μεγάλο κομμάτι χορταριασμένη γη» 1503, παρατηρούμε μια ακουαρέλα όπου ο Ντύρερ θέλησε να αποκτήσει τέλεια κυριαρχία στη μίμηση της φύσης, για να μπορέσει να παραστήσει πειστικότερα τα θρησκευτικά θέματα.
Το καλοκαίρι του 1505 ο Ντύρερ επέστρεψε στην Ιταλία για να εκτελέσει την παραγγελία που του εμπιστεύτηκαν στην Αυγούστα οι Γερμανοί έμποροι της Βενετίας, το πολύπτυχο για την Αγία Τράπεζα της εθνικής τους εκκλησίας στο Ριάλτο. Ο Ντύρερ είχε τότε και κάποια φήμη ως ζωγράφος. Οι προσωπογραφίες του πατέρα του και οι αυτοπροσωπογραφίες του, που τον παρουσιάζουν πότε ντυμένο σαν ευγενή, πότε με το πρόσωπο εξιδανικευμένο σε μυστική έξαρση, είναι εκτελεσμένα με σίγουρη πινελιά και με απόλυτη κυριαρχία του χρώματος. Άλλο χαρακτηριστικό της ικανότητάς του ως προσωπογράφου είναι η ψυχολογική απόδοση, όπως φαίνεται από την προσωπογραφία του Όσβαλτ Κρελ και από τις προσωπογραφίες τριών μελών της οικογένειας Τούχερ. Την ίδια εποχή ο Ντύρερ δημιουργούσε τα κυριότερα θρησκευτικά έργα του. Δύο πολύπτυχα για τον εκλέκτορα της Σαξονίας Φρειδερίκο τον Σοφό, το εικονοστάσιο Παουμγκάρτνερ, το Γιαμπάχερ και το εικονοστάσιο Χέλλερ. Σήμερα σώζονται μόνο μερικά τμήματα ή αντίγραφα τμημάτων αυτών των εικονοστασίων. Το μόνο που διατηρείται ολόκληρο είναι το τρίπτυχο της οικογένειας Παουμγκέρτνερ, με τη Γέννηση στο κέντρο και στα δύο πλάγια φύλλα, τις μορφές του Στεφάνου και του Λουκά Παουμγκέρτνερ.
Εξαίρετη είναι και η «Η Προσκύνηση των Μάγων», το 1504, κεντρικό φύλλο του πολύπτυχου Γιαμπάχερ, στο οποίο διακρίνεται η απόλυτη κυριαρχία του Ντύρερ στη χρήση της προοπτικής και του χρώματος, καθώς και ο συνδυασμός των διδαγμάτων του Μαντένια με την προσωπική κλίση του Ντύρερ στον χαρακτηρισμό των ανθρώπων, της φύσης και των πραγμάτων. Ο περίφημος πίνακας «Η Προσκύνηση των Μάγων», 1504, συγχωνεύει διάφορες πλευρές της τέχνης του Ντύρερ. Δείχνει την προτίμησή του για τις σμιλευμένες εικόνες με τα παλλόμενα περιγράμματα, καθώς επίσης και τη βαθιά μελέτη των προβλημάτων της προοπτικής. Ακόμη, υπάρχει και η ψυχολογική ενότητα και ένταση στην αφήγηση. Η οξεία αίσθηση του τοπίου, είναι περισσότερο συμπαγές και οργανικό παρά, όσο στους Φλαμανδούς ζωγράφους. Το έργο μαρτυρεί τον συντονισμό του καλλιτέχνη, ανάμεσα στη θεωρία (Kunst) και στον χειρισμό (Braush).
Είχε ήδη δημιουργήσει αυτά τα πολυσύνθετα και ώριμα έργα όταν επιστρέφοντας στην Ιταλία, άρχισε να ζωγραφίζει το πολύπτυχο της «Εορτής του Ροζαρίου», το 1506. Το έργο, πολύ φθαρμένο σήμερα, παρουσιάζει παράλληλα με την ιταλική προτίμηση για τα επιβλητικά πρόσωπα, και ένα είδος γοτθικού ρυθμού στη σύνθεση των εορτών του Ροζαρίου, που είχε φέρει στη Γερμανία ο Άγιος Δομίνικος. Κατά τη διαμονή του στη Βενετία, ο Ντύρερ κατασκεύασε αρκετές προσωπογραφίες και σχέδια, καθώς και τον πίνακα «Ο Ιησούς διδάσκει στον ναό», το 1506, όπου η γελοιογραφική απόδοση των προσώπων του θυμίζει σχέδια του Λεονάρντο ντα Βίντσι και συγχρόνους πίνακες του Ιερώνυμου Μπος. Κυρίως, όμως είχε την ευκαιρία να προωθήσει τη μελέτη της προοπτικής σύμφωνα με τις αντιλήψεις του Μπρουνελλέσκι. Ο Ντύρερ επεξεργάστηκε θεωρητικά αυτές τις αρχές στα έργα. Οδηγίες για τη μέτρηση με διαβήτη και κανόνα (1525), Εγχειρίδιο οχυρώσεων (1527) και Τέσσερα βιβλία αναλογιών (1528). Το 1507 δημιούργησε το δίπτυχο με τον «Αδάμ και την Εύα», που συνοψίζει τις σπουδές του, της ανατομίας και των αναλογιών του ανθρώπινου σώματος.
Το 1511 δημιούργησε για τον Ματέους Λαντάουερ την «Προσκύνηση της Αγίας Τριάδος», το κυριότερο ζωγραφικό έργο του, που μπορεί περισσότερο από όλα τα άλλα να αναμετρηθεί με τους συγχρόνους πίνακες της ιταλικής αναγεννήσεως.
Ο Ντύρερ ζωγράφισε την «Αυτοπροσωπογραφία με γούνα», 1500 και 1521-1525, κατά τους πρώτους μήνες του 1500, λίγο πριν από την ημέρα των γενεθλίων του, στις 21 Μαΐου. Έτσι εξηγείται και η επιγραφή στο φόντο, που τον αναφέρει 28 ετών, αντί 29. Το επιβλητικό στυλ και οι πλατιές, ήρεμες φόρμες δείχνουν, ότι ο ίδιος ο καλλιτέχνης θα πρέπει να ξαναδούλεψε κατά ένα αρκετά μεγάλο μέρος τον πίνακα, στις αρχές της δεκαετίας του 1520, ύστερα από την επίσκεψή του στις Κάτω Χώρες. Η προσωπογραφική του τέχνη αποκτά καινούριο μεγαλείο και δύναμη και παράλληλα μια μεγαλύτερη πυκνότητα στο χρώμα. Η επιγραφή αποβλέπει να καθαγιάσει αυτή την εικόνα, βασισμένη πάνω στο εικονογραφικό πρότυπο του Χριστού που ευλογεί. Η μορφή είναι μετωπική και κυριαρχεί ο θρησκευτικός τόνος στο έργο του. Η ζωντάνια και η αίσθηση της πραγματικότητας που χαρακτήριζαν τη νεανική δημιουργία του έρχονται σε δεύτερη μοίρα. Η αντίληψη του καλλιτέχνη ήταν, ότι η τέχνη είναι δώρο του Θεού και ότι ο καλλιτέχνης ασκεί ιερό λειτούργημα.
Το έργο του «Η Γέννηση – Άγιος Γεώργιος και Άγιος Ευστάθιος», τρίπτυχο Παουμγκάρτνερ, 1503, πρόκειται για τρίπτυχο της νότιας πτέρυγας της εκκλησίας της Αγίας Αικατερίνης, στη Νυρεμβέργη. Παραγγέλθηκε σαν φόρος τιμής στη μνήμη του Μαρτίνου Παουμγκάρτνερ - που πέθανε το 1478 - από τους γιούς του Στέφανο και Λουκά και τις κόρες του Μαρία και Βαρβάρα. Το 1613, το τρίπτυχο δόθηκε στον Δούκα Μαξιμιλιανό Α'. Επιστρέφοντας από το πρώτο του ταξίδι σπουδών στην Ιταλία, στην Νυρεμβέργη, ο Ντύρερ, έγινε διάσημος στον τομέα της ξυλογραφία και της χαρακτικής, είχε ανοίξει ένα εργαστήριο και είχε αρχίσει να δέχεται παραγγελίες για εικόνες και πολύπτυχα βωμών. Οι παραγγελίες απαιτούσαν υπομονετική και σκληρή χειροτεχνική δουλειά και τον κράτησαν δεμένο στην τοπική παράδοση.
Το κεντρικό φάτνωμα του τρίπτυχου «Η Γέννηση», εξακολουθεί να ξεχωρίζει σαν ένας μεγάλος νεωτερισμός σε ότι αφορά τη δομή της συνθέσεως. Η προοπτική κατασκευή διατηρεί τις γραμμές της γοτθικής συνθέσεως. Στο θέμα της προοπτικής, εκτός της υπάρξεως δύο σημείων φυγής, όπου το ένα χρησιμεύει για το κτίριο δεξιά και το άλλο για το κτίριο αριστερά, τον χώρο της αυλής προσδιορίζει μια προοπτική σχεδόν ακριβής. Εκεί η Παναγία και ο Ιωσήφ γονατίζουν μπροστά στο Θείο Βρέφος, ποιμένες έρχονται από το βάθος, ενώ το βόδι και το γαϊδούρι, δεξιά και οι δύο γέροι, αριστερά, κοιτάζουν τη σκηνή από τα πλάγια. Ο μεταλλικός τόνος του σκοτεινού ενδύματος της Παναγίας, προβάλλεται μέσα από τους ζεστούς και λεπτούς χρωματισμούς. Με την πυκνότητα των γραμμών και των περιγραφικών μορφών, ο πίνακας αποκτά χαρούμενο ύφος. Ένα ξύλινο αντέρεισμα και μια δυνατή αψίδα, διασχίζουν τη σκηνή οριζόντια και επιβραδύνουν την υποχώρηση της προοπτικής στην απόσταση. Δημιουργούν μια παύση, σαν να θέλουν να διαμορφώσουν τον χώρο σε μια διάταξη μαζών κατά βάθος. Ο Ντύρερ δημιουργεί μια αρμονία στο δικό του βαθύ όραμα του ανθρώπινου πόνου. Έτσι κατακτά ένα βαρύ ηθικό φορτίο στα ειδυλλιακά του πρόσωπα. Αυτό φαίνεται στην αδέξια στάση του Ιωσήφ, στη στοχαστική μορφή της Παναγίας, στη χωριάτικη περπατησιά των ποιμένων και στα φυτά που σκαρφαλώνουν πάνω στον ερειπωμένο τοίχο. Οι μικροσκοπικοί δωρητές και οι άγγελοι που σηκώνουν το Θείο Βρέφος δημιουργούν μια σύγχυση στην ήρεμη σύνθεση. Οι μορφές στις πτέρυγες των Αγίου Γεωργίου και Αγίου Ευσταθίου, είναι γεμάτες ευπρέπεια και διαταράσσονται κάπως λόγο περιγραμμάτων της γοτθικής παράδοσης. Ο Άγιος Γεώργιος θεωρείται σαν προσωπογραφία του Στεφάνου Παουμγκάρτνερ.
Στο έργο του «Η Γέννηση», 1504, ο Ντύρερ είχε βρει την ευκαιρία να απεικονίσει με ιδιαίτερη αγάπη τους ανώμαλους τοίχους των ερειπωμένων στάβλων. Η παλαιά αγροτική αυλή, με τον σκασμένο σοβά και τα ξεκολλημένα τούβλα, ο μισογκρεμισμένος τοίχος όπου φυτρώνουν δέντρα, τα ετοιμόρροπα σανίδια, αντί για στέγη, όπου φωλιάζουν πουλιά, έχουν σχεδιαστεί και αποδοθεί με τόσο ήρεμη και στοχαστική υπομονή, ώστε υπάρχει η αίσθηση ότι ο καλλιτέχνης χαιρόταν με την απεικόνιση του παλαιού γραφικού κτιρίου. Οι μορφές μοιάζουν μικρές και σχεδόν ασήμαντες. Την Παναγία που ζήτησε καταφύγιο στον παλιό στάβλο και που γονατίζει μπροστά στο παιδί της, ο Ιωσήφ, που μόλις έβγαλε νερό από το πηγάδι και το χύνει προσεχτικά σε ένα στενό κανάτι. Στο βάθος παρατηρούμε έναν από τους βοσκούς που ήρθαν να προσκυνήσουν και ο άγγελος στον ουρανό, που αναγγέλλει στον κόσμο το χαρμόσυνο γεγονός, με δυσκολία διακρίνεται. Η παλιά παραμελημένη αγροικία, με τους ταπεινούς της επισκέπτες αναδίνει μια ατμόσφαιρα ειδυλλιακής γαλήνης, που μας προσκαλεί να αντιμετωπίσουμε το θαύμα της Άγιας Νύχτας.
Ο Ντύρερ πειραματιζόταν με τους κανόνες της αναλογίας και παραμόρφωνε την ανθρώπινη μορφή, σχεδιάζοντας σώματα ή πολύ μακριά ή πολύ φαρδιά, για να βρει την σωστή ισορροπία και τη σωστή αρμονία. Στα πρώτα αποτελέσματα αυτής της μελέτης, είναι και η χαλκογραφία του «Αδάμ και Εύα», 1504, όπου εφάρμοσε όλες τις νέες του αντιλήψεις για την ομορφιά και την αρμονία και την υπέγραψε με ολόκληρο το όνομά του στα λατινικά «ALBERTUS DURER NORICUS FACIEBAT». Οι αρμονικές μορφές που πέτυχε με προσεκτικό μέτρημα, με το διαβήτη και το χάρακα, δεν είναι πειστικές και ωραίες, όσο τα ιταλικά και τα κλασικά πρότυπα. Στον Κήπο της Εδέμ παρατηρούμε το ποντίκι όπου κάθεται ήσυχο κοντά στη γάτα και το ελάφι, η αγελάδα, το κουνέλι και ο παπαγάλος δεν φοβούνται τα βήματα του ανθρώπου. Βαθιά στο περιβόλι, όπου φυτρώνει το δέντρο της γνώσης, παρατηρούμε το φίδι να προσφέρει στην Εύα τον μοιραίο καρπό και τον Αδάμ να απλώνει το χέρι για να τον πάρει. Ο καλλιτέχνης προβάλλει μέσα από το σκιερό δάσος με τα τραχιά του δέντρα, τα καθαρά περιγράμματα των λευκών και ευαίσθητα πλασμένων σωμάτων.
Βιβλιογραφία:
- E.H. Gombrich, 1998, «Το χρονικό της Τέχνης», Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης
- Εγκυκλοπαίδεια έγχρωμη «ΔΟΜΗ», Όλες οι γνώσεις για όλους, Τόμος 12ος, 1975, Εκδόσεις «ΔΟΜΗ» Αθήναι
- Εγκυκλοπαίδεια έγχρωμη «ΔΟΜΗ», Όλες οι γνώσεις για όλους, Πινακοθήκη, 1975, Εκδόσεις «ΔΟΜΗ» Αθήναι
- Τα Μεγάλα Μουσεία του Κόσμου, (Πινακοθήκη Ουφίτσι-Φλωρεντία), (Παλαιά Πινακοθήκη-Μόναχο), 1970, Εκδόσεις Φυτράκη-Αθήναι
- Ιστοσελίδα της Wikipedia