Το εξαιρετικό χαρακτικό «Ο Ιππότης, ο Θάνατος και ο Διάβολος», 1513, δείχνει με πόση σχολαστικότητα και εκφραστικότητα χειριζόταν ο Ντύρερ την τεχνική. Χρησιμοποίησε λεπτότατες και πολύ σφιχτές εγχαράξεις, τελίτσες και πλέγματα πυκνών παραλλήλων, για να δημιουργήσει βελούδινες σκιές και τόνους, καθώς και την όλη ατμόσφαιρα. Θέμα του είναι η ενεργητική δύναμη της χριστιανικής πίστης, ενσαρκωμένης στον ακλόνητο ιππότη, που εφοδιασμένος με όπλα πνευματικά, δεν παραστρατεί από το κακοτράχαλο μονοπάτι της αρετής, ακόμα και αν απειλείται από το φάντασμα του Θανάτου ή από το διάβολο.
Από το 1512 έως το 1519, ο Ντύρερ, υπηρέτησε τον αυτοκράτορα Μαξιμιλιανό, φιλόδοξο μαικήνα, που ζητούσε από τον Ντύρερ και τους άλλους καλλιτέχνες που τον υπηρετούσαν, να εξάρουν την προσωπικότητά του με πλούσια έργα, γεμάτα συμβολισμούς της κλασικής και ανατολικής μυθολογίας. Μετά τον θάνατο του Μαξιμιλιανού, ο Ντύρερ αντιμετώπισε το δύσκολο πρόβλημα της αναγνωρίσεως από τον διάδοχο του Κάρολο Ε' του ετήσιου μισθού των εκατό φιορινιών που του είχε παραχωρήσει ο Μαξιμιλιανός και έφυγε το 1520 για την Ολλανδία, για να συναντήσει τον καινούριο αυτοκράτορα. Στους μήνες που πέρασαν πριν από την συνάντηση, ο Ντύρερ έγινε πολύ γνωστός στους καλλιτέχνες και στους ευγενείς της Αμβέρσας, στους οποίους παρουσίαζε ή προσέφερε τα σχέδια και τα χαρακτικά έργα του. Ταξίδεψε στη Μπρυζ, στη Γάνδη και τέλος, στη Ζηλανδία, όπου προσεβλήθη από ελονοσία, που τον οδήγησε αργότερα στον θάνατο.
Η επίδραση της φλαμανδικής ζωγραφικής διακρίνεται στην «Προσωπογραφία νέου», γενικά όμως η προσωπογραφική τέχνη του αποκτά νέα ζωγραφική δύναμη ύστερα από το ταξίδι αυτό. Χαρακτηριστικά έργα της τελευταίας περιόδου είναι ο «Άγιος Ιερώνυμος» και οι προσωπογραφίες του Γιάκομπ Μούφφελ και του Ιερώνυμους Χολτσούλερ. Επιστρέφοντας στη Γερμανία, δημιούργησε τα δύο ζωγραφικά έργα με τους αποστόλους Ιωάννη, Πέτρο, Παύλο και τον Ευαγγελιστή Μάρκο. Οι τέσσερις μορφές, σε φυσικό μέγεθος, δυνατές και άκαμπτες, σχεδόν μιχαηλαγγελικές, αποτελούν την ύψιστη σύνθεση όλης της ζωγραφικής εμπειρίας του. γύρισε στην πατρίδα του στις 15 Ιουλίου 1521. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του επιδόθηκε στην προσωπογραφία, παράλληλα όμως έδειξε ενδιαφέρον για τις επιστημονικές μελέτες. Πέθανε στις 6 Απριλίου 1528.
Το έργο του «Ανδρικό πορτραίτο», 1516, αποτελεί δείγμα της τάσεως του καλλιτέχνη να ξεπεράσει τον δάσκαλό του Βόλγκεμουτ, όσο και τα προβλήματα δομής και ισορροπίας της ιταλικής αναγεννήσεως, τείνοντας προς μια ακριβή διαγραφή των φυσιογνωμιών και των σωμάτων μέσα σε ένα αυστηρά μετρημένο χώρο. Παρατηρούμε την επίδραση του Μπελλίνι στην τοποθέτηση του προσώπου, στις λεπτομέρειες της δομής και ο ελαφρότερος φωτισμός έχει διαδεχθεί την τεχνοτροπία του Ντύρερ, που ο Γκαίτε την αποκαλούσε τεχνοτροπία ξυλογλύπτη. Μια απόλυτη ισορροπία, μια στάση εσωτερικής περισυλλογής, σχεδόν ραφαηλική, χαρακτηρίζουν το πρόσωπο που είναι στημένο σε ένα χώρο σκοτεινό και στενό. Η ίδια η έκφραση του προσώπου, η τόσο έντονη και τόσο χαρακτηριστική, τείνει προς μια ολική απόσπαση, έτσι που η γραμμή να γίνεται ένα στοιχείο καθορισμού του χώρου.
Στο έργο του «Άγιος Φίλιππος και Άγιος Ιάκωβος», 1516, οι δύο κεφαλές είναι χαραγμένες με εξαιρετική ακρίβεια και λεπτότητα γραμμής, που ανταποκρίνεται στην παρόρμηση μιας βασανιστικής ηθικής αυστηρότητας. Είναι στιγμή που η Μεταρρύθμιση πάει να ξεσπάσει στη Γερμανία. Οι δύο Άγιοι ανήκουν σε αυτό το κλίμα. Αυτό φαίνεται από τα φλογερά μάτια του Φιλίππου και του Ιακώβου, το στόμα με τον πικρό μορφασμό και τα μακριά σγουρά γένια. Ο Ντύρερ ήταν άνθρωπος του καιρού του και ενδιαφερόταν με πάθος για τα πνευματικά προβλήματα που απασχολούσαν τους συγχρόνους του. Εντάχθηκε αμέσως με τον Λούθηρο.
Στο έργο του «Λουκρητία», του 1518, εμπνευσμένο από κάποιο βενετικό γυμνό, ο καλλιτέχνης φανερώνει περισσότερο ενδιαφέρον για την ισορροπία της μορφής και τις σωστές αναλογίες του ανθρώπινου σώματος, παρά για τη δραματικότητα του γεγονότος. Ο Ντύρερ επιδιώκει μια μνημειακή έκφραση της ηθικής αυστηρότητας. Έτσι, δημιουργήθηκε το αγνότερο γυμνό στην ιστορία της τέχνης. Ένα που η γλυπτική του υπόσταση με τα σταθερά της περιγράμματα, αποκλείει κάθε αίσθηση του σαρκικού. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το ύφασμα στις λαγόνες έχει ξαναπεραστεί κατά τον 17ο αιώνα.
Ο Ντύρερ επηρεάστηκε βαθιά από τη λουθηρανική σκέψη. Στο χαρακτικό «Ο Άγιος Αντώνιος μπροστά στην πόλη», του 1519, παρατηρούμε τον ερημίτη Άγιο Αντώνιο, που θεωρείται ιδρυτής του πρώτου μοναστικού τάγματος, ντυμένο με τον χιτώνα και την κουκούλα του μοναχού, να αντλεί ηθική δύναμη από την εσωτερική του πάλη. Ο Ντύρε τονίζει την προσωπική σχέση του αγίου με τον Θεό και τη στοχαστική φύση της αναζήτησής του για πνευματική αλήθεια.
Η γραμμή στα σχέδια του Ντύρερ ήταν ασύγκριτη. Οι προσωπογραφίες του είναι έργα απλά, άμεσα, αισθησιακά, που ξεχειλίζουν από γήινο ανθρώπινο χαρακτήρα. Η σίγουρη πινελιά, η απόλυτη κυριαρχία του χρώματος, τον βοηθούν να δώσει μορφές με εξαιρετικό δυναμισμό και ψυχολογική διείσδυση. Τον ενδιαφέρει η πιστή καταγραφή, η πραγματικότητα, η δύναμη του χαρακτήρα πέρα από το κάλλος των χαρακτηριστικών ή του σώματος παρουσίασε την κρυμμένη ψυχή και τον πυρήνα της κάθε προσωπικότητας. Στην «Προσωπογραφία νέου», 1521, με τη θεληματική μορφή και τα στοχαστικά φωτεινά μάτια αφηρημένου καλλιτέχνη, έργο του ταξιδιού του στην Ολλανδία, είναι ευδιάκριτη κάποια επίδραση της φλαμανδικής ζωγραφικής, η οποία έδωσε νέα δύναμη στην προσωπογραφική του δεξιοτεχνία.
«Η Παναγία με το Θείο Βρέφος», 1526, ένα από τα όψιμα έργα του καλλιτέχνη, εκτελεσμένο στο τέλος της ακούραστης σταδιοδρομίας του, που τον είχε φέρει από τη μια άκρη της Ευρώπης στην άλλη. Τα στρογγυλά σχήματα, χαρακτηριστικά του 16ου αιώνα, έχουν μια ποιότητα γλυπτική και κατέχουν στέρεα το χώρο. Στον ζωγράφο του αρέσει να παρουσιάζει ένα περίπλοκο παιχνίδι από καμπύλες, πράγμα που φαίνεται εδώ στα μπράτσα και στα χέρια του μικρού Ιησού. Τα προβλήματα των αναλογιών και της μορφής ενδιέφεραν πάντα τον Ντύρερ. Οι Ιταλοί απέβλεπαν στην απόλυτη ομορφιά, ο Ντύρερ υπερασπιζόταν τη σχετική. Έλεγε ότι στην νεαρή του ηλικία θαύμαζε την ποικιλία και τους νεωτερισμούς. Ενώ σε πιο προχωρημένη ηλικία, θαύμαζε τον εγγενή συντηρητισμό της φύσεως και ότι η απλότητα είναι η υπέρτατη επιδίωξη της τέχνης.
Ο τίτλος του έργου «Οι Τέσσερεις Απόστολοι», 1526, έχει γίνει αποδεκτός παρόλο που ο τέταρτος από τους αγίους, Ιωάννη, Πέτρο, Παύλο και Μάρκο, δεν ήταν Απόστολος. Σύμφωνα με την αρχική πρόθεση του καλλιτέχνη, οι δύο όμιλοι θα πλαισίωναν έναν πίνακα της Παναγίας, για να συναποτελέσουν μια «Ιερή Συνομιλία». Το 1525, το δημοτικό συμβούλιο κηρύχτηκε υπέρ της Μεταρρυθμίσεως, ήταν αδύνατον να παρουσιάσει κανείς στη Νυρεμβέργη έναν πίνακα της Παναγίας και έτσι ο Ντύρερ εγκατέλειψε την ιδέα να ζωγραφίσει το φάτνωμα. Έτσι παρουσίασε στο συμβούλιο τις δύο πτέρυγες μαζί με επιγραφές με εδάφια από τις Επιστολές του Πέτρου, Ιωάννου και Παύλου, καθώς και από το κατά Μάρκον Ευαγγέλιο.
Τα κείμενα σε γλώσσα γερμανική, καταγγέλλουν τους ψευδοπροφήτες που παρουσιάζονται σαν θεράποντες του Θεού, αλλά στην πραγματικότητα αγαπούν την ηδονή και την αμαρτία και είναι οι ίδιοι που λεηλατούν τα σπίτια και ατιμάζουν γυναίκες, και τους Γραμματείς και Φαρισαίους, που παριστάνουν τους ποντίφικες και εκμεταλλεύονται χήρες. Από το περιεχόμενο των κειμένων ο Ντύρερ, ήθελε να παρακινήσει τους αξιωματούχους της πόλεως τόσο εναντίον των αιρέσεων, των μεταρρυθμιστών στης αριστεράς, όσο και εναντίον των παπιστών. Ο Ντύρερ υιοθετούσε τη θέση του Λουθήρου και των ανθρώπων που είχαν επιρροή στην πόλη, με τους οποίους διατηρούσε δεσμούς φιλίας και εργασίας. Ήταν εναντίον των κομμουνιστικών ερμηνειών της Μεταρρυθμίσεως. Μπροστά στην αυστηρή ηθική που εκφράζει το έργο του Ντύρερ, μπορούμε να καταλάβουμε την ανάμειξη των θρησκευτικών κινήτρων με οικονομικά και κοινωνικά, σαν μια επικίνδυνη διαφθορά της Πίστεως, ίση με εκείνης, που προκαλούσε η καπηλεία της θρησκείας από τον παπικό κλήρο.
«Οι Τέσσερεις Απόστολοι», είναι το μεγαλύτερο αριστούργημα του Ντύρερ. Στη διάταξη των μορφών, υπάρχει ένας αντίλαλος της βενετικής ζωγραφικής, ενώ η διαύγεια της πλαστικής φόρμας θυμίζει την Ιταλία. Είναι φανερή η προτίμηση στις φωτεινές επιφάνειες, που έχουν φλαμανδική προέλευση και η δύναμη της πινελιάς, θρεμμένη με την πείρα ενός αιώνα γερμανικής τέχνης. Αλλά το αγέρωχο και ρωμαλέο αίσθημα που εμπνέει το έργο, οδηγεί σε μια τόσο στέρεη σύνθεση αντιθέσεων και σε μια τόσο επιβλητική μνημειακότητα, ώστε να μην μπορεί κανείς να βρει πραγματικό μέτρο συγκρίσεων. Ο χαρακτήρας των προμάχων της αγνότητας της Πίστεως, που έχει δώσει ο καλλιτέχνης σε αυτούς τους τέσσερις έξοχους Αποστόλους, εκφράζεται με μια γλώσσα καθαρά εικονογραφική. Το ιδανικό της ευπρέπειας και της δυνάμεως του ανθρώπου, σαν συμμετοχή στο θεϊκό στοιχείο και στη φύση, εξαίρεται εδώ σαν το ιδανικό ενός αγώνα εναντίον του Κακού ή μάλλον μιας ακλόνητης αντιστάσεως σε αυτό.
Βιβλιογραφία:
- E.H. Gombrich, 1998, «Το χρονικό της Τέχνης», Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης
- Εγκυκλοπαίδεια έγχρωμη «ΔΟΜΗ», Όλες οι γνώσεις για όλους, Τόμος 12ος, 1975, Εκδόσεις «ΔΟΜΗ» Αθήναι
- Εγκυκλοπαίδεια έγχρωμη «ΔΟΜΗ», Όλες οι γνώσεις για όλους, Πινακοθήκη, 1975, Εκδόσεις «ΔΟΜΗ» Αθήναι
- Τα Μεγάλα Μουσεία του Κόσμου, (Εθνική Πινακοθήκη-Ουάσιγκτων), (Πινακοθήκη Ουφίτσι-Φλωρεντία), (Παλαιά Πινακοθήκη-Μόναχο), 1970, Εκδόσεις Φυτράκη-Αθήναι
- Ανακαλύπτω την Τέχνη, Αναγέννηση, Alison Cole, 1994, Δεληθανάσης-Ερευνητές ΕΠΕ
- Ιστοσελίδα της Wikipedia