Είμαι απόφοιτος Πολιτικών Επιστημών και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών. Συνέχισα τους σπουδές μου σε μεταπτυχιακό επίπεδο στο γνωστικό αντικείμενο της Πολιτικής Επικοινωνίας και των Cultural Industries στο London School of Economics με υποτροφία του Ιδρύματος Αλέξανδρος Ωνάσης και της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών. Επόμενο βήμα μου η εκπόνηση διδακτορικής διατριβής στο ζήτημα της άσκησης εξωτερικής πολιτικής για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Αθήνα. Ασχολούμαι συστηματικά είτε μέσω αρθρογραφίας, είτε μέσω επιστημονικών εργασιών με ζητήματα πολιτιστικής διπλωματίας και διαχείρισης πολιτιστικών πόρων. Κάτοχος Αριστείου Πολιτικών Επιστημών.
Πριν από λίγες ημέρες επανήλθε στο επικαιρότητα ένα δημόσιο debate που και στο παρελθόν είχε προκαλέσει. Ο Ανδρέας Ψυχάρης, πολιτευτής στην Α' Αθηνών και με ισχυρή πρόσβαση στα media (για ευνόητους λόγους), πρότεινε την μεταφορά εκτός του κέντρου της Αθήνας, της Βουλής, του πρωθυπουργικού Γραφείου και του υπουργείου Οικονομικών. (Φωτογραφία αριστερά: Η μεταφορά των εργασιών της Βουλής απο το κτίριο της Πλατείας Συντάγματος σε άλλο, σύγχρονο και "μοδέρνο" στο Ελληνικό, είναι μια απο τις...προοδευτικές προτάσεις υποψήφιων βουλευτών προκειμένου να δωθούν λύσεις για την κατάντια του Ιστορικού Κέντρου της Πόλης...)
Αυτά που θέλει ο πολίτης από τον Δήμαρχο της πόλης που ζει, εργάζεται, διασκεδάζει και δραστηριοποιείται είναι πράγματα συγκεκριμένα, πράγματα απλά και επαρκώς προσδιορισμένα με βάση τις ανάγκες και τις προτεραιότητες του.
Σκοπός αυτού του κειμένου δεν είναι να περιγράψει για άλλη μια φορά την κατάσταση που βιώνουμε καθημερινά όσοι έχουμε την τύχη και την ατυχία να κατοικούμε και να εργαζόμαστε στην πόλη της Αθήνας. Είναι κυρίως για να συμπράξει με τις φωνές όσων τάσσονται υπέρ των άμεσων λύσεων, εκείνων δηλαδή που είναι απαραίτητες για να σωθούν τα κεκτημένα μιας ιστορικής πρωτεύουσας, ενός κέντρου Πολιτισμού που καθημερινά παρακμάζει, σβήνει, αργοπεθαίνει.
Η άσκηση πολιτιστικής διπλωματίας αποτελούσε διαχρονικά συστατικό και αναπόσπαστο κομμάτι της δημόσιας διπλωματίας ενός κράτους, με ευρύτερες συνέπειες στον τρόπο προβολής του εντός της διεθνούς κοινότητας. Χώρες με αξιόλογο πολιτιστικό φορτίο, με εγγενείς πολιτιστικές ιδιαιτερότητες και διακριτές αισθητικές ταυτότητες, ανέκαθεν έδιναν ιδιαίτερη έμφαση σε αυτό που ονομάζουμε «πολιτιστική διαχείριση», η οποία συνδέεται άρρηκτα με την άσκηση δημόσιας διπλωματίας με στόχο την επίτευξη εθνικών επιδιώξεων και μακροπρόθεσμων πολιτικών.
Το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (ΕΜΣΤ) συνιστά χαρακτηριστικό παράδειγμα Μουσείου που προσπαθεί μάταια να ολοκληρωθεί και που η κρατική κωλυσιεργία και η εμπεδωμένη πλέον προχειρότητα της ελληνικής πρακτικής διαχρονικά και με συνέπεια το εμποδίζουν. Πρόκειται για το Μουσείο εκείνο που ομολογουμένως λείπει απο τον μουσειολογικό χάρτη της Αθήνας και που επί μια σχεδόν δεκαετία ακούμε αλλά δεν βλέπουμε.
Tην προηγούμενη εβδομάδα μια είδηση προερχόμενη απο την Θεσσαλονίκη ήταν αρκετή για να με κάνει να καταλάβω οτι τελικά σε αυτή την χώρα ούτε σε ζητήματα Πολιτισμού δεν μπορούμε να έχουμε μια ενιαία και αδιάσπαστη φωνή προς τα έξω. Η είδηση είναι η εξής: "o Δήμαρχος της Θεσσαλονίκης, Γιάννης Μπουτάρης, κατάφερε να συγκεντρώσει χορηγία ύψους 180.000 ευρώ με σκοπό «την επιστροφή των Μαγεμένων» στην Θεσσαλονίκη". Για όσους ενδεχομένως δεν γνωρίζουν, ως «Μαγεμένες», γνωστές και ως «Καρυάτιδες της Θεσσαλονίκης», θεωρούνται τα 4 αγάλματα χρονολογούμενα από τον 2ο αιώνα π.Χ., τα οποία αποτελούσαν τμήμα κορινθιακής κιονοστοιχίας στη νότια είσοδο της Αρχαίας Αγοράς, βόρεια της Εγνατίας Οδού.
Πρόκειται για μια αναμφισβήτητα ιστορική οδό. Για έναν δρόμο 10 χιλιομέτρων ο οποίος σχεδιάστηκε από τους πρωτεργάτες της πολεοδομικής σχεδίασης της Αθήνας, Σταμάτη Κλεάνθη και Εδουάρδο Σάουμπερτ, προκειμένου να ενώσει την πρωτεύουσα του νέου Ελληνικού κράτους με το επίνειο της, τον Πειραιά. Στην αρχή οι αρχιτέκτονες την είχαν φανταστεί σαν μια περίλαμπρη λεωφόρο γεμάτη μέγαρα και πάρκα, που θα προσέφεραν στον οποιονδήποτε κατευθυνόταν προς την πόλη ή το λιμάνι, την αίσθηση του μεγαλείου, της ιστορικής συνέχειας και του αισθητικού κύρους. Όμως, όπως όλα σχεδόν τα πράγματα σε αυτήν την πόλη αλλάζουν και επανασχεδιάζονται, έτσι και στην περίπτωση της Οδού Πειραιώς, τα επιβλητικά μέγαρα έδωσαν την θέση τους στην βιομηχανική ανάπτυξη και την υπερβολική αρκετές φορές οικιστική δόμηση. (Φωτογραφία αριστερά: Η Οδός Πειραιώς περιμένει την αισθητική και λειτουργική της αναβάθμιση.)
Η ιδέα είναι απλή. Γιατί να μην σχεδιαστεί ένα νέο Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών με προδιαγραφές και εμβέλεια εφάμιλλη αυτής του νέου Μουσείου της Ακρόπολης; Γιατί να μην επενδύσουμε ως Πολιτεία και ως Δήμος Αθηναίων σε κάτι που αποδεδειγμένα μπορεί να αποφέρει τεράστια έσοδα και προβολή, με μαζικές εισροές τουριστών και με παράλληλη αναβάθμιση του πολιτιστικού μας προϊόντος; Η πρόταση αυτή έρχεται σε μια εποχή που είναι πλέον φανερό ότι το ήδη υπάρχον Μουσείο της Πόλης δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις σύγχρονες ανάγκες της Αθήνας, στα σύγχρονα δεδομένα της Μουσειολογίας αλλά και στον αναβαθμισμένο πλέον πήχη ποιότητας και μεγαλείου που έφερε μαζί του το νέο Μουσείο της Ακρόπολης.
Η Πολιτιστική Διπλωματία δεν είναι τίποτα άλλο παρά η άσκηση διπλωματίας δια μέσω του πολιτισμικού φορτίου που διαθέτει μια χώρα. Θα περίμενε κανείς οτι μια χώρα με πολιτιστικό υπόβαθρο χιλιετιών, με διαφορετικές και πολυσήμαντες φάσεις πολιτιστικής εξέλιξης, με έντονο το ιστορικό στοιχείο τόσο στους κατοίκους της όσο και στον τρόπο που την αντιμετωπίζουν οι άλλοι λαοί, θα είχε ως πρωταρχικό της μέλημα την επικοινωνιακή της προώθηση (και καταπέκτασιν την επίτευξη των πολιτικών της) μέσα απο την πολιτιστική διπλωματία. Μια χώρα με τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά θα μπορούσε να είναι χωρίς δεύτερη σκέψη η Ελλάδα. (Φωτογραφία: Ακαδημία Πλάτωνος σε μια απο τις ξεχασμένες γειτονιές της Αθήνας)