Eιμαι απόφοιτος της Καλών Τεχνών του Α.Π.Θ απο το 2006 ενώ παράλληλα απέκτησα και τον τίτλο του τεχνικού συντήρησης έργων ζωγραφικής απο δημόσιο ΙΕΚ. Από το 1996 έχω λάβει μέρος σε πολυάριθμες ομαδικές εκθέσεις ενώ σε μια εξ αυτών απέσπασα και βραβείο. Πιο πρόσφατη έντονη δημιουργική εμπειρία, τα καθήκοντα μου ώς βοηθός σκηνοθέτη σε ταινία μικρού μήκους που φτιάχτηκε απο το artspot.gr
Ραφαήλ Σάντσιο, (Raffaello Sanzio ή Santi), Ιταλός ζωγράφος και αρχιτέκτονας της ακμής της Αναγεννήσεως, (Ουρμπίνο 1483-Ρώμη 1520). Γεννήθηκε στο Ουρμπίνο, στις 28 Μαρτίου 1483, Μεγάλη Παρασκευή. Γιός της Μαρίας Κιάρλα και του αυλικού ζωγράφου Τζιοβάννι Σάντι, όπου βρισκόταν στην Αυλή του δούκα του Ουρμπίνο και πιθανόν να του μετέδωσε τα πρώτα καλλιτεχνικά του ερεθίσματα. Ένας από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες των αιώνων. Σε ηλικία οχτώ χρονών έχασε τη μητέρα του και στα έντεκα του χρόνια, έμεινε ορφανός και από πατέρα.
Φραντσέσκο Ματσόλα, ο επονομαζόμενος Παρμιτζανίνο. (Girolamo Francesco Maria Mazzola detto il Parmigianino). Ιταλός ζωγράφος και χαράκτης, από τους χαρακτηριστικούς εκπροσώπους του μανιεριστικού ύφους, (Πάρμα 1503-Καζαλματζόρε, Κρεμόνα 1540). Η προσωνυμία του προέρχεται από την Πάρμα. Γιος του ζωγράφου Φίλιππο Ματσόλα (1460-1505), διαπαιδαγωγήθηκε στο εργαστήριο των θείων του Ιλάριο και Μικέλε από τους οποίους διδάχτηκε τα πρώτα στοιχεία του σχεδίου.
Λόχνερ Στέφαν, (Stephan Lochner). Γερμανός ζωγράφος (Μέερσμπουργκ 1408 – Κολονία 1451). Θεωρείται από τους σημαντικότερους υστερογοτθικούς Γερμανούς ζωγράφους, της Σχολής της Κολωνίας, που καλλιέργησε μια θρησκευτική τέχνη γεμάτη μυστικοπάθεια και τρυφερό λυρισμό. Οι δύο σημαντικοί σταθμοί στη διαμόρφωση του Λόχνερ ήταν η περίοδος της διαμονής του στις Κάτω Χώρες, όπου ο Ρομπέρ Καμπίν, πιθανός δάσκαλός του και ο Γιαν Βαν Άυκ, του δίδαξαν τον φλαμανδικό ρεαλισμό, και ένα ταξίδι στη Φλάνδρα. Το 1442 εγκαταστάθηκε στην Κολωνία.
Πάολο ντι Ντόνο, ο επονομαζόμενος Πάολο Ουτσέλλο, (Paolo di Dono ditto Paolo Uccello). Ιταλός ζωγράφος (Πρατοβέκκιο, Φλωρεντία 1397-Φλωρεντία 1475). Το 1407 ήταν βοηθός του Γκιμπέρτι και πιθανόν μαθητής του Γκεράρντο Σταρνίνα. Από το 1425 έως το 1430 βρισκόταν στη Βενετία και κατασκεύασε μαζί με άλλους ψηφιδωτά για τη βασιλική του Αγίου Μάρκου, που έχουν καταστραφεί. Η διαμόρφωσή του σε υστερογοτθικό περιβάλλον διακρίνεται στο τύμπανο της Σάντα Μαρία Νοβέλλα της Φλωρεντίας, που παρουσιάζει σκηνές από τη Γένεση και εκτελέστηκε αμέσως μετά τη διαμονή του καλλιτέχνη στη Βενετία.
Ενώ τα έργα της εκκλησίας του Σαν Τζιμινιάνο της Βενετίας (1558-1561) και τα τρία πολύπτυχα για την εκκλησία του Σαν Μπενεντέττο Πο ακολουθούν ακόμη την τεχνοτροπία της ελεύθερης απόδοσης των τοπίων του Άζολε, του Γράππα και της κοιλάδας του Πιάβε, στις επιτήδειες οφθαλμαπάτες, όπως εκείνη με το κορίτσι που προβάλλει από μια μισάνοιχτη θύρα και μοιάζει να προχωρά προς τον θεατή, η έκφραση του Βερονέζε γίνεται βαθμιαία οξύτερη και οι προοπτικές βραχύνσεις αποκτούν, ίσως και με την επίδραση του Τιντορέττο, μεγαλύτερη ένταση. Ο κύκλος των πινάκων του 1572 για την οικογένεια Κουτσίνα και τα δείπνα της ίδιας περιόδου, είναι επιβλητικά παραδείγματα αυτού του τρόπου συνθέσεως, όπου οι φωτεινές επιφάνειες εναλλάσσονται ρυθμικά με τους ψυχρούς τόνους των ουρανών και οι σκληρές λάμψεις του φωτός συνδυάζονται με τους χαμηλούς τόνους του δειλινού.
Πάολο Καλιάρι, αποκαλούμενος Βερονέζε (Paolo Caliari ditto il Veronese). Ιταλός ζωγράφος του τέλους της Αναγεννήσεως, από τους κυριότερους εκπροσώπους της Βενετικής Σχολής στη Χρυσή εποχή της. Γεννήθηκε στη Βερόνα, από όπου και η προσωνυμία του, (Βερόνα 1528-Βενετία 1588). Πήρε τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής στη Βερόνα, σε ένα περιβάλλον οπισθοδρομικό σε σύγκριση με τη Βενετία, διαποτισμένο όμως από τον κλασικισμό του Ραφαήλ και του Μιχαήλ-Αγγέλου, που είχε διαδοθεί στην περιοχή από τους ζωγράφους της Αιμίλια. Δεν έχει ακόμα εξακριβωθεί αν ο πρώτος του δάσκαλος ήταν ο πατέρας του Γκαμπριέλε Καλιάρι ή αν μαθήτευσε στο εργαστήριο του Τζοβάννι Καρότο ή του Αντόνιο Μπαντίλε. Ο αντιπρόσωπος αυτός του βενετσιάνικου νατουραλιστικού κλασικισμού, ο θησαυροφύλακας της βενετσιάνικης ζωγραφικής άρχισε την σταδιοδρομία του ως μανιεριστής.
Η ζωγραφική του Μπουζιάνη, είναι μια ζωγραφική ολότελα προσωπική. Εντάσσεται βέβαια από μια εποχή και έπειτα στην κίνηση του γερμανικού Εξπρεσιονισμού, που ξεκίνησε με την αρχή της αποδεσμεύσεως του καλλιτέχνη από κάθε μορφολογικό προγραμματισμό, για να μπορέσει να εκφράσει ελεύθερα τα βαθύτερα ψυχικά του βιώματα. Έτσι ο Μπουζιάνης κλεισμένος στον κόσμο του, κατόρθωσε από νωρίς να απαλλαγεί από κάθε εξωτερική επίδραση, ζητώντας μέσα από μια ολότελα εσωτερική αίσθηση της ζωγραφικής και με μια αδιάκοπη πάλη με το υλικό της δουλειάς του, να φτάσει στην ουσιαστική αυτή πληρότητα, που είναι το χαρακτηριστικό του μεγάλου καλλιτέχνη.
Μπουζιάνης Γιώργος, Έλληνας ζωγράφος (Αθήνα 1885-1959). Γιος εμπόρου, καταγόμενου από την Τρίπολη, εγγράφεται το 1900, ακολουθώντας τις προτροπές του φίλου του ζωγράφου Αργυρού, στη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου είχε δασκάλους τον Ροϊλό, τον Νικηφόρο Λύτρα, τον Γερανιώτη, τον Ιακωβίδη και τον Βολανάκη και συμμαθητές τον Γαλάνη, τον Νικόλαο Λύτρα, τον Τόμπρο και τον Άγγελο Θεοδωρόπουλο. Αποφοιτά παίρνοντας μαζί με τον ζωγράφο Σαντοριναίο, το πρώτο βραβείο και πηγαίνει με υποτροφία του γιατρού Χαραμή στο Μόναχο, όπου εγγράφεται στην Ακαδημία Καλών Τεχνών και ύστερα στο Βερολίνο, κοντά στον μεγάλο ιμπρεσιονιστή ζωγράφο Μαξ Λίμπερμαν, ο οποίος τον δέχεται ως μαθητή, παρόλο που λόγω της προχωρημένης ηλικίας του δεν διδάσκει πια.
Γύρω στο 1540 χρονολογείται η αποκαλούμενη μανιεριστική κρίση του Τισιανού, με τις τοιχογραφίες της Καππέλλα Σιστίνα. Οι πίνακες του Τισιανού χάνουν το χρωματικό σφρίγος τους, την αμεσότητα της παραστάσεως, η φωτεινότητα υποχωρεί για να δωθεί μεγαλύτερη έμφαση στην πλαστικότητα των σωμάτων κατά το πρότυπο του Μιχαήλ Άγγελου. Το περίφημο δέιγμα της νέας αυτής τάσεως είναι ο "Στέφανος εξ ακανθών" του 1542. στη Φερράρα ο Τισιανό, ανέλαβε να εκτελέσει την προσωπογραφία του Παύλου Γ', ολόσωμη και το 1545, ζωγράφισε στη Ρώμη δύο αριστουργήματα, τη "Δανάη" και την προσωπογραφία του πάπα με τους ανηψιούς του Αλέξανδρο και Οκτάβιο, έργα που αντιπροσωπεύουν το ξεπέρασμα της μανιεριστικής κρίσεως και την επιστροφή στον έντονο και δονούμενο χαρακτηριστικό χρωματισμό του, στην εφευρετική ελευθερία, που του επτρέπει να συλαμβάνει με εκπληκτική ψυχολογική οξυδέρκεια, μια ζωντανή στιγμή της ιστορικής πραγματικότητας και των ηθών της ιταλικής Αναγεννήσεως.
Το «Εικονοστάσιο της Μεταστάσεως» 1518, που ζωγράφισε ο Τισιανό για την Σάντα Μαρία Γκλοριόζα των Φράρι στη Βενετία, είναι ένα από τα καλύτερα έργα του και διακρίνονται τα συμπτώματα της τοσκανό-ρωμαϊκής επιδράσεως. Επίσης ο πίνακάς του «Βάκχος και Αριάδνη» (1520-1523), βασίζεται σε ιστορίες των ρωμαίων ποιητών Οβίδιου και Κάτουλου και δείχνει τον θεό του κρασιού Βάκχο, να σπεύδει σε βοήθεια της Αριάδνης, κόρη του βασιλιά Μίνωα, που είχε εγκαταλειφθεί από τον εραστή της, τον Θησέα στη Νάξο. Η σύνθεση εστιάζει στη μορφή του Βάκχου. Η ασυγκράτητη δυναμική της στάσης του, αναδεικνύεται και από την λάμψη των χρωμάτων και το μακρινό ανοιχτό τοπίο. Ο Βάκχος ακολουθείται από την κεφάτη παρέα του. (Φωτογραφία αριστερά: Βάκχος και Αριάδνη, 1520-1523)