Eιμαι απόφοιτος της Καλών Τεχνών του Α.Π.Θ απο το 2006 ενώ παράλληλα απέκτησα και τον τίτλο του τεχνικού συντήρησης έργων ζωγραφικής απο δημόσιο ΙΕΚ. Από το 1996 έχω λάβει μέρος σε πολυάριθμες ομαδικές εκθέσεις ενώ σε μια εξ αυτών απέσπασα και βραβείο. Πιο πρόσφατη έντονη δημιουργική εμπειρία, τα καθήκοντα μου ώς βοηθός σκηνοθέτη σε ταινία μικρού μήκους που φτιάχτηκε απο το artspot.gr
Την τηλεόραση ως πυρηνικό παράγοντα στον κόσμο των Media και το video ως μέσο οπτικής κατοχύρωσης προϊόντων καλλιτεχνικής έκφρασης, που είναι σκόπιμα είτε εφήμερα, λόγω του ότι πρωταγωνιστεί το ανθρώπινο σώμα, είτε απρόσιτα στο κοινό. Όμως από τις αρχές της δεκαετίας του '60 ως τις αρχές του '80, διαμορφώθηκε ως σχετικά ανεξάρτητη τάση η Video Art ή Videokunst, δηλαδή μια τέχνη που παράγει έργα με την χρήση της τηλεοπτικής τεχνολογίας.
Η Video Art ταυτίζεται τόσο με έναν ιδιαίτερο τρόπο παραγωγής, όσο και με την ενεργοποίηση των ψυχολογικών και φυσιολογικών παραγόντων που παρεμβαίνουν στην επικοινωνία. Ο καλλιτέχνης του video χρησιμοποιεί ένα υλικό βάσης που του δίνει τη δυνατότητα να καταγράφει εικόνες και ήχους σε μια ηλεκτρονική κάμερα, που είναι συνδεδεμένη με ένα μαγνητοσκόπιο, που συνδέεται με ένα monitor, που αναμεταδίδει αυτοστιγμεί την κινηματογραφημένη εικόνα.
Τισιανός Βετσέλλιο (Vecellio Tiziano ή Titian), (Πιέβε ντι Καντόρε 1487-Βενετία 1576). Ιταλός ζωγράφος της ακμής της Αναγεννήσεως. Γεννήθηκε στο Πιέβε ντι Καντόρε, μικρή κωμόπολη στην Ιταλική πλαγιά των βουνών του Τυρόλου το 1487. Ο πατέρας του Γκρεγκόριο, που ανήκε σε παλαιά οικογένεια προκρίτων, ήταν νομομαθείς. Άνθρωπος καλλιεργημένος και νοήμων, δεν αντιτάχθηκε στην πρώιμη καλλιτεχνική κλίση του γιού του. Ο Τισιανό, σε ηλικία δέκα χρονών, στάλθηκε στη Βενετία για να σπουδάσει ζωγραφική. (Φωτογραφία αριστερά: Αυτοπροσωπογραφία, 1567).
Σε μια έκθεση που οργάνωσε ο Lawrence Alloway (1926-1990), με τον τίτλο Systemic Painting (Ζωγραφική των Συστημάτων), στο Guggenheim Museum της Νέας Υόρκης το 1966, συμπεριέλαβε ορισμένους καλλιτέχνες που θα έπαιζαν σημαντικό ρόλο στην αμερικανική ζωγραφική του '70.
Στο κείμενο για τον κατάλογο της έκθεσης ο Alloway δεν θεωρούσε τον όρο Systemic συνώνυμο με την μηχανιστική ή αναπόφευκτα απρόσωπη αισθητική. Οι εκθέσεις και οι κατάλογοί τους αποτελούν αφετηρία ή σταθμούς εξαιρετικής σημασίας για την μεταπολεμική τέχνη. Στην στυλιστική ανάλυση αναζητούμε την ενότητα μέσα στην ποικιλία.
Ζαν Φουκέ (Jean Fouquet 1420-1480). Γεννήθηκε στην Τουρ το 1420. Γάλλος ζωγράφος, διαφωτιστής και μινιατουρίστας από τους διασημότερους της εποχής του. Ταξίδεψε στην Ιταλία, όπου γνωρίστηκε με τον Φρα Αντζέλικο και ζωγράφισε το πορτραίτο του πάπα Ευγενίου Δ'. Από την επαφή του με το νέο πνεύμα της Ιταλικής Αναγεννήσεως, η τέχνη του κέρδισε σε βάθος, χωρίς ωστόσο να απομακρυνθεί από τη γαλλική παράδοση του Μεσαίωνα και γοητεύτηκε από την απόδοση του χώρου στην ιταλική ζωγραφική. Γυρίζοντας από την Ιταλία, ο Φουκέ ευτύχησε να έχει την προστασία του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΑ'. (Φωτογραφία αριστερά: Αυτοπροσωπογραφία, 1450)
Αποφασιστικός για την εξέλιξη του Environment υπήρξε ο ρόλος του Claes Oldenburg (1929-), γιατί ενώ μας πείθει για την ανεξαρτησία της σύλληψης και τη μορφική πρωτοτυπία, ενός τεράστιου παγωτού πύραυλου ή μιας μαλακής γραφομηχανής, είναι βέβαιο ότι ταυτόχρονα τα βλέπει ως αντικείμενα που μπορούν να συσχετιστούν ώστε να συνθέσουν ένα Περιβάλλον.
Αυτό άλλωστε αποδεικνύουν οι εκθέσεις του μετά το 1960 με άξονες τα τρία κύρια θέματα «Ο Δρόμος», «Το Μαγαζί», «Το Σπίτι», στα οποία αρνείται να κάνει διάκριση ανάμεσα σε πρόσωπα και πράγματα, έμψυχα και άψυχα, υλικά και άυλα, θεωρώντας τα όλα αντικείμενα προς ψηλάφηση.
Αντζέλικο Μπεάτο (Beato Angeliko). Ιταλός ζωγράφος της πρώτης περιόδου της Αναγεννήσεως (Βίκκιο ιν Μουτζέλλο γύρω στο 1400-Ρώμη 1455). Ο Φρα Τζοβάννι ντα Φιέζολε, (Fra Giovanni da Fiesole), στον αιώνα του γνωστός ως Γκουίντο ντι Πιέτρο, επονομάστηκε Αντζέλικο (αγγελικός), για την εξαιρετική χάρη των εικόνων του και επειδή στα πρόσωπα και στις στάσεις των μορφών που απεικόνισε φαίνεται η καλοσύνη της ψυχής του. Μπεάτο (μακάριος) από την λαϊκή παράδοση, που τον θεωρούσε ως τον μεγαλύτερο θρησκευτικό ζωγράφο της Αναγεννήσεως.
Ο όρος Environment (Περιβάλλον), αναφέρεται σε μια μορφή τέχνης που γεμίζει μια ολόκληρη αίθουσα, ή εξωτερικό χώρο, περιβάλλει τον θεατή και αποτελείται από παντοειδή υλικά. Σε αυτά συμπεριλαμβάνονται το φως, οι ήχοι και τα χρώματα. Πρόκειται για έναν εικαστικά ενεργοποιημένο χώρο στον οποίο ο κάθε επισκέπτης γίνεται μέρος της σύνθεσης. Ιστορικά η αφετηρία του Environment βρίσκεται στα Merzbauten του Schwitters (1887-1948), στις δεκαετίες του '20 και του '40, προσπάθησε να καταργήσει τα υπάρχοντα σύνορα ανάμεσα στις τέχνες και να οδηγήσει την ζωγραφική, την πλαστική και το σχέδιο σε συγκατοίκηση με την ποίηση, το θέατρο και την αρχιτεκτονική.
Μαζάτσιο Τζιοβάννι (Masaccio Tommaso di ser Giovanni Guidi, ή Cassai), Ιταλός ζωγράφος (Σαν Τζοβάννι Βαλντάρνο, Αρέτσο 1401-Ρώμη 1428). Γεννήθηκε κοντά στην Φλωρεντία και πέθανε νεότατος στη Ρώμη. Είχε βαπτιστεί Τομάζο (Θωμάς), αλλά τον φώναζαν Μαζάτσιο (ατζαμής Θωμάς), για την έλλειψη πρακτικού πνεύματος και την ατημέλητη εμφάνισή του. Η τέχνη του λιτή, εστιάζει στο σωματικό και πνευματικό βάρος των προσώπων του. Ελάχιστες πληροφορίες υπάρχουν για την απλή και κάποτε φτωχική και παραμελημένη, ζωή του και λίγα είναι τα βέβαια έργα του, που είχαν μεγάλη σημασία για την καλλιτεχνική ανανέωση της Φλωρεντίας στον 15ο αιώνα.
Πρόλαβε να δημιουργήσει ένα έργο πολυσήμαντο για την επιβλητική απλότητα, την ήρεμη μεγαλοπρέπεια του, την έξοχη αρμονία της συνθέσεως, αρετές που εκφράζουν ένα υψηλό καλλιτεχνικό ήθος. Το 1422 βρίσκεται εγγεγραμμένος στη συντεχνία των γιατρών και των φαρμακοποιών και το 1424 στον κατάλογο των ζωγράφων της Συντεχνίας του Αγίου Λουκά. Πριν από το έτος αυτό είχε ζωγραφίσει τη νωπογραφία των «Εγκαινίων» στο αίθριο της μονής των Καρμηλιτών στη Φλωρεντία, που είχε καταστραφεί.
Η Mec Art (Mechanical Art, Art Mecanique), (Μηχανική τέχνη), μια ρεαλιστική τάση στο χάρτη της τέχνης του '60, ορίζει ένα ρεύμα που εμφανίστηκε στην Ευρώπη περί το 1963 και οφείλει την καθιέρωση του ονόματός της στον Pierre Restany. Την πρώτη της δημόσια εμφάνιση την έκανε με την έκθεση «Φόρος τιμής στον Nicephore Niepce», (Hommage a Nicephore Niepce), στην παρισινή Galerie J. τον Οκτώβριο του 1965.
Στην έκθεση συμμετείχαν ο Beguier, ο Γάλλος Alain Jacquet, οι Ιταλοί Mimmo Rotella και Gianni Bertini, ο Βέλγος Pol Bury και ο Έλληνας Νίκος Κεσσανλής. Βασική επιδίωξή τους ήταν η αναδόμηση της δισδιάστατης εικόνας με αποκλειστική εφαρμογή βιομηχανικών φωτομηχανικών μεθόδων. Τα έργα που παρουσιάζονται χρησιμοποιούν τις φωτογραφικές μεθόδους μεταφοράς κλισέ σε ποικίλα υπόβαθρα, όπως χαρτί, ύφασμα ή μέταλλο, με ενδιάμεσο τη μεταξοτυπία, προκειμένου να επιτρέψουν μια μηχανική αναπαραγωγή των εικόνων. Οι εικόνες προέρχονται από περιοδικά.
Σιμόνε Μαρτίνι (Simone Martini), Ιταλός ζωγράφος, (Σιένα 1284-Αβινιόν 1344). Ένας από τους μεγαλύτερους γοτθικούς καλλιτέχνες και εκπροσώπους της σχολής της Σιένας του 14ου αιώνα. Η δραστηριότητά του είναι άγνωστη ως το 1315, που η Κοινότητα της Σιένας παράγγειλε στον Μαρτίνι μια «Μαεστά» (Παναγία εν Δόξη). Το πρώτο σωζόμενο χρονολογημένο έργο του είναι η «Μαεστά», νωπογραφία του 1315 στο δημαρχείο της Σιένας. Ο Μαρτίνι οργάνωσε την σύνθεση με μια ιδιαίτερη αίσθηση του χώρου. Αντικατέστησε την ιερατική ακινησία των αγίων της «Μαεστά» της μητροπόλεως της Σιένας με την έντονη συνομιλία των μορφών, που αν και τοποθετημένες σε διαφορετικά επίπεδα, συντονίζουν την προσευχή τους με τις ζωηρές διασταυρώσεις των βλεμμάτων και με τον απαλό ρυθμό της γραμμής, που διατρέχει τις μορφές και καταλήγει στην κυματοειδή κίνηση του κιβωρίου.