Eιμαι απόφοιτος της Καλών Τεχνών του Α.Π.Θ απο το 2006 ενώ παράλληλα απέκτησα και τον τίτλο του τεχνικού συντήρησης έργων ζωγραφικής απο δημόσιο ΙΕΚ. Από το 1996 έχω λάβει μέρος σε πολυάριθμες ομαδικές εκθέσεις ενώ σε μια εξ αυτών απέσπασα και βραβείο. Πιο πρόσφατη έντονη δημιουργική εμπειρία, τα καθήκοντα μου ώς βοηθός σκηνοθέτη σε ταινία μικρού μήκους που φτιάχτηκε απο το artspot.gr
Ρενουάρ, Ωγκύστ (Pierre - Auguste Renoir). Γεννήθηκε στη Λιμόζ το 1841 και πέθανε στο Καν-Συρ-Μερ το 1919. Γάλλος ζωγράφος από τους γονιμότερους δασκάλους, τις πιο ηγετικές μορφές του ιμπρεσιονισμού. Τα έργα του είναι περισσότερα από 4000. Καταγόταν από φτωχή οικογένεια για αυτό, από πολύ νέος εργάστηκε σε εργοστάσιο πορσελάνης, αργότερα με τον αδελφό του, που ήταν χαράκτης μεταλλίων και στη συνέχεια ως διακοσμητής σε βεντάλιες και λειτουργικά άμφια.
Μετά το 1735 ξαναγύριζε όλο και συχνότερα στις νεκρές φύσεις και στις μιμήσεις των χάλκινων ανάγλυφων. Άρρωστος τα τελευταία χρόνια, χρησιμοποίησε το παστέλ, γιατί δεν μπορούσε να αφιερωθεί τελείως στην ελαιογραφία. Μετά το 1771 εξέθεσε με επιτυχία προσωπογραφίες και σπουδές που είχε κάνει με το μέσο αυτό. Ο Σαρντέν ήταν ένας από τους μεγαλύτερους Ευρωπαίους ζωγράφους του 18ου αιώνα και θεωρείται πρόδρομος ενός μεγάλου ρεύματος, που έφτασε έως τους σύγχρονους μέσα από τον Κορό και τον Σεζάν. Από τους πιο χαρακτηριστικούς επαίνους για αυτόν, είναι ο έπαινος του Ντιντερό.
Ζαv - Μπατίστ - Σιμεόν Σαρντέν (Jean - Baptiste - Simeon Chardin). Γεννήθηκε στο Παρίσι το 1699 και πέθανε το 1779. Γάλλος ζωγράφος, ένας από τους εκπροσώπους του ρεαλισμού. Αφού επέσυρε την προσοχή με έναν αξιόλογο πίνακα για έναν χειρουργό φίλο του πατέρα του (τεχνίτη που έφτιαχνε μπιλιάρδα για τον βασιλιά), ο Σαρντέν εξέθεσε για πρώτη φορά στην έκθεση στην πλατεία Ντωφίν, όπου την ημέρα της εορτής του Corpus Domini οι νεαροί ζωγράφοι παρουσίαζαν τα πρώτα τους έργα. Το έργο του, που παρουσίαζε ένα χάλκινο ανάγλυφο, αγοράστηκε από τον Ζαν Μπατίστ Βαν Λόο, του οποίου ήταν βοηθός στην επισκευή των τοιχογραφιών του Ρόσσο και του Πριματίτσιο στο Φονταινεμπλώ.
Το 1750 έως το 1753 ο καλλιτέχνης διακόσμησε στο Βύρτσμπουργκ στη Φραγκονία, την τραπεζαρία, με επεισόδια από τη ζωή του Μπαρμπαρόσα και το κλιμακοστάσιο, με τα «Μέρη του κόσμου», στην κατοικία του πρίγκιπα επισκόπου. Κατά την επιστροφή του στη Βενετία, το 1757, εργάστηκε στην έπαυλη Βαλμαράνα, όπου διακόσμησε το μικρό περίπτερο με επεισόδια από την Ιλιάδα, την Αινειάδα, τον Μαινόμενο Ορλάνδο και την Απελευθερωμένη Ιερουσαλήμ. Ο ξενώνας διακοσμήθηκε από τον γιο του, Τζαντομένικο.
Τιέπολο Τζοβάνι Μπατίστα ή Τζαμπαττίστα (Giovanni Battista – Giambattista Tiepolo). Ιταλός ζωγράφος, γεννήθηκε στην Βενετία το 1696 και πέθανε στην Μαδρίτη το 1770. Μαθήτευσε στο εργαστήριο του Γκρεγκόριο Λατζαρίνι, γρήγορα όμως άρχισε να εργάζεται για δικό του λογαριασμό, επηρεαζόμενος περισσότερο από τον Τζιαμπαττίστα Πιατσέττα και τον Σεμπαστιάνο Ρίτσι.
Ρόυσνταλ, Γιάκομπ Βαν (Jacob Van Ruysdael). Ολλανδός ζωγράφος, γεννήθηκε στο Χάρλεμ το 1629 και απεβίωσε στο Άμστερνταμ το 1682. Ο πατέρας του Ισαάκ ήταν άσημος ζωγράφος και κορνιζοποιός. Ο θείος του Σολομών βαν Ρόυσνταλ, αδερφός του πατέρα του, ήταν ζωγράφος αναγνωρισμένος. Μαθητής πιθανότατα του πατέρα του Ισαάκ και του θείου του Σολομών Ρόυσνταλ, που ήταν και οι δύο τοπιογράφοι, μπήκε σε ηλικία 21 ετών στη συντεχνία των ζωγράφων του Χάρλεμ και αναγνωρίστηκε πολύ νωρίς ως τοπιογράφος.
Ο Χαλς δεν έμεινε ανεπηρέαστος από τον Ρούμπενς, αλλά η αναμφισβήτητη ζωτικότητά του και η ανθρώπινη απλότητα των έργων του, που έχουν εντελώς απομακρυνθεί από την ουμανιστική παράδοση και από κάθε θρησκευτική, κοινωνική και ηθική επίδραση, απέχουν πολύ από το αυλικό και εξιδανικευμένο ύφος του Φλαμανδού ζωγράφου. Διεισδυτικός παρατηρητής, τολμηρός χειριστής του χρώματος, απεικόνισε με οίστρο και με εκφραστική δύναμη, με πάθος άγνωστο ως τότε στην ολλανδική τέχνη, μορφές που τοποθετούνται αβίαστα στην αιώνια πινακοθήκη των ανθρώπινων τύπων.
Χαλς, Φρανς (Frans Hals). Ολλανδός ζωγράφος, με ιδιαίτερη επίδοση στην προσωπογραφία, (Αμβέρσα 1580 - Χάρλεμ 1666). Γεννήθηκε στην Αμβέρσα και μαθήτευσε γύρω στα 1600, στο εργαστήριο του Βαν Μάντερ. Οι γονείς του έφυγαν από τη νότια Ολλανδία επειδή ήταν διαμαρτυρόμενοι και εγκαταστάθηκαν στην πλούσια ολλανδική πόλη Χάρλεμ.
Μετά το 1511, ο Ντύρερ εγκατέλειψε την ξυλογραφία και επιδόθηκε στη χαλκογραφία, πρώτα για να αποδώσει με τη νέα αυτή τεχνική την «Ιστορία των Παθών» (αλλά το έργο δεν τελείωσε). Το 1513-14 δημιούργησε τρεις συμβολικές χαλκογραφίες, που αποτελούν την ακμή της χαρακτηριστικής αυτής προσπάθειάς του. Είναι «Ο Ιππότης, ο Θάνατος και ο Διάβολος», «Ο Άγιος Ιερώνυμος στο κελί του» και «Η Μελαγχολία».
Παρόλο που ήταν πραγματικός κληρονόμος της γοτθικής παράδοσης στις απεικονίσεις των φανταστικών μορφών και οραμάτων, έστρεψε το ενδιαφέρον του και στη μελέτη της φύσης και αντέγραψε την ομορφιά της με υπομονή και πίστη. Στο έργο του «Λαγός», 1502, παρατηρούμε πιστή αναπαράσταση μέχρι και την πιο μικρή λεπτομέρεια.