Επηρεάστηκε από τον Κορρέτζιο, που υπήρξε ο ηγέτης της σχολής της Πάρμας, αλλά ιδιαίτερα μετά την παραμονή του στην Ρώμη, (1523-1527), υπό την προστασία του Πάπα Κλήμεντος Ζ', η ζωγραφική του αντίληψη άρχισε βαθμιαία να εκλεπτύνεται, για να καταλήξει σε ένα κομψό ραφαηλικό μανιερισμό, συχνά επιτηδευμένο και χαρακτηριστικό για τις μακριές και κυματοειδείς γραμμές. Αργότερα έμεινε επί ένα διάστημα στην Μπολόνια.
Ξεπερνώντας τις ποικίλες επιρροές, ο Παρμιτζιανίνο έφτασε στα χρόνια της ωριμότητάς του, στη διαμόρφωση ενός προσωπικού στυλ. Το τυπικό κάλλος έχει αντικατασταθεί στο έργο του από μια κομψότητα, που εκφράζεται σε εξωπραγματικές μορφές, με επιμήκεις αναλογίες. Οι Μαντόνες του, ραδινές σιλουέτες, με λεπτότατα χέρια, έχουν μια ιδιαίτερη γοητεία. «Η Παναγία με τον μακρύ λαιμό», εκτελεσμένη στην τελευταία περίοδο της ζωής του, είναι το αριστούργημα του ζωγράφου, γεμάτο πνευματική έξαρση και αβρή χάρη.
Υπήρξε ονομαστός προσωπογράφος και χάραξε στον χαλκό πολλά σχέδιά του, που με τη διάδοσή τους επέδρασαν στον ευρωπαϊκό μανιερισμό. Πολλές προσωπογραφίες βρίσκονται στην Μπολόνια όπως «Η Παναγία με το Θείο Βρέφος και με την Αγία Μαργαρίτα», στο Λονδίνο «Η Παναγία με το Θείο Βρέφος και τους αγίους Ιωάννη και Ιερώνυμο», στη Μαδρίτη «Αγία Βαρβάρα», στην Κοπεγχάγη «Λορέντσο Τσίμπο», στη Νεάπολη «Γκαλεάτσο Σανβιτάλε», στην Πάρμα «Τούρκισσα σκλάβα», στη Βιέννη «Έρωτας» και άλλα.
Τα έργα του είναι πολυάριθμα και εκτείνονται από τον νεανικό «Γάμο της Αγίας Αικατερίνης», στην εκκλησία του Μπάρντι, έως την «Παναγία με τον Άγιο Ζαχαρία», στην Φλωρεντία, Πινακοθήκη Ουφίτσι και τέλος στη γενέτειρά του, ο Παρμιτζιανίνο φιλοτέχνησε νωπογραφίες της Στεκκάτα στην Πάρμα, που είναι ίσως το αριστούργημά του. Ενδιαφέρουσες προσωπογραφίες του είναι η «Αντέζα» και ο «Γκαλεάτσο Σανβιτάλε». Ασχολήθηκε με τη χαρακτική και εκτέλεσε χαλκογραφίες χρησιμοποιώντας το νιτρικό οξύ σαν διαβρωτικό υλικό.
Το έργο «Πορτραίτο ενός Ευπατρίδη» (1527-1528), είναι πιο λιτό στη σύνθεση, συγκρινόμενο με την αυτοπροσωπογραφία σε κοίλο καθρέφτη λίγα χρόνια νωρίτερα. Η επινόηση είναι απλή και έντονη στη ρύθμιση του φωτός και στην εφαρμογή του χρώματος. Αφαιρούνται τα περιγραφικά στοιχεία και τονίζεται η ψυχολογική στιγμή. Όλα τα στοιχεία ισορροπούν σε κάθετους και παράλληλους άξονες.
Ο πίνακας «Η Παναγία με τον Άγιο Ζαχαρία» (1530), είναι το πιο χαρακτηριστικό δείγμα της εργασίας του καλλιτέχνη, κατά το τέλος της περιόδου του στη Μπολόνια. Οι ζεστοί χρωματικοί τόνοι με το σχεδόν μονότονο χρυσαφί, που δημιουργεί παραμυθένιες και οραματικές μεταμορφώσεις, δείχνει πως ο ζωγράφος, ξαναγυρίζει σε μιαν έκφραση που καθρεφτίζει την ποιητική τέχνη του Κορρέτζιο. Αλλά το προσωπικό ύφος του Παρμιτζιανίνο ψυχραίνει τις μυθικές αυτές συγκινήσεις μέσα σε μια αφαίρεση, από σμιλευμένα σχήματα. Τα σχήματά αυτά διαλύονται στη σχέση ανάμεσα στο κύριο, συναισθηματικό σύμπλεγμα και στο μεγάλο πρώτο επίπεδο, με τον άγιο, που στρέφει το βλέμμα του προς τα έξω.
«Η Παναγία με τον μακρύ λαιμό» (1534-1540), είναι το πιο φημισμένο έργο του ζωγράφου. Προσπαθώντας να δώσει στην Παναγία του χάρη και κομψότητα, τη ζωγράφισε με λαιμό κύκνου. Στη σύνθεση παρουσιάζει μια αυστηρή αφαίρεση από στραμμένα, συνδεδεμένα και αντίστοιχα σχήματα. Τράβηξε και μάκρυνε τις αναλογίες του ανθρώπινου σώματος, με έναν περίεργα αυθαίρετο τρόπο. Το χέρι της Παναγίας με τα μακριά, λεπτά δάχτυλα, το μακρύ πόδι του αγγέλου στο πρώτο πλάνο, ο ισχνός, κουρασμένος προφήτης με την περγαμηνή, όλα φαίνονται σαν μέσα σε έναν παραμορφωτικό καθρέφτη. Επίσης τοποθέτησε μια παράξενη ψηλή κολόνα, με εξίσου ασυνήθιστες αναλογίες στο φόντο της εικόνας. Οι μορφές δεν είναι μοιρασμένες σε ίσο αριθμό ζευγαριών και στις δύο πλευρές της Παναγίας. Στρίμωξε ένα συνωθούμενο πλήθος αγγέλων σε μια μικρή γωνιά, αφήνοντας την άλλη πλευρά εντελώς άδεια, για να ξεχωρίσει η ψηλή μορφή του προφήτη, που η απόσταση τον κάνει να φαίνεται τόσο μικρός, ώστε μόλις φτάνει στο γόνατο της Παναγίας.
Η αναζήτηση της καθαρής, σχεδόν αφηρημένης, φόρμας εκφράζεται με συνδυασμούς τεντωμένων και κυματοειδών γραμμών και αποτελεί εύγλωττο δείγμα του διακοσμητικού και επιτηδευμένου ύφους του ζωγράφου. Η ανάλαφρη έμπνευσή του αποδίδεται με ωραίους, σχεδόν ανατολικούς ρυθμούς. Η λεπτή κιονοστοιχία στο βάθος, δημιουργεί ένα είδος ψευδαισθητικού χώρου, με τη μια πτέρυγα να υποβαστάζει το ανέβασμα και τη στροφή του κυρίου συμπλέγματος. Είναι το αντικειμενικό μέτρο στο οποίο στηρίζονται οι αναλογίες και η μορφή του έργου, που ενσαρκώνεται στον μακρύ λαιμό της Παναγίας, στα πολύτιμα χρώματα και στις φωτεινές αποχρώσεις των μεταξωτών ενδυμάτων της, στα τέλεια ωοειδή σχήματα των προσώπων και στα γυμνά μέλη του αγγέλου που κλείνει την αριστερή πλευρά του πίνακα. Ταυτόχρονα, η περίπλοκη προοπτική επιτρέπει να περιληφθεί η μικρή φιγούρα του Αγίου Ιερωνύμου.
Ο Παρμιτζιανίνο προσπάθησε συνειδητά να δημιουργήσει κάτι καινούριο και αναπάντεχο, έστω και εις βάρος της φυσικής ομορφιάς που καθιέρωσαν οι μεγάλοι δάσκαλοι. Ήταν ίσως ένας από τους πρώτους μοντέρνους καλλιτέχνες. Ο πίνακας παραγγέλθηκε τον Δεκέμβριο του 1534 από την Ελένη, σύζυγο του Φραντσέσκο Ταλιαφέρρι, που πλήρωσε για αυτόν 303 χρυσά σκούδα. Ο Βαζάρι τον περιγράφει ως ατελή και σε μερικά σημεία η επιφάνεια δεν είναι τελειωμένη, όπως το κεφάλι του Βρέφους. Η μεταγενέστερη επιγραφή στο σκαλί δεξιά λέει πως, η Μοίρα εμπόδισε τον καλλιτέχνη να ολοκληρώσει την προσπάθειά του.
Βιβλιογραφία:
- E.H. Gombrich, 1998, «Το χρονικό της Τέχνης», Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης
- Εγκυκλοπαίδεια έγχρωμη «ΔΟΜΗ», Όλες οι γνώσεις για όλους, Τόμος 12ος, 1975, Εκδόσεις «ΔΟΜΗ» Αθήναι
- Εγκυκλοπαίδεια έγχρωμη «ΔΟΜΗ», Όλες οι γνώσεις για όλους, Πινακοθήκη, 1975, Εκδόσεις «ΔΟΜΗ» Αθήναι
- Τα Μεγάλα Μουσεία του Κόσμου, (Ουφίτσι-Φλωρεντία), 1970, Εκδόσεις Φυτράκη-Αθήναι
- Ιστοσελίδα της Wikipedia