Eιμαι απόφοιτος της Καλών Τεχνών του Α.Π.Θ απο το 2006 ενώ παράλληλα απέκτησα και τον τίτλο του τεχνικού συντήρησης έργων ζωγραφικής απο δημόσιο ΙΕΚ. Από το 1996 έχω λάβει μέρος σε πολυάριθμες ομαδικές εκθέσεις ενώ σε μια εξ αυτών απέσπασα και βραβείο. Πιο πρόσφατη έντονη δημιουργική εμπειρία, τα καθήκοντα μου ώς βοηθός σκηνοθέτη σε ταινία μικρού μήκους που φτιάχτηκε απο το artspot.gr
Το κίνημα που ονομάστηκε Pop Art έκανε την πρώτη του δημόσια εμφάνιση στα τέλη του 1962 με την έκθεση «Οι Νέοι Ρεαλιστές» στην Sidney Janis Gallery της Νέας Υόρκης. Με το ίδιο όνομα είχε δηλωθεί δύο χρόνια νωρίτερα μια άλλη ομάδα καλλιτεχνών στο Παρίσι, Les Nouveaux Realistes. Ο Nouveau Realisme (Νέος Ρεαλισμός), 1960-1963, αυτοπαρουσιάστηκε στις 16/4/1960 με τυπικά ευρωπαϊκό τρόπο, με μανιφέστο που συνέταξε ο Γάλλος κριτικός της τέχνης Pierre Restany για να συνοδεύσει την πρώτη έκθεση της ομάδας στο Μιλάνο. Η ομάδα συγκροτήθηκε επίσημα στις 27/10/1960 και περιέλαβε σταδιακά τους Yves Klein, Arman, Niki de Saint-Phalle, Francois Dufrene, Raymond Hains, Martial Raysse, Daniel Spoerri, Jean Tinguely, Jacques de la Villegle, Cesar, Gerard Deschamps και Mimmo Rottela. Με τον όρο Nouveau Realisme επισήμαναν τη νέα αντίληψη για την προσέγγιση του πραγματικού. Κατέγραφαν την κοινωνική πραγματικότητα χωρίς καμιά πρόθεση να την αμφισβητήσουν. Οι μέθοδοι και οι προθέσεις των μελών διέφεραν, αλλά συνέπιπταν με τις επιδιώξεις της Pop Art, που ήταν κίνημα παράλληλο.
Ουίλλιαμ Τζόζεφ Μάλλορντ Τέρνερ, (William Joseph Mallord Turner). Άγγλος ζωγράφος, γεννήθηκε στο Λονδίνο 1775, στη λαϊκή συνοικία του Κόβεν Γκάρντεν όπου ο πατέρας του ασκούσε το επάγγελμα του κομμωτή. Από πολύ μικρή ηλικία έδωσε δείγματα ενός πρόωρου ταλέντου, σχεδιάζοντας επιτυχημένα αντίγραφα από εικόνες περιοδικών ή χρωματίζοντας χαλκογραφίες. Οι επιδόσεις του Τέρνερ, που μόλις 9 ετών αμειβόταν από γνωστούς του πατέρα του, έδειξαν το δρόμο που θα έπρεπε να ακολουθήσει το παιδί θαύμα.
Τον Ιανουάριο του 1980 ο διευθυντής του μουσείου του Aachen, Wolfgang Becker, οργάνωσε μια έκθεση με τίτλο «Les nouveau Fauves/Die neuen Wilden (Νέοι Άγριοι)» (Νεοφωβισμός). Ο τύπος τη χαρακτήρισε ως επιστροφή στη ζωγραφική, ενώ οι εκτός Γερμανίας παράλληλες αναζητήσεις δηλώθηκαν με τους όρους Arte Cifra, New Image Painting και Figuration Libre. Η εφημερίδα «Die Zeit» έκανε λόγο για τεράστια εμπορική επιτυχία των Neue Wilden στην Kunstmarkt του D?sseldorf το 1982. Η γερμανική τέχνη διεκδικούσε την ταυτότητά της και τη συμμετοχή της στο μεταμοντέρνο ρεύμα.
Άγγλος ζωγράφος, γεννήθηκε στο Ηστ Μπέργκχολτ, χωριό της αγροτικής περιοχής του Σάφολκ (1776). Πέθανε στο Λονδίνο το 1837 σε ηλικία 61 ετών. Ο πατέρας του, εύπορος κτηματίας της κοιλάδας του Ντέντχαμ, προόριζε τον νεαρό Τζων για την αποδοτική εκμετάλλευση της γης, που αποτελούσε παράδοση της οικογένειας. Μπροστά στην επιμονή του γιού του να ακολουθήσει τις καλλιτεχνικές του κλίσεις, υποχώρησε. Το 1799, ο Κόνσταμπλ σπούδασε την τέχνη της ζωγραφικής στη Βασιλική Ακαδημία του Λονδίνου, με καθηγητή τον Τζόζεφ Φάρινγκτον. Περισσότερο τον γοήτευε η τοπιογραφία.
Ο Arnason εντάσσει τον Ad Reinhardt σε μια υποκατηγορία του Αφηρημένου Εξπρεσιονισμού, στην (Ζωγραφική των Χρωματικών Πεδίων). Τον όρο προτείνει ο Greenberg το 1960 για να χαρακτηρίσει την μετάβαση από τον πίνακα-παράθυρο στον μονόχρωμο πίνακα-πεδίο, δηλαδή σε μια κατηγορία αφηρημένης ζωγραφικής άλλης κλίμακας και με τάση επέκτασης στο άπειρο, εξαΰλωσης και κάλυψης ολόκληρου του οπτικού πεδίου του θεατή. Ο Clement Greenberg παρατηρεί σχετικά με την Color Field Painting ότι το σχήμα εγγυάται την καθαρότητα και την ένταση που απαιτείται για την υποβολή του ακαθόριστου χώρου. Το περισσότερο γαλάζιο, απλώς είναι πιο γαλάζιο από το λιγότερο γαλάζιο.
Ούγκο βαν ντερ Γκους, (Hugo van der Goes), Φλαμανδός ζωγράφος, (-Ρόντεν Κλόστερ, Βρυξέλλες 1482). Κατά τα μέσα του 15ου αιώνα αναφέρεται ως μέλος της συντεχνίας της Γάνδης όπου ίσως γεννήθηκε. Είναι ένας από τους λίγους Βορειοευρωπαίους καλλιτέχνες εκείνης της εποχής για τον οποίο γνωρίζουμε μερικές λεπτομέρειες της ιδιωτικής του ζωής. Δέκα χρόνια αργότερα, δέχτηκε στη Μπρυζ την παραγγελία του Τομμάζο Πορτινάρι και φιλοτέχνησε το περίφημο Τρίπτυχο, που όταν το 1482, παραδόθηκε στη Φλωρεντία προκάλεσε τεράστιο ενδιαφέρον. Το έργο αυτό, το μόνο αναμφισβήτητο του βαν ντερ Χους, έχει τελείως ανεπτυγμένα όλα τα εκπληκτικά χαρακτηριστικά της τέχνης του και τον τοποθετεί στην κατηγορία των μεγαλύτερων Φλαμανδών ζωγράφων της δεύτερης πεντηκονταετίας του 15ου αιώνα.
Σαράντα χρόνια μετά τη μηδενιστική απόπειρα ανατροπής όλων των καθιερωμένων πολιτιστικών αξιών από το απεγνωσμένο Dada, ορισμένοι Γερμανοί καλλιτέχνες αισθάνθηκαν την ανάγκη να ξαναγυρίσουν στο μηδέν, όχι ως μάρτυρες ενός μοιραίου τέλους αλλά ως προάγγελοι μιας αρχής ex nihilio, μιας ελπιδοφόρας εκτίναξης, μετά την κατάδυση στο νεκρό σημείο της αντίστροφης μέτρησης. Πρόκειται για τον Heinz Mack και τον Otto Piene, που διαμόρφωσαν τον πυρήνα της κίνησης ZERO (Μηδέν) το 1957-1958 στο Dusseldorf, ένα από τα σημαντικά κέντρα της σύγχρονης τέχνης, και τον Gunther Uecker που άρχισε να συμπράττει το 1962 με την έκθεση «Nul» στο Άμστερνταμ.
Γιάκοπο Ραμπούστι, ο επονομαζόμενος Τιντορέττο, (Jacopo Robusti ditto il Tintoretto). Ιταλός ζωγράφος (Βενετία 1518-1594). Το όνομά του προέρχεται από το επάγγελμα του πατέρα του που ήταν βαφέας υφασμάτων (tin tore). Η πρώτη του δραστηριότητα χρονολογείται από το 1540, όταν είχε ποια απαλλαγή από την υποχρέωση να υποτάσσεται στους κανόνες οποιουδήποτε εργαστηρίου και έγινε ανεξάρτητος τεχνίτης. Ο Τισιανός τον είχε διώξει από το εργαστήριό του, γιατί δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με τις αντίθετες τάσεις του νεαρού ζωγράφου, που ήταν ανήσυχος, φιλόδοξος, νευρικός και μεγαλοφυής. Η διαμόρφωσή του συνδέεται περισσότερο με τον Μπονιφάτσιο ντε Πιτάτι και με τον Αντρέα Μελντόλλα, τον επονομαζόμενο Σκιαβόνε, ζωγράφο της βενετσιάνικης σχολής, επηρεασμένο από την μανιεριστική κομψότητα του Παρμιτζανίνο.
Η Art Conceptual (Εννοιολογική τέχνη), αναφέρεται ανάμεσα στις πρωτοπορίες του τέλους της δεκαετίας του '60. Μετά το 1965 οι καλλιτέχνες δεν σκέφτονται πια την πραγματοποίηση του αντικειμένου τέχνης, αλλά το ίδιο το αντικείμενο τέχνης και δίνουν το προβάδισμα στην ομιλία για τη διάδοση και την αντίληψη του έργου. Εξετάζουν και ταυτόχρονα διαταράσσουν τις σχέσεις που υπάρχουν ανάμεσα σε καλλιτέχνες, εμπόρους, επιμελητές εκθέσεων, συλλέκτες και κοινό.
Το 1968 η Art Conceptual μεταθέτει το ενδιαφέρον από το αντικείμενο στον θεατή, αλλά και υποβιβάζει σκόπιμα την απαίτηση για μορφική αυτονομία και το περιεχόμενο και οι στόχοι της συνοψίστηκαν από την Lucy Lippard και τον John Chandler σε ένα άρθρο στο περιοδικό Art International, με τον τίτλο «Η εξαΰλωση της τέχνης». Το 1963 είχε ήδη χρησιμοποιήσει τον όρο ο Kienholz ενώ το 1961 ο Flynt είχε γράψει ότι η Conceptual Art, είναι πριν από όλα μια τέχνη που το υλικό της είναι ιδέες, όπως το υλικό της μουσικής είναι ο ήχος.
Μπρέγκελ Πήτερ (Pieter Bruegel) ο πρεσβύτερος. Φλαμανδός ζωγράφος, (Μπρέντα 1526-Βρυξέλλες 1569). Αποκαλείται πρεσβύτερος για να διακρίνεται από έναν από τους γιούς του-δευτερεύοντα ζωγράφο. Νεότατος μαθήτευσε στις Βρυξέλλες κοντά στον Πιέτερ Κουκ βαν Άαλστ. Ύστερα πήγε στην Αμβέρσα και παρέμεινε ως το 1551, που έγινε δεκτός ως ζωγράφος στη Συντεχνία του Αγίου Λουκά και δημιούργησε μια σειρά σχεδίων με την τεχνοτροπία του Μπος, για τις χαλκογραφίες του εκδότη Χερόνυμους Κοκ.